Το δέσιμο του οπαδού με την ομάδα είναι ένα μυστήριο πράγμα. Εννοώ ότι δεν είναι μια σχέση που εξηγείται λογικά. Υπάρχουν ένα σωρό διαφορετικοί παράγοντες, ψυχολογικοί, κοινωνιολογικοί, ιστορικοί, αθλητικοί που καθορίζουν αυτό το δέσιμο, αλλά περισσότερο από όλα καθορίζουν το βάθος του. Μεταφράζοντας αυτόν τον καιρό το βιβλίο «The Last Game» του Τζέισον Κόουλεϊ, μαθαίνω πράγματα γι' αυτό το δέσιμο που αγνοούσα.
Για παράδειγμα, για το δέσιμο του κόσμου του Λίβερπουλ με την ομώνυμη ομάδα της πόλης, τον ρόλο που έπαιξαν οι λιμενεργάτες στην ανάπτυξη αυτής της σχέσης (πράγμα που εξηγεί μια χαρά εκείνη την περίφημη κίνηση του Φάουλερ, που αφού πέτυχε ένα γκολ το 1997 σήκωσε τη φανέλα αποκαλύπτοντας ένα μπλουζάκι που ζητούσε αλληλεγγύη για 500 απολυμένους λιμενεργάτες), αλλά ακόμα περισσότερο τον ρόλο που έπαιξε ο Μπιλ Σάνκλι –ένας σοσιαλιστής του ποδοσφαίρου, αλλά όχι με την έννοια που έχει αποκτήσει ο σοσιαλισμός στις μέρες μας– στην ενδυνάμωση αυτής της σχέσης και τον εμπλουτισμό της φιλοσοφίας της.
Ο Σάνκλι πίστευε βαθιά στον λαϊκό χαρακτήρα του ποδοσφαίρου και θεωρούσε ότι η ομάδα –η δική του ομάδα– έπρεπε να αντανακλά στο παιχνίδι της την παράδοση συνεργασίας και αλληλοβοήθειας που έδειχναν οι οπαδοί της, οι οποίοι γέμιζαν το «Ανφιλντ». Οι καιροί έχουν αλλάξει, όπως και οι αξίες, αλλά είναι δεδομένο πως η αγάπη του οπαδού (λέξης που άδικα, κατά τη γνώμη μου, έχει ταυτιστεί με την αλητεία) απέναντι στην ομάδα φαίνεται περισσότερο όταν η ομάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
Το έχουμε δει να συμβαίνει και στην Ελλάδα κι αλλού. Τελευταία έκφραση αυτής της αγάπης, αυτής της πίστης στην ομάδα, την είδαμε να συμβαίνει στην Ισπανία με τους οπαδούς της Βαλένθια. Το ισπανικό ποδόσφαιρο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχει βυθιστεί σε μια βαθύτατη οικονομική κρίση. Μια κρίση που προϋπήρξε της παγκόσμιας οικονομικής, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ.
Η κρίση του ισπανικού ποδοσφαίρου οφείλεται στο σκάσιμο της «φούσκας» του κατασκευαστικού τομέα και της κτηματαγοράς. Πολλοί πρόεδροι ή μεγαλομέτοχοι ισπανικών ομάδων είχαν επενδύσει εκατομμύρια στον συγκεκριμένο τομέα και το σκάσιμο της «φούσκας» άφησε τεράστιες τρύπες στα οικονομικά των ομάδων. Με την εξαίρεση των δύο μεγάλων –Μπάρτσα και Ρεάλ– που έχουν επταετούς διάρκειας τηλεοπτικά συμβόλαια, με αποτέλεσμα να βάζουν στο ταμείο τους πάνω από 1 δισ. ευρώ, όλες οι υπόλοιπες ομάδες της Πριμέρα Ντιβιζιόν είναι σε πολύ δύσκολη θέση.
Αλλωστε, τα συνολικά χρέη των 20 ομάδων της πρώτης κατηγορίας του ισπανικού πρωταθλήματος τον Μάιο του 2009 έφθαναν τα 3,5 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα για τη Βαλένθια τα χρέη φθάνουν τα 502 εκατομμύρια ευρώ και δεν οφείλονται μόνο στο σκάσιμο της «φούσκας» του κατασκευαστικού τομέα, αλλά και στην αλόγιστη σπατάλη χρημάτων από τις διοικήσεις της ομάδας τα τελευταία χρόνια. Μέχρι πριν από λίγο καιρό φαινόταν σίγουρο ότι η ομάδα θα πουλήσει το γήπεδό της, το «Μεστάγια», σε κατασκευαστική εταιρεία αντί του ποσού των 300 εκατομμυρίων ευρώ.
Η ιδέα δεν έχει εγκαταλειφθεί ακόμα, απλώς η Βαλένθια προσπαθεί να πετύχει καλύτερη συμφωνία. Οι οπαδοί, και συγκεκριμένα 26.000 απ' αυτούς, δήλωσαν παρόντες στο συλλαλητήριο της ομάδας για τη σωτηρία της. Σε μια δύσκολη εποχή όπως αυτή της μεγάλης οικονομικής κρίσης που έχει σημαδέψει βαθιά την Ισπανία –το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε. στους νέους 18-27 καταγράφεται εκεί και ξεπερνάει το 25%– οι οπαδοί της Βαλένθια μάζεψαν 18 εκατομμύρια ευρώ αγοράζοντας μετοχές αντί 48 ευρώ τη μία, για να καλύψει η ομάδα τις άμεσες ανάγκες της.
Είναι μάλλον απίθανο αυτά τα χρήματα να βοηθήσουν ουσιαστικά τη Βαλένθια, αλλά οι φίλοι της είναι σίγουρο ότι στέκονται δίπλα της ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες κι αυτό είναι μια παρηγοριά –τουλάχιστον– στην εποχή που τις τύχες των συλλόγων τις ορίζουν η υγεία και η δύναμη του ισολογισμού.
Το διάβασμα των σκέψεων
Το μέλλον είναι χθες. Δεν θυμάμαι πού άκουσα αυτή τη φράση, αλλά νιώθω πως όλο και περισσότερο ισχύει. Και ισχύει, φοβούμαι, με έναν τρόπο οριστικό. Για τις ανάγκες της δουλειάς ξαναδιάβασα ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Φίλιπ Ντικ, για να θυμηθώ κάποια σημεία. Πρόκειται για το «Minority Report», που αν δεν το έχετε διαβάσει, πιθανόν να έχετε δει την κινηματογραφική εκδοχή του, την οποία γύρισε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ.
Επειδή μπορεί να μην έχετε δει την ταινία ούτε να έχετε διαβάσει το βιβλίο, να σημειώσω πως πρόκειται για μια ιστορία που αφορά κάποια κοινωνία στην οποία οι διωκτικές αρχές είναι σε θέση να γνωρίζουν προκαταβολικά ποιος πρόκειται να διαπράξει ένα έγκλημα (πριν ακόμα το καταλάβει κι ο ίδιος). Ομως, ένα τέτοιο σύστημα είναι πάντα ευάλωτο, όχι μόνο σε αθώα λάθη, αλλά και σε κακόβουλη χειραγώγηση.
Και το ερώτημα που θέτει ο Ντικ και μένει αναπάντητο είναι ένα ερώτημα που την εποχή της τρομοφοβίας και του περιορισμού των ατομικών ελευθεριών είναι τραγικά επίκαιρο. Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες; Ηδη κάποια λίγα μεγάλα ερευνητικά κέντρα που χρηματοδοτούνται από εταιρείες υπολογιστών και φαρμακευτικές εταιρείες εργάζονται πάνω στα βήματα μιας ανακάλυψης, την οποία έκανε πριν από δύο χρόνια το «Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ».
Εβαλαν ανθρώπους να σκεφτούν αν θα προσέθεταν ή θα αφαιρούσαν δύο αριθμούς που θα τους έδειχναν αργότερα. Και κατόρθωσαν να προβλέψουν με ακρίβεια 70% τις προθέσεις τους, πριν ακόμα τους δείξουν τους αριθμούς. Τρομακτικό, έτσι; Σκεφθείτε ότι αυτό μπορεί να αποτελεί το πρώτο βήμα για την αστυνόμευση των προθέσεων. Κι αν αυτή η μέθοδος τελειοποιηθεί στο μέλλον, ποιος μας εγγυάται ότι οι διωκτικές αρχές θα περιμένουν να συλλάβουν έναν ύποπτο μετά τη διάπραξη ενός αδικήματος, μια και θα είναι σε θέση να γνωρίζουν προκαταβολικά την κακόβουλη σκέψη του;
Πόσο απέχουμε από την τεχνολογία του «Minority Report»; Οι επιστήμονες πιστεύουν πως όσα περισσότερα μαθαίνουν για τη λειτουργία του εγκεφάλου τόσο γίνονται πιο προβλέψιμα τα ανθρώπινα όντα. Αν φτάσουμε μέχρις εκεί, σε ένα σύμπαν όπως αυτό που περιγράφει ο Φίλιπ Ντικ, αναρωτιέμαι αν θα μας ανήκει κάτι που μέχρι σήμερα είναι αποκλειστικά δικό μας. Οι σκέψεις μας.
Γήπεδο; Και τι σπέρνουν;
Ολοι ζητούν καλά γήπεδα. Και καλά κάνουν. Μόνο που ένα καλό γήπεδο δεν είναι και τόσο απλή υπόθεση όσο φαίνεται. Ενα γήπεδο δεν εξαντλείται στο επιχείρημα «πόσο κοστίζει; Πάρ' τα και φτιάξ' το». Το γήπεδο είναι ένα άθροισμα παραγόντων, που αν έχουν βασιστεί σε έναν καλό σχεδιασμό, μπορεί να λειτουργήσει. Να λειτουργήσει παραγωγικά. Την τελευταία πενταετία έχει αλλάξει η αρχιτεκτονική των γηπέδων στην Ευρώπη τουλάχιστον.
Τα γήπεδα δεν είναι πλέον χώροι που λειτουργούν μόνο μία ημέρα της εβδομάδας. Είναι χώροι πολυλειτουργικοί, που πρέπει να έχουν έσοδα γιατί έχουν και υψηλό κόστος συντήρησης. Το «Γ. Καραϊσκάκης» θεωρείται πως είναι το καλύτερο, το πιο σύχρονο ποδοσφαιρικό γήπεδο της χώρας. Το ετήσιο κόστος συντήρησής του, όμως, φτάνει το 1.300.000 ευρώ.
Αρα, δεν αρκούν μόνο τα παιχνίδια για να καλυφθεί το κόστος. Πρέπει οι ομάδες να έχουν έσοδα που να τους επιτρέπουν να αποπληρώνουν τα δάνεια που θα παίρνουν για να κτίσουν γήπεδα. Εκτός αν το κράτος, δηλαδή εμείς, θα είμαστε εκείνοι που θα πληρώνουν.