Πριν από μερικές μέρες έγραφα για τα μεγάλα οικονομικά αδιέξοδα του ποδοσφαίρου της Αργεντινής, που οδήγησαν –πράγμα αδιανόητο πριν από λίγο καιρό– στην αναβολή της έναρξης του πρωταθλήματος. Τελικά, δυόμισι εβδομάδες μετά την αρχική ημερομηνία έναρξης του πρωταθλήματος, πολύ παρασκήνιο και έντονα παζάρια, το πρόβλημα ξεπεράστηκε χάρη στη γενναιόδωρη επέμβαση της κυβέρνησης, που θα δώσει στις ομάδες οικονομκή ενίσχυση που φθάνει τα 94 εκατομμύρια δολάρια. Από την πλευρά τους οι ομάδες στην ουσία παραχωρούν τα τηλεοπτικά τους δικαιώματα στο κράτος και έτσι τα ματς του αργεντίνικου πρωταθλήματος θα μεταδίδονται από την ελεύθερη τηλεόραση.

Η εξέλιξη της ιστορίας έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύ καλό σενάριο για ταινία, την οποία το Χόλιγουντ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ανάλογα. Καταλυτικό ρόλο στην αίσια έκβαση της κρίσης έπαιξε η παρέμβαση του προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Αργεντινής, Χούλιο Γκροντόνα, απόλυτου αφεντικού του ποδοσφαίρου της «χώρας του ταγκό» καθώς βρίσκεται στην ίδια θέση από το 1979 που εξελέγη για πρώτη φορά, αν και η «εκλογή» είναι κάτι που συζητιέται.

Πέρα από την προεδρία της ομοσπονδίας, όμως, ο Γκροντόνα είναι αντιπρόεδρος της ΦΙΦΑ και επικεφαλής της πενταμελούς οικονομικής επιτροπής της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου. Θέσεις πολύ σημαντικές και με μεγάλη επιρροή. Ειδικά στην ίδια του τη χώρα δεν υπάρχει κυβέρνηση που θα μπορούσε να αρνηθεί μια «χάρη» στον Γκροντόνα. Η κρίση ξεκίνησε όταν στις αρχές του μήνα η ένωση των ποδοφαιριστών απαίτησε να καταβληθούν στους ποδοσφαιριστές οφειλόμενα χρήματα από μισθούς και συμβόλαια που ξεπερνούσαν τα 10 εκατομμύρια δολάρια. Μπορεί σε μας στην Ευρώπη, που έχουμε τόσο συνηθίσει να διαβάζουμε για εκατομμύρια ευρώ που τα μηδενικά μας φαίνονται στραγάλια, το ποσό να φαίνεται γελοίο, αλλά για την οικονομική πραγματικότητα της Αργεντινής είναι πολύ μεγάλο.

Οι ομάδες της πρώτης κατηγορίας, με συνολικά χρέη τα οποία φθάνουν τα 180 εκατομμύρια δολάρια, δήλωσαν αδυναμία ικανοποίησης του αιτήματος των ποδοσφαιριστών και ζήτησαν τη βοήθεια του Γκροντόνα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσω ότι η οργάνωση και η δομή των συλλόγων της Αργεντινής δεν έχει καμία σχέση με την επιχειρηματική δομή των ομάδων στην Ευρώπη. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ομάδες είναι σύλλογοι μελών, όπως η Μπάρτσα και η Ρεάλ. Και οι παράγοντες που διαχειρίζονται πολλές φορές μεγάλα ποσά χρημάτων, σε μια χώρα που βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, συχνότατα «βάζουν το χέρι στο μέλι».

Οι οικονομικοί έλεγχοι και η διαφάνεια δεν είναι χαρακτηριστικά του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Επστρέφω στην εξιστόρηση της παρέμβασης του Γκροντόνα, ο οποίος μόλις του ζητήθηκε από τις ομάδες να μεσολαβήσει, έκανε κάτι προφανές. Ηρθε σε επαφή με τον τηλεοπτικό οργανισμό TSC, που έχει τα δικαιώματα του αργεντίνικου ποδοσφαίρου από το 1991, και ζήτησε μια προκαταβολή από μελλοντικές πληρωμές ώστε να διαμοιραστεί στις ομάδες και να καταβληθούν τα χρέη στους ποδοσφαιριστές. Η TSC με την παρέμβαση του Γκροντόνα επεξέτεινε το συμβόλαιο της αποκλειστικής διαχείρισης των δικαιωμάτων του αργεντίνικου ποδοσφαίρου, που έληξε το 2007, μέχρι το 2014.

Πρόσφερε λοιπόν στις ομάδες ένα ποσό γύρω στα 12 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι ομάδες αρνήθηκαν, ζητώντας πολύ περισσότερα χρήματα. Συγκεκριμένα, ζήτησαν τα διπλά χρήματα από όσα θα έπαιρναν με βάση την τωρινή -εξαετούς διάρκειας- συμφωνία τηλεοπτικών δικαιωμάτων, δηλαδή 100 εκατομμύρια δολάρια. Ολες οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις ομάδες και τον τηλεοπτικό οργανισμό TSC γίνονταν πάντα μέσω του Γκροντόνα σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας. Κανείς ποτέ δεν μπορούσε να ξέρει τι συζητούσε ο Γκροντόνα σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.

Ενας δαίδαλος διαπλοκής

HΑργεντινή είναι πολύ μακριά από εδώ. Και από τη στιγμή που οι τηλεοράσεις και οι εφημερίδες δεν ασχολούνται με τη χώρα του Ντιέγκο Μαραντόνα, είναι πολύ φυσικό η πλειονότητα του κόσμου να αγνοεί την πραγματικότητα που επικρατεί εκεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Βέβαια, υπάρχουν και οι «άρρωστοι» που μαθαίνουν για την πραγματικότητα μιας χώρας από τους γραφιάδες της. Ας πούμε πως ό,τι είναι για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο ο Ντιέγκο, είναι ο Μπόρχες για την παγκόσμια λογοτεχνία. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση, που καλό είναι να μην την κάνουμε τώρα γιατί θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.

Η Αργεντινή, το γράφω για τους φίλους που δεν το γνωρίζουν, είναι ο αγαπημένος δοκιμαστικός σωλήνας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Εκεί εφαρμόζονται διάφορες οικονομικές θεραπείες-σοκ, καθώς η διαφθορά και η διαπλοκή είναι εκτεταμένες σε βαθμό τέτοιο, που το οικονομικό μέλλον της χώρας έχει από χρόνια υποθηκευτεί. Ας επιστρέψω στον Γκροντόνα και το ποδόσφαιρο. Ο τηλεοπτικός οργανισμός TSC έχει δύο μεγαλομετόχους. Το μεγάλο αθλητικό κανάλι της Αργεντινής, TyC -που είχε τα δικαιώματα του αργεντίνικου ποδοσφαίρου πριν από το 1991-, και τον όμιλο Clarin. Ο όμιλος αυτός είναι ο μεγαλύτερος όμιλος ΜΜΕ της Αργεντινής, με καλωδιακά κανάλια, ελεύθερα κανάλια, ραδιόφωνα, εφημερίδες και παροχείς υπηρεσιών Internet.

Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση της προέδρου Κριστίνα Κίρτσνερ (στην Αργεντινή, ο πρόεδρος της χώρας είναι ταυτόχρονα επικεφαλής του κράτους και της κυβέρνησης) όπως και του συζύγου της, που είχε διατελέσει πρόεδρος πριν από αυτή, έχει πολύ στενές σχέσεις με τον όμιλο Clarin. Σχέσεις που συσφίγγονται μέρα με τη μέρα. Και ο Γκροντόνα έχει πολύ καλές σχέσεις με την προεδρία και την κυβέρνηση. Ετσι, η κυβένηση παρενέβη και έδωσε τα χρήματα που ζητούσαν οι ομάδες, αλλά κανένα νέο θεσμικό πλαίσιο ελέγχου δεν υιοθετήθηκε, που να μπορεί να διερευνήσει τον τρόπο που οι ομάδες θα αξιοποιήσουν αυτά τα χρήματα.

Φυσικά, μπορεί η διαπλοκή να μη συγκινεί κανέναν αφού έχει γίνει μια αποδεκτή πραγματικότητα, αλλά υπάρχει ένα σημείο σ' όλη αυτή την ιστορία που προξενεί εντύπωση. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα του αργεντίνικου ποδοσφαίρου για μία εξαετία είχαν κοστολογηθεί στα 50 εκατομμύρια δολάρια. Τα δικαιώματα της ελληνικής ΣουΛί (Σούπερ Λίγκα) για μία τριετία κοστολογήθηκαν κοντά στα 145 εκατομμύρια ευρώ. Σχεδόν 5 φορές περισσότερα. Τι σου είναι η αγορά, βρε παιδάκι μου, που λειτουργεί καλύτερα χωρίς παρεμβάσεις –όπως έδειξε και η τωρινή παγκόσμια οικονομική κρίση.

Κουβέντα περί προσωπικότητας

Πολύ συχνά στο ποδόσφαιρο κάνουμε λόγο για τις «προσωπικότητες», είτε ποδοσφαιριστών είτε προπονητών, και το ειδικό βάρος που έχουν για την εξέλιξη ενός παχνιδιού ή την πορεία γενικότερα μιας ομάδας. Ας αφήσουμε προς το παρόν τους ποδοσφαιριστές και ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους προπονητές.

Αν κάποιος κοιτάξει την ιστορία του ποδοσφαίρου θα διαπιστώσει πως οι χαρακτήρες των προπονητών, ή πιο σωστά οι τρόποι που οι προπονητές διαχειρίζονταν τους ποδοσφαιριστές τους, ήταν κυρίως δύο: αυτός της αυστηρής πειθαρχίας, που ο προπονητής είναι ένας μικρός δικτάτορας –όπως ο Μίχελς στον Αγιαξ, ας πούμε, ή ο Φέργκιουσον στη Γιουνάιτεντ– και ένα μοντέλο διαφορετικό, αυτό της «πατρικής φιγούρας» -που οι Αγγλοι περιγράφουν σαν arms-round-the-shoulders-, ένα μοντέλο που έχει υιοθετήσει ο Βενγκέρ, που έχει εξαιρετικό man-to-man management. Στο πρώτο μοντέλο, της αυστηρότητας, είναι καθοριστικό να έχεις κερδίσει –με τη δουλειά σου και την προσωπικότητά σου– τον σεβασμό των ποδοσφαιριστών σου.

Με τον Τεν Κάτε αυτό δεν συμβαίνει. Ως πρώτος, δεν έχει το ειδικό βάρος που απαιτείται για να διαχειριστεί τους ποδοσφαιριστές του, τους απαξιώνει και φτάνει να συγκρούεται μαζί τους.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube