Όλα ξεκίνησαν την ώρα που συνήθως τελειώνουν. Κλεισμένος στο γραφείο μου στο υπόγειο με ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα στο χέρι. Το κτίριο ήταν άδειο από κόσμο (ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα) και εγώ είχα ξεκινήσει μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις μου με τον Jesse James, τον λούτρινο σκύλο που μιλάει.

«Τι πιστεύεις Jesse; Θα αναβληθεί η πρώτη αγωνιστική;» τον ρώτησα αφού με είχε φάει η περιέργεια. Δυο εβδομάδες τώρα ήμουν σίγουρος ότι το πρωτάθλημα δεν θα ξεκινήσει, αλλά τις τελευταίες ημέρες μια ανησυχία είχε αρχίσει να με περιτριγυρίζει.

«Θες να σου πω τι θα γίνει ή θες να σου πω τι νομίζω ότι πρέπει να γίνει;»

«Είναι διαφορετικά;». Πάντα του άρεσε να μιλάει με γρίφους γι’ αυτό μια επεξήγηση στο κάθε ερώτημα ήταν απαραίτητη πριν ακούσω την απάντηση.

«Όχι είναι ακριβώς το ίδιο. Απλά έχει πιο πολύ πλάκα όταν βάζεις λίγο μυστήριο στις φράσεις σου δεν συμφωνείς; Λοιπόν. Η αγωνιστική δεν θα αναβληθεί».

«Fuck. Το ‘ξερα». Η απάντηση μου βγήκε αυθόρμητα αφού ήλπιζα σε μια ακόμα εβδομάδα ησυχίας πριν αρχίσει πάλι το πανηγύρι.

«Μήπως θα ‘πρεπε σιγά σιγά να αρχίσεις να κόβεις τις αγγλικές λέξεις μέσα σε ελληνικές προτάσεις; Δεν είμαστε πια στο Birmingham» είπε ο Jesse James και είχε δίκιο. «Sorry Jesse» του απάντησα. «Fuck! Το ξανάκανα. Δεν κόβεται τόσο εύκολα τελικά».

«Μην ανησυχείς. Είναι δύσκολο να κόψεις μια συνήθεια, «μαχαίρι». Αυτοί που το καταφέρνουν συνήθως δεν είναι και τα πιο ενδιαφέροντα άτομα του κόσμου».

Είχε δίκιο για μια ακόμη φορά. Ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου και τεντώθηκα προς τα πίσω με ένα χασμουρητό που πρέπει να ακούστηκε από την Καλλιθέα μέχρι τη Νέα Σμύρνη.

Την ώρα που πήγα να πατήσω το play στο στερεοφωνικό για να ακούσω για 25η σερί φορά το uprising των Muse, χτύπησε η πόρτα του γραφείου μου. Και δεν χτύπησε μια φορά, χτύπησε πολλές…

«Who is it;» φώναξα με ψιλή φωνή μιμούμενος τον Michael Jackson στο ομότιτλο, για να εισπράξω την αγανάκτηση του Jesse James που μου πέταξε ένα κηροπήγιο. «Εντάξει πέθανε ο τύπος, ας το συνειδητοποιήσουμε και ας προχωρήσουμε επιτέλους γαμώ το Star και τις ειδήσεις του γαμώ»

«Εντάξει Jesse, εντάξει». Η πόρτα συνέχισε να χτυπάει. Σηκώθηκα βαριεστημένα από την καρέκλα μου και πήγα να ανοίξω. Ο εφιάλτης στεκόταν την είσοδο. Ήταν ο νεαρός συνάδελφος που για κάποιο περίεργο λόγο ήταν ακόμα στο κτίριο αν και ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ενώ για κάποιο ακόμα πιο περίεργο λόγο φορούσε άσπρο παντελόνι και άσπρο λινό πουκάμισο. «Τι θες ρε βραδιάτικα; Και για ποιο λόγο είσαι ντυμένος λες και πας σε μεταμεσονύχτια βαφτίσια;»

«Δεν πάω σε βαφτίσια στον Βέρτη πάω»

«Ε, εντάξει παρόμοιου τύπου διασκέδαση είναι και τα δύο, λέγε τώρα τι θες»

«Επειδή θα ξενυχτήσω σήμερα μπορώ να αργήσω λίγο αύριο;»

«Όταν λες λίγο πόσο εννοείς;»

«Δυο ωρίτσες»

«Λοιπόν σκέφτηκα για δυο δευτερόλεπτα το αίτημα σου και αποφάσισα να σου δώσω άδεια να αργήσεις 10 ολόκληρα λεπτά»

«Μια ώρα;»

«Πέντε λεπτά και η διαπραγμάτευση ολοκληρώνεται εδώ. Τώρα πήγαινε και πέτα κανά λουλούδι και για μένα»

«Δεν πετάω λουλούδια, ανεβαίνω στο τραπέζι»

«Δώσε τα συλλυπητήρια μου στο τραπέζι τότε» είπα και του έκλεισα την πόρτα.

Επέστρεψα στην καρέκλα μου με την ελπίδα ότι οι δυσάρεστες εκπλήξεις θα είχαν ολοκληρωθεί, τουλάχιστον για απόψε.
«Τι πρόβλημα έχεις με τα μπουζούκια;» είπε ο Jesse James.

«Αυτά έχουν πρόβλημα μαζί μου. Την τελευταία φορά που πήγα κατέληξα να με κυνηγάει η ορχήστρα επειδή κορόιδευα τον κιθαρίστα που έκανε playback solο».

«Ε μα και εσύ δεν πήγες να δεις τον Satriani»

«Α όλα κι όλα. Όταν κρατάς κιθάρα είσαι υποχρεωμένος να παίζεις»

«Έχεις και εσύ τα δίκια σου. Τώρα πιάσε το trivial να παίξουμε λίγο, βαρέθηκα!»

Την ώρα που ήμουν έτοιμος να κάνω στον Jesse την ερώτηση «Ποιος πάτησε πάτησε πρώτος το πόδι του στην Ανταρκτική» η πόρτα ξαναχτύπησε πιο δυνατά συνοδευόμενη αυτή τη φορά από τις κραυγές του νεαρού συναδέλφου.
Πήγα προς την πόρτα ξεστομίζοντας κατάρες. «Το καλό που σου θέλω να έχεις κάτι σοβαρό να μ…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου αφού μπήκε μέσα τρέχοντας πανικόβλητός.

«Κλείδωσε τις πόρτες δεχόμαστε επίθεση!» είπε κλαψουρίζοντας.

«Ωχ. Παναθηναϊκοί; Ολυμπιακοί; Αεκτζήδες;»

«Όχι, όχι»

«Πανιώνιοι; Παοκτζήδες; Αρειανοί;»

«Όχι, όχι»

«Μη μου πεις μόνο ότι μας την έχουνε πέσει από τον Αστέρα Τρίπολης, δεν θα το αντέξω αυτό». Δεν μπορούσα να φανταστώ τι κακό θα είχαμε γράψει ή θα είχαμε πει για τον Αστέρα Τρίπολης που θα εξαγρίωνε τους φιλάθλους του. Ο νεαρός συνάδελφος ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και μάλλον η έξοδος στον Βέρτη θα έπρεπε να αναβληθεί.

«Βαμπίρ, Βαμπίρ…» κατάφερε να ψελλίσει.

«Τι ομάδα είναι αυτή; Από τη Νορβηγία;» τον ρώτησα αφού στο άκουσμα της το μυαλό μου πήγε σε Σκανδιναβία μεριά.

«Μάλλον θα πρέπει να σταματήσεις τα συμπεράσματα και να αφήσεις τον νεαρό να μας πει τι γίνεται» είπε από το ράφι του ο Jesse James.

«Χμμμ… Μάλλον έχεις δίκιο. Ίσως αυτή να είναι η μόνη φόρα που θα μπορέσει να μας διαφωτίσει σε κάτι, εκτός από τότε που μας βοήθησε να καταλάβουμε αν είναι άντρας ή γυναίκα εκείνη η μορφή που τραγουδούσε στη Eurovision. Λοιπόν. Λέγε».

«Μας την έχουν πέσει Βαμπίρ. Κανονικά Βαμπίρ. Με μεγάλα δόντια και τα λοιπά. Αυτά που πίνουν αίμα».

«ΒΑΜΠΙΡ» είπα…

«ΒΑΜΠΙΡ» είπε ο Jesse James από το ράφι του…

«ΒΑΜΠΙΡ» ξαναείπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Για κάτσε λίγο..είναι το ίδιο με τους βρικόλακες;» ρώτησα.

«Τώρα συζήτηση θα κάνουμε; Άστον να μας πει τι γίνεται» απάντησε ο Jesse James αλλά ο νεαρός συνάδελφος είχε λιποθυμήσει.

Έπρεπε να ανασυνταχθούμε μέχρι να συνέλθει. Δεν κινδυνεύαμε στο υπόγειο γιατί η πόρτα που οδηγούσε εδώ ήταν σιδερένια και είχε κωδικούς. Μέχρι λοιπόν να έχω περισσότερες πληροφορίες για την εισβολή έψαξα στο internet για να βρω πληροφορίες.

«Διάβασε τα δυνατά για να ακούω» είπε ο Jesse James.

«Το βαμπίρ είναι πεθαμένο άτομο που υποτιθέμενα σηκώνεται από τον τάφο και κυκλοφορεί στον κόσμο των ζωντανών. Καλά εδώ βρήκαν να έρθουν αφού και εμείς σαν νεκροταφείο είμαστε αυτές τις μέρες με τόσες άδειες».

«Άστα σχόλια και διάβαζε» με διέκοψε ο Jesse James.

«Στην ελληνική παράδοση είναι συνήθως κακοποιά στοιχεία, ρουφούν το αίμα των θυμάτων τους, πετροβολούν διαβάτες απόμερων εξοχικών δρόμων και γενικά επιδίδονται σε κακίες» έλεγε το site που μάλλον δεν είχε ιδέα τι έγραφε αφού κι εγώ όταν ήμουν μικρός πετροβολούσα διαβάτες σε απόμερους εξοχικούς δρόμους ενώ ακόμα και σήμερα επιδίδομαι σε κακίες. Μήπως ήμουν Βαμπίρ;

Εκείνη τη στιγμή ο νεαρός συνάδελφος άρχισε να συνέρχεται. «Μαμααααά. Κουλουράκια και γάλα» φώναξε.

«Έχε χάρη που βρισκόμαστε σε κίνδυνο» του είπα και του έδωσα μια σφαλιάρα για να συνέλθει.

«Τι; Δεν ήταν εφιάλτης;» είπε και άρχισε να μυξοκλαίει…

«Συγκεντρώσου και πες μας τι γίνεται»

«Την ώρα που ανέβαινα με το ασανσέρ στο ισόγειο άκουσα φωνές. Προσπάθησα να πατήσω το stop για να γυρίσω κάτω αλλά τίποτα… Όταν έφτασα στο ισόγειο τα είδα να τρέχουν. Τα πιο πολλά είχαν γυναικεία μορφή».

«Χμμμμμ….»

«Θα σταματήσεις επιτέλους αυτό το «χμμμμμ» έχει καταντήσει κουραστικό σήμερα» φώναξε ο Jesse James.

«Χμμμμμ…. Δεν ξέρω από πού μου κόλλησε. Λοιπόν είδες τα Βαμπίρ να μπαίνουν στο κτίριο. Πως κατάλαβες ότι ήταν Βαμπίρ;». Έβγαλε το κινητό του και μου έδειξε μια φωτογραφία.



«Ω ναι. Έχεις δίκιο λοιπόν. Να που σου βγήκε και μια φορά χρήσιμη αυτή η αηδία να τραβάς φωτογραφίες όλο τον κόσμο. Είδες τίποτε άλλο;».

«Πήγα στο γραφείο του φύλακα και κοίταξα τις κάμερες. Έχουν κάνει επίθεση στον πρώτο όροφο, στην εφημερίδα»

«Καλά ας τους φάνε στην εφημερίδα. Πρέπει να προστατέψουμε το υπόλοιπο κτίριο. Είναι πολλά;»

«Πάνω από είκοσι…»

«Ωχ. Τη γαμήσαμε… Αν ήταν δύο ίσως τα καταφέρναμε…»

«Jesse έχεις καμιά ιδέα;»

«Πάρε τηλέφωνο την Ειρήνη. Θα ξέρει»

Είχε δίκιο πως δεν το είχα σκεφτεί. «Λοιπόν παίρνω τηλέφωνο την Ειρήνη. Αυτή θα ξέρει τι γίνεται με τα Βαμπίρ…»

«ΒΑΜΠΙIIΡ» είπε ο νεαρός συνάδελφος…

«ΒΑΜΠΙIIIIΡ…» είπε ο Jesse James…

«Μπορούμε να σταματήσουμε να κάνουμε ηχώ σε αυτά που λέει ο άλλος παρακαλώ;»…



«Πόσο δύσκολο είναι πια να πάρεις ένα καταραμένο τηλέφωνο;» είπε νευριασμένα ο Jesse James αφού το τελευταίο δίλεπτο προσπαθούσα να θυμηθώ το τηλέφωνο της Ειρήνης.

«Δεν θυμάμαι τηλέφωνα απ’ έξω ρε παιδί μου και δεν θυμάμαι που έχω βάλει το κινητό μου»

«Να πω κάτι;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«ΠΑΨΕ» είπαμε ταυτόχρονα με τον Jesse.

«Πιάσε γρήγορα κόκκινο θα τσακωθούμε». «Λες να είναι αυτό το μεγαλύτερο μας πρόβλημα αυτή τη στιγμή;» απάντησε ο Jesse James.

«Να πω κάτι;» ξαναείπε ο νεαρός συνάδελφος που είχε συνέλθει για τα καλά και η άγνοια κινδύνου που τον χαρακτήριζε είχε επανέλθει στα φυσιολογικά της επίπεδα.

«Λέγε αλλά να είσαι σύντομος»

«Το κινητό σου είναι στην τσέπη σου. Τη βλέπω που φουσκώνει»

Είχε δίκιο αλλά το περίεργο ήταν που το βλέμμα του ήταν στην τσέπη μου που φούσκωνε. «Πρέπει να σου βρούμε γυναίκα και γρήγορα» είπε ο Jesse James που είχε σηκωθεί όρθιος στο ράφι του και έκανε βόλτες πάνω κάτω.

Έβγαλα το κινητό από την τσέπη και πήγα κατευθείαν στον κατάλογο. Βρήκα το τηλέφωνο της Ειρήνης και το έδωσα στον νεαρό συνάδελφο. «Διάβαζε μου δυνατά για να πάρω από το σταθερό».

«Να δω και τι έχεις για wallpaper;»

«Θες καλύτερα να δεις από απόσταση αναπνοής τη σόλα του παπουτσιού μου;»

Πληκτρολόγησα τον αριθμό. Ως συνήθως χτύπησε πολλές φορές μέχρι να το σηκώσει. «Ποιος είσαι και με καλείς σε αυτό τον αριθμό;» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.

«Ο Θανάσης»

«Ποιος Θανάσης;»

«Ρε Ειρηνάκι πλάκα μου κάνεις; Ο Ράλλης»

«60ο Λύκειο Κυψέλης δεκαετία του ’90;»

«Έχεις χαζέψει; Αφού προχθές μιλήσαμε!»

«Έλα μου, εντάξει. Απλά ποτέ δεν ξέρεις ποιος μπορεί να παρακολουθεί. Έχουμε πολλούς εχθρούς εκεί έξω και το ξέρεις! Θα έπρεπε να είσαι πιο προσεκτικός στα τηλεφωνήματα σου. Είπες το όνομα σου με την πρώτη φόρα που σε ρώτησα. Από εδώ και πέρα το συνθηματικό μας θα είναι Ναβουχοδονόσορας»

«Κάτι πιο εύκολο δεν μπορούμε να βρούμε;». Η μνήμη μου δεν με βοηθούσε σχεδόν ποτέ σε τέτοιες περιπτώσεις και είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να θυμόμουν το «Ναβουχοδονόσορας» μετά από ένα λεπτό. Θα αντιμετώπιζα αυτό το πρόβλημα όμως στην ώρα του. Τώρα είχαμε σημαντικότερα θέματα να επιλύσουμε.

«Μας έχουν κάνει επίθεση Βαμπίρ» της είπα. «Ξέρεις κάτι;». Την άκουσα ότι κόμπιασε και δίστασε να απαντήσει. «Μάλλον ξέρεις ε;».

«Χμμμμ… Μάλλον ξέφυγαν μερικά. Πόσα είναι;»

«Είκοσι» της είπα.

«Χμμμμ… Μάλλον ξέφυγαν όλα»

«Από πού ξέφυγαν;»

«Αυτό που λέμε είναι εμπιστευτικό και απόρρητο. Μένει μεταξύ μας. Και κάτσε σε μια μεριά γιατί δεν έχεις σήμα»

«Από σταθερό σε παίρνω»

«Σταμάτα να κουνιέσαι τότε»

«Βάλτην σε ανοιχτή ακρόαση να ακούμε και εμείς» φώναξε ο Jesse James».

«Δεν είσαι μόνος σου; Ποιος μίλησε;»

«Ο Jesse James. Σε βάζω στο μεγάφωνο»

«Α! Jesse μου τι κάνεις; Ισχύει για το Σάββατο το βράδυ;»

«Φυσικά και ισχύει» απάντησε ο Jesse και άρχισα να έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι δύο κάτι μου κρύβουν.

«Λοιπόν για να μην χάνουμε άλλο χρόνο. Χαμηλά στην Θησέως πίσω από την Πυροσβεστική υπάρχει ένας μεγάλος περιφραγμένος χώρος που λένε ότι θα γίνει Σούπερ Μάρκετ. Αυτό φυσικά είναι ψέμα, γιατι εκεί μέσα πολλά μέτρα κάτω από το έδαφός γίνονται πειράματα». Μιλούσε κοφτά και χωρίς παύσεις. Αυτό σήμαινε ότι έλεγε την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς ήξερα ότι μπορώ να την εμπιστευθώ.

«Τι είδους πειράματα;»

«Αυτό δεν σας ενδιαφέρει. Αυτό που σας ενδιαφέρει είναι ότι από ένα συγκεκριμένο πείραμα έχουν προκύψει είκοσι Βαμπίρ. 17 γυναίκες και τρείς άντρες»

17 γυναίκες… ίσως τελικά να τα καταφέρναμε. Πόσο δύσκολο θα ήταν να φέρουμε βόλτα 17 γυναίκες;

«Και επειδή ξέρω τι σκέφτηκες, απλά να σε προειδοποιήσω ότι αυτό το συγκεκριμένο είδος Βαμπίρ είναι πιο επικίνδυνο σε γυναίκα».

«Όχι, όχι. Δεν σκέφτηκα τίποτα. Λοιπόν..πως μπορούμε να τα εξουδετερώσουμε;».

«Χρειάζεστε σπαθί με λεπίδα από καθαρό ασήμι»

«Jesse έχουμε σπαθί με ασημένια λεπίδα;». «ΟΧΙ»

«Τότε χρειάζεστε μια βαλλίστρα με ξύλινα βέλη και ασημένια μύτη».

«Jesse έχουμε βαλλίστρα με ξύλινα βέλη;». «ΟΧΙ»

«Τότε θέλετε μια βαριοπούλα, για να χτυπήσετε το Βαμπίρ στο στήθος»

«Μην τολμήσεις να με ρωτήσεις αν έχουμε βαριοπούλα» είπε ο Jesse James που συνέχιζε να κόβει βόλτες πάνω στο ράφι του.

«Έχουμε τσιμπιδάκι» φώναξε ο νεαρός συνάδελφος. «Και τι θα το κάνουμε θα τους βγάλουμε τα φρύδια;» του απάντησα προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην του πετάξω το τηλέφωνο στο κεφάλι.

«Λοιπόν συγκεντρωθείτε…» φώναξε η Ειρήνη από την ανοιχτή ακρόαση. «Αφού δεν έχετε τίποτα που να μοιάζει έστω και αμυδρά σε όπλο πρέπει να φτιάξετε πασσάλους με μυτερές άκρες. Σπάστε τις καρέκλες».

Επιτέλους μια χαραμάδα φωτός. Είχα στο γραφείο δυο-τρείς ξύλινες καρέκλες σαν αυτές που είχαν παλιά στα καφενεία. Τις είχα πάρει από το Μοναστηράκι σε μια προσπάθεια που είχα κάνει να δώσω ένα vintage αέρα στο γραφείο.

«Ωραία. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τίποτε άλλο;»

«Χμμμμμ… Χρειάζεστε βενζίνη ή οποιοδήποτε άλλο εύφλεκτο υλικό»

«Ούτε βενζινή έχουμε» απάντησα. «Έχουμε τα μπουκάλια με το ουίσκι του» φώναξε ο Jesse James. «ΟΧΙ ΤΟ ΟΥΙΣΚΙ ΜΟΥ».

«Πάψε! Προτιμάς να μας πιούν το αίμα τα Βαμπίρ;».

«Όχι εντάξει. Έχω δυο μπουκάλια».

«Πέντε έχει. Εγώ τα αγόρασα από την κάβα χθες» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Ψέματα τα ήπια τα τρία σήμερα».

«Δηλαδή θες να μας πεις ότι έχεις πιει τρία μπουκάλια ουίσκι σήμερα και περπατάς ακόμα; Άστα ψόφια και βγάλε τα μπουκάλια» είπε ο Jesse James.

Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να αποχωριστώ τα αγαπημένα μου μπουκαλάκια. «Χρειαζόμαστε κάτι άλλο;»

«Σπίρτα. Πολλά σπίρτα»

«Ούτε σπίρτα έχουμε. Έχουμε όμως φλόγιστρο»

«Αναπτήρα εννοείς;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Φλόγιστρο εννοεί. Για πρώτη φορά σήμερα ξέρει τι λέει» είπε ο Jesse James.

«Νομίζω ότι είσαστε εντάξει. Το μόνο που έχω να σας πω είναι να προσέχετε γιατί ακόμα και αν γλυτώσετε από τα Βαμπιρ, που να σας πω την αλήθεια το βλέπω κομματάκι δύσκολο, θα σας κυνηγήσουν κι άλλοι. Η συνομωσία περιλαμβάνει και όργανα του νόμου»

«Τι εννοείς όργανα του νόμου;»

«Όταν θα έρθει η ώρα θα καταλάβετε. Τώρα πρέπει να σας αφήσω, έχω κλείσει τραπέζι στο Mamacas». Αυτές ήταν οι τελευταίες της κουβέντες πριν ακουστεί ο ήχος του ακουστικού που κλείνει…

Είχαμε λίγο χρόνο μπροστά μας. Έπρεπε να σπάσουμε τις καρέκλες και να φτιάξουμε παλούκια. Έπρεπε να φτιάξουμε αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ από το ουίσκι και έπρεπε να κάνουμε και ένα σχέδιο. Τα δύο πρώτα ήταν εύκολα, το τρίτο ίσως να μας δημιουργούσε ένα προβληματάκι.

«Έλα βοήθα με» είπα στον νεαρό συνάδελφο που περιέργως ήταν πολύ ήσυχος τα τελευταία λεπτά. Καμία απάντηση. Γύρισα προς το μέρος του και τον είδα να κάθεται σε μια γωνία με ακουστικά στα αυτιά. Κούνησα τα χέρια μου πάνω κάτω για να με προσέξει. Έβγαλε το ένα ακουστικό.

«Τι κάνεις εκεί ρε; Τι ακούς;»

«Βέρτη. Αφού δεν θα πάω σήμερα είπα να μου φύγει λίγο ο καημός»

«Τσακίσου και έλα εδώ να σπάσουμε τις καρέκλες»

Μισή ώρα μετά τα παλούκια ήταν έτοιμα όπως και οι μολότοφ. «Πως θα μάθουμε όμως τι γίνεται τώρα στο κτίριο;» είπε ο Jesse James.

«Α ναι! Έχω τους κωδικούς από τις κάμερες. Κάτσε να μπω στο σύστημα».

«Και πόση ώρα ακριβώς περίμενες για να μας το πεις»

«Έλα μωρέ. Κάλλιο αργά παρά ποτέ»

«Έχει δίκιο ο Θανάσης» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Σταμάτα να γλύφεις» του απάντησα.

Η εικόνα από τις κάμερες μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο νομίζαμε αρχικά. Η εικόνα από τον πρώτο όροφο, που ήταν η εφημερίδα ήταν αποκαρδιωτική. Το μόνο που έβλεπες, ήταν αίμα. Εκτός όμως από δυο πτώματα δεν υπήρχε ίχνος από τα βαμπιρ.

«Λες να έφυγαν» είπε ο νεαρός συνάδελφος την ώρα που η εικόνα πήγαινε στον δεύτερο όροφο… «Μπααααα» είπαμε και οι τρεις μαζί όταν τα αντικρίσαμε να κόβουν βόλτες σε όλες τις αίθουσες.

«Λοιπόν. Πάμε και ο θεός βοηθός. Jesse θα έρθεις;»

«Χαζός είσαι; Φυσικά και θα έρθω. Χρόνια είχα να ζήσω τέτοια ένταση. Πιάσε μου δυο παλούκια»

«Να έρχομαι από πίσω για να σας καλύπτω;» ρώτησε ο νεαρός συνάδελφος.

«Τώρα σωθήκαμε… Jesse πήδα στον ώμο μου και πάμε».

…«Εκεί ήμασταν λοιπόν. Η συντροφιά των τριών. Εγώ, ο Jesse James και ο νεαρός συνάδελφος, στη μεγαλύτερη μάχη της ζωής μας. Μπορεί να τα καταφέρναμε, αλλά το πιο πιθανό ήταν να μην ξαναδούμε το φως του ήλιου… Μια εκ των προτέρων άνιση μάχη…»

«Μπορείς να σταματήσεις την αφήγηση; Δεν έχουμε ανοίξει καν την πόρτα και δεν παίζουμε σε ταινία…» είπε ο Jesse James.

«Έχεις δίκιο. Πάμε τώρα να σκοτώσουμε μερικά Βαμπίρ»

«ΒΑΜΠΙΙΡ» είπε ο νεαρός συνάδελφος

«ΒΑΜΠΙΙΙΙΙΡ» είπε ο Jesse James

«Λοιπόν σοβαρά τώρα... αυτό με την ηχώ πρέπει να σταματήσει» είπα και άνοιξα την πόρτα…



Είχαμε κάνει μόνο δυο βήματα βγαίνοντας από το γραφείο στο υπόγειο και είχαμε σταματήσει.

«Γιατί δεν προχωράμε;» ρώτησε ο νεαρός συνάδελφος.

«Έχουμε κόκκινο φανάρι. Τι γιατί δεν προχωράμε ρε; Σκέφτομαι προς τα πού θα πρέπει να πάμε» του απάντησα. Η αλήθεια ήταν ότι απλά είχα κοκαλώσει. Η ατμόσφαιρά ήταν βαριά και μπορούσες να μυρίσεις στον αέρα την αιματοχυσία που είχε προηγηθεί.

«Αφού μόνο προς τα πάνω πάει. Η άλλη επιλογή είναι να γυρίσουμε πίσω».

«Δεν γυρίζουμε πίσω. Τι στο διάολο άντρες είμαστε;» είπε ο Jesse James που είχε βολευτεί στον ώμο μου κρατώντας δυο παλούκια, από ένα στο κάθε χέρι.

«Αν είναι να απαρνηθούμε την αντρική μας ταυτότητα λόγω των περιστάσεων… δεν έχω κανένα πρόβλημα» είπε ο νεαρός συνάδελφος που έτρεμε από πίσω μας σαν το ψάρι.

«Εμείς οι δυο θα πρέπει να κάνουμε μια κουβέντα αν βγούμε ζωντανοί από εδώ, γιατί δεν μας τα λες καλά τελευταία. Σε λίγο θα μας έρθεις και με μπλουζάκι Madonna»

«Γιατί τι έχει η Madonna;»

«Ακριβώς γι’ αυτό θα πρέπει να κάνουμε την κουβέντα». Στο μεταξύ συνειδητοποιήσαμε ότι το ρεύμα είχε κοπεί. Ευτυχώς στο γραφείο χρησιμοποιούσα εφεδρική γεννήτρια και γι αυτό υπήρχε ακόμη φως.

«Πήγαινε γρήγορα μέσα και φέρε ένα φακό. Είναι στο ράφι που κάθομαι» είπε ο Jesse James στον νεαρό συνάδελφο.

«Μα… φοβάμαι να πάω μόνος μου»

«Έχεις χαζέψει εντελώς; Δυο βήματα πίσω είναι. Τσακίσου». Με είχε φέρει στα όρια μου αλλά έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ο Jesse James ως συνήθως ήταν πιο ήρεμος. «Θα είσαι πίσω πριν το καταλάβεις. Έλα μην το σκέφτεσαι δεν είναι τίποτα»

«Δεν σκέφτομαι ούτως η άλλως» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος.

«Γιατί;»

«Γιατί αν σκέφτομαι προβληματίζομαι. Και δεν μου αρέσει να προβληματίζομαι. Πάω και έρχομαι σε μισό λεπτό. Μην κουνηθείτε»

Είχα την αίσθηση ότι καθυστερούσαμε και χάναμε πολύτιμο χρόνο. Πολύτιμο χρόνο που τον εκμεταλλεύονταν τα Βαμπίρ. Τα Βαμπίρ που δεν θα έφευγαν από το κτίριο αν δεν έπιναν και την τελευταία σταγόνα αίμα. Την τελευταία σταγόνα αίμα που θα την αναζητούσαν σε εμάς τους τρείς. Εμάς τους τρείς που ξεκινούσαμε για τη μεγάλη μάχη. Τη μεγάλη μάχη…

Πάλι είχα την αίσθηση ότι καθυστερούσαμε, αλλά τουλάχιστον με αυτές τις σκέψεις γέμισα το χρόνο μέχρι να επιστρέψει ο νεαρός συνάδελφος με το φακό στο χέρι.

«Τον έφερα»

«Λοιπόν κράτα τον σταθερά και φώτιζε μου τις σκάλες»

«Μάλιστα» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Είπαμε κράτα τον σταθερά. Μην κουνιέσαι»

«Δεν κουνιέμαι»

«Και γιατί το φως πάει λες και είμαστε κάτω από ντισκομπάλα;»

«Πάψτε και οι δυο» είπε ο Jesse James. «Ας προχωρήσουμε επιτέλους. Έχω βαρεθεί εδώ πάνω». Αρχίσαμε να προχωράμε και να ανεβαίνουμε ένα ένα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο ισόγειο. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, εκτός βέβαια από τον ήχο που έβγαζε ένα κολιέ με μικρά ξυλάκια που φορούσε στο λαιμό του ο νεαρός συνάδελφος.

«Θα βγάλεις αυτή την αηδία από το λαιμό σου; Προδίδεις τη θέση μας» του είπα. «Καλά χαλάρωσε κι εσύ δεν μας στοχεύουν οι Βιετκόνγκ» είπε ο Jesse James που κουνούσε πέρα δώθε τα παλούκια που του είχα δώσει.

«Πρόσεξε εσύ μη μου βγάλεις κανά μάτι με τα παλούκια» του είπα.

Φτάσαμε στο ισόγειο που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένας μικρός διάδρομος με την είσοδο του κτιρίου και την πόρτα του ασανσέρ δεξιά όπως μπαίνεις. Ακριβώς μετά την πόρτα του ασανσέρ ξεκίναγαν οι σκάλες που οδηγούσαν στο υπόλοιπο κτίριο.

«Λέω να περιμένουμε το ασανσέρ, είμαι κουρασμένος για να ανεβαίνω σκαλιά» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Πόσες πιθανότητες έχουμε να έρθει το ασανσέρ τώρα που δεν έχει ρεύμα ρε κουτορνίθι. Κράτα το φακό ίσια σου είπα»

«Ίσια τον κρατάω»

«Ίσια μπροστά μου, όχι ίσια στο ταβάνι». Μπαίναμε πλέον στην τελική ευθεία. Ανεβήκαμε σιγά σιγά τα σκαλιά που οδηγούσαν στον ημιώροφο και από εκεί στον πρώτο όροφο, στην εφημερίδα. «Μου θυμίζει κάποιος, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Jesse James.

«Νόμιζα ότι εσύ ξέρεις» του απάντησα. «Όχι. Είπαμε να κάνουμε ένα σχέδιο αλλά δεν το κάναμε ποτέ. Τώρα είμαστε απλά τρεις τύποι που ανεβαίνουν σκαλιά με παλούκια και μόλοτοφ στο χέρι»

«Χμμμμ… Έχεις ένα δίκιο»

«Σου είπα κόψε αυτό το Χμμμμμ… Με εκνευρίζει. Και όταν εκνευρίζομαι δεν σκέφτομαι καθαρά. Λοιπόν τι κάνουμε;».

«Φαντάζομαι ότι όταν τα πετύχουμε, θα αρχίσουμε να τους πετάμε τις μολότοφ και μόλις πάρουν φωτιά θα κατέβεις εσύ να τα παλουκώσεις».

«Εγώ; Και γιατί δεν τα παλουκώνεις εσύ;»

«Εγώ θα προσέχω μήπως ξεφύγει κανένα»

«Ναι αμέ, γιατί δεν πας καλύτερα να πιείς ένα τσάι και να μας περιμένεις να τελειώσουμε;» είπε ο Jesse James.

«Εγώ λέω να συζητήσουμε μαζί τους. Μπορεί να τους έχει απομείνει κάποια λογική» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Ναι να τους προσφέρουμε και κουλουράκια. Ρε συγκεντρωθείτε γιατί δεν μας βλέπω καλά. Εγώ ψηφίζω παλούκωμα. Ποιός είναι μαζί μου;» είπε ο Jesse James και σήκωσε το χέρι του.

«Κι εγώ μέσα είμαι»

«Κι εγώ παλούκωμα θέλω..» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Άμα σου φέρω το παλούκι στο κεφάλι θα σου πω εγώ που θες παλούκωμα».

Ήταν από τις λίγες φορές που καταλήξαμε σε συμφωνία. Φτάσαμε στον πρώτο όροφο και είδαμε την λευκή πόρτα σπασμένη. Κρεμόταν μόνο από τον κάτω μεντεσέ, ενώ αναποδογυρισμένο ήταν ένα μεγάλο σταχτοδοχείο που βρισκόταν στην είσοδο.

«Ακούω βήματα στον πάνω όροφο» ψιθύρισε ο Jesse James…

«Είναι ακόμα εδώ λοιπόν… Είμαστε έτοιμοι;»

«Μόνο μη ζητήσεις να κάνουμε ΖΝΤΟ» είπε ο Jesse James.

«Λίγη ομοψυχία που και που δεν βλάπτει» απάντησε ο νεαρός συνάδελφος.

«Σταμάτα να γλύφεις» του είπα και τσέκαρα τις τσέπες μου για να δω αν ήταν καλά στερεωμένα τα παλούκια. «Βγάλε από την τσάντα τις μολότοφ ξεκινάμε».

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα από εκεί και πέρα. Φτάσαμε με γρήγορο βήμα στον δεύτερο όροφο και πιάσαμε από μια μεριά. «Κρατιέσαι καλά;» είπα στον Jesse James.

«Μην ανησυχείς για μένα. Με το που θα μπούμε θα πηδήξω κάτω και θα κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα»

«Θα πιείς μπύρες μέχρι να λιποθυμήσεις δηλαδή;»

«Είναι πολλά πράγματα που δεν ξέρεις για μένα και θα είναι καλύτερα να μην χρειαστεί να τα μάθεις κιόλας».

«Με το τρία ξεκινάμε. Ένα… Δυο…»

«Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Πως θα ανάψω τις μολότοφ;» ρώτησε ο νεαρός συνάδελφός.

«Τσάκω το φλόγιστρο, αλλά θα μου το επιστρέψεις» είπε ο Jesse James και του πέταξε έναν Zippo που είχε σκαλισμένη τη φάτσα ενός ινδιάνου.

«Λοιπόν» ξαναείπα… «Με το τρία ξεκινάμε. Και φωνάξτε όσο πιο δυνατά μπορείτε για να τα αποπροσανατολίσουμε. Ένα, δύο, τρία»

Τώρα που το ξανασκέφτομαι η είσοδος μας ήταν πραγματικά εντυπωσιακή με τον νεαρό συνάδελφο να πετάει με άψογο συγχρονισμό τις μολότοφ, τον Jesse James να τρέχει σαν μανιασμένος κραδαίνοντας τα παλούκια του και εμένα να φωνάζω σαν μανιακός. Το πρόβλημα ήταν ότι στα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησε η αρχική μας επίθεση κανένα Βαμπίρ δεν ήταν στην κεντρική αίθουσα. Το καταλάβαμε όταν ηρεμήσαμε λίγο από την ένταση της μάχης ….που δεν είχαμε δώσει.

Γύρισα προς τον νεαρό συνάδελφο που προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά που είχε αρπάξει το παντελόνι του. Ο πυκνός καπνός είχε κάνει το έργο μας ακόμα πιο δύσκολο, με το ζόρι αναπνέαμε.

Μια διαπεραστική μπάσα φωνή έσκισε τον αέρα και μας έκανε να ανατριχιάσουμε. «Καλώς ήλθατε» είπε η φιγούρα που στεκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ήταν άντρας και ήταν πανύψηλος… «Σας περιμέναμε εδώ και ώρα. Ποιος θα μιλήσει μαζί μου;»

«Πες μας πρώτα εσύ ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις στο κτίριο μας. Είναι δικό μας» είπα προσπαθώντας να κρύψω την τρομάρα μου. Και μόνο μια ματιά του αρκούσε για να σου παγώσει το αίμα.

«Μιλάω εκ μέρους της Βασίλισσας Σιμόνα. Και σας ζητάω να έρθετε μαζί μας»

«Που θα πάτε;» είπε ο νεαρός συνάδελφος.

«Πάψε, μην ανοίγεις το στόμα σου. Άσε να μιλήσω εγώ». Ο Jesse James ήταν άφαντος.

«Πες στη Βασίλισσα σου ότι δεν ερχόμαστε πουθενά και απαιτούμε να φύγετε αμέσως»

«Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει. Διαλέξατε τον δύσκολο δρόμο. Τον δρόμο του θανάτου σας και από εδώ και πέρα…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του αφού o Jesse James που ήταν κρυμμένος από πίσω του πήδηξε πάνω του και του κάρφωσε το ένα παλούκι στην καρδία. Οι κραυγές του πρέπει να ακούστηκαν πολλά χιλιόμετρα μακριά ενώ ο Jesse James εξακολουθούσε να τον καρφώνει. Η πόρτα που βρισκόταν από πίσω τους άνοιξε και τα Βαμπιρ ξεχύθηκαν στην αίθουσα. Ο Jesse James σηκώθηκε και με το άλλο χέρι κάρφωσε το πρώτο βαμπίρ που βγήκε.

«Σου έχουν μείνει μολότοφ;» είπα στον νεαρό συνάδελφο. «Δυο». «Πέτα τη μία τώρα και την άλλη όταν σου πω».

«Jesseeeeee. ΣΚΥΨΕ!!!»

Ο νεαρός συνάδελφος πέταξε τη μόλοτοφ προς τα Βαμπίρ που ερχόντουσαν κατά πάνω μας ενώ ο Jesse James που ήταν πιο μικρός και ευέλικτος τους ξέφυγε με σχετική ευκολία. Τουλάχιστον πέντε από αυτά πήραν φωτιά και έγιναν στάχτη μέσα σε δευτερόλεπτα.

Αν οι υπολογισμοί μας ήταν καλοί πρέπει να είχαν μείνει τουλάχιστον δέκα ακόμα. Μερικά από αυτά Βγήκαν από την πόρτα και είδαν τους όμοιους τους να μετατρέπονται σε στάχτη. Η λύσσα τους μετατράπηκε οργή.

«ΤΩΡΑ! ΠΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΤΩΡΑ». Ο νεαρός συνάδελφος πέταξε και την δεύτερη μόλοτοφ. Δύο Βαμπίρ κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το μέρος μας. Ο νεαρός συνάδελφος άρχισε να τρέχει πανικόβλητός φωνάζοντας βοήθεια. Κατάφερα να παλουκώσω το ένα Βαμπίρ ενώ το άλλο είχε πάρει στο κυνήγι τον νεαρό που έκανε κύκλους τρέχοντας στην αίθουσα. Από ένα σωλήνα του air condition που βρισκόταν στο ταβάνι ο Jesse James πήδηξε πάνω στο βαμπιρ που κυνηγούσε τον νεαρό συνάδελφο και το παλούκωσε.

Φαινόταν πια ότι βρισκόμασταν πολύ κοντά στη νίκη όταν στην πόρτα εμφανίστηκε η Βασίλισσα με τα τρία Βαμπίρ που είχαν απομείνει ζωντανά. «Σιμόνα». Έτσι μας την είχε ονομάσει ο πρώτος που συναντήσαμε.

«Είστε γενναίοι πρέπει να το ομολογήσω» είπε με μια σαγηνευτική και αισθησιακή φωνή. Και από παρουσιαστικό όμως δεν πήγαινε πίσω. Αν δεν ήταν Βαμπίρ θα δεχόμουν ευχαρίστως να κάτσω κάτω από τα τακούνια στις δερμάτινες μπότες της.

«Σιμόνα, ώρα να την κάνεις. Και τι όνομα είναι αυτό; Ξέρω μια στριπτιτζού που την λένε έτσι» είπε ο Jesse James.

Με μια κίνηση του χεριού της η Σιμόνα πέταξε τα παλούκια από τα χέρια μας. Ο νεαρός συνάδελφος είχε χωθεί σε μια γωνία και κλαψούριζε. «Αν αυτό θέλετε να είναι το τέλος σας …δεν μπορώ να σας χαλάσω χατίρι» είπε η Σιμόνα με την αισθησιακή φωνή της.

«Μου φαίνετε γλυκιά μου ότι χρειάζεσαι και εσύ ένα παλούκωμα..αν καταλαβαίνεις τι εννοώ..» είπε ο Jesse James.

«Σιωπή. Ασεβή. Πως τολμάς να μιλάς έτσι στη Βασίλισσα Σιμόνα» είπε μια από τους φρουρούς της που δεν πήγαινε πίσω σε εμφάνιση.

«Αν θες μωρό μου μπορείς να συμμετάσχεις και εσύ στο παλούκωμα» είπε ο Jesse James.

«Σταμάτα μωρέ. Τι σε έχει πιάσει μην τα αγριέυεις» του είπα.

Λίγα πράγματα είναι ξεκάθαρα στο μυαλό μου από αυτά που ακολούθησαν αφού η θλίψη της απώλειας έχει αφαιρέσει πολλές εικόνες από το μυαλό μου.

Τα τρία βαμπίρ όρμησαν καταπάνω μας, ενώ η Σιμόνα ερχόταν με αργό βήμα από πίσω τους. Θυμάμαι τον Jesse James να τρέχει σαν παλαβός. Θυμάμαι τα δυο Βαμπίρ να πέφτουν πάνω μου φανερώνοντας τα σουβλερά τους δόντια…. Και μετά θυμάμαι μια λάμψη… Ο νεαρός συνάδελφος είχε βγάλει μέσα από το πουκάμισο του έναν τεράστιο σταυρό. Στην όψη του τα Βαμπίρ τρελάθηκαν.. το ένα μετά το άλλο άρχισαν να μετατρέπονται σε στάχτη…

«Ούτε ράπερ στην δυτική ακτή δεν έχει τόσο μεγάλο σταυρό» σκέφτηκα και παρατήρησα ότι η Σιμόνα έμενε ανεπηρέαστη από το σταυρό.

«Από εμένα δεν γλυτώνετε» είπε και κινήθηκε προς το μέρος μας. Έπιασε έμενα και τον νεαρό συνάδελφο από το λαιμό και μας σήκωσε ψηλά. Το σημάδι της στο λαιμό μου μένει ακόμα και σήμερα για να αποδείξει την εξωπραγματική της δύναμη. Ήμουν σίγουρος ότι κάπου εκεί είχε φτάσει το τέλος όταν…

«Κάτι ξέχασες γλύκα» φώναξε ο Jesse James που εμφανίστηκε από πίσω της. «Ποτέ μην υποτιμάς έναν λούτρινο σκύλο» είπε και φανέρωσε ένα από τα ξύλινα παλούκια. Η Σιμόνα δεν πρόλαβε να αντιδράσει αφού όταν μας πέταξε κάτω… ο Jesse James την κάρφωσε στο στήθος με μανία. Έπεσε κάτω αδύναμη. Ξεψυχούσε.

«Την παλούκωσα την καριόλα» είπε ο Jesse James που είχε γυρίσει προς το μέρος μας και χοροπηδούσε… Η Σιμόνα φαινόταν τώρα σαν φάντασμα που χάνεται …αλλά κάτι προσπαθούσε να πει. Ο Jesse James συνέχιζε να χοροπηδάει μπροστά μας με το πιο χαρούμενο βλέμμα του κόσμου ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

«Αφού χάνομαι εγώ…. θα χαθείς κι εσύ» ψιθύρισε η Σιμόνα…

«Jesseeeeeeeee» φώναξα την ώρα που άπλωνε το χέρι της και τον άρπαζε… Χάθηκαν και οι δυο μαζί σαν να μην υπήρξαν ποτέ…

«Jesseee» φώναζα ξανά και ξανά μέχρι που η φωνή μου έκλεισε… Ο νεαρός συνάδελφος έκλαιγε με λυγμούς σε μια γωνία…

Μια ώρα μετά

«Σε μισή ώρα θα είναι εκεί οι δικοί μου για να καθαρίσουν. Κανένας δεν θα καταλάβει τίποτα το πρωί» είπε η Ειρήνη από το τηλέφωνο. Την ειδοποίησα αμέσως μόλις συνήλθα. Δεν της είπα τι συνέβη στον Jesse James, δεν είχα το κουράγιο.

«Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς…» είπα στον νεαρό συνάδελφο. «Ή μάλλον γιατί δεν πας στον Βέρτη, 4 είναι ακόμα προλαβαίνεις»

«Δεν νομίζω να ξαναπάω στα μπουζούκια για αρκετό καιρό» μου απάντησε.

«Να που βγήκε και κάτι καλό από όλη αυτή την ιστορία» του είπα και ξεκίνησα για να κατέβω στο γραφείο μου στο υπόγειο.

«Θα είσαι καλά εσύ;» με ρώτησε.

«Όλα κάποτε τελειώνουν. Το έχω μάθει με τον πιο σκληρό τρόπο πλέον» του απάντησα και κατέβηκα τις σκάλες.

Μπήκα στο γραφείο μου στο υπόγειο. Τίποτα δεν έμοιαζε το ίδιο. Έβαλα σε ένα ποτήρι ουίσκι με λίγο πάγο και κόκα κόλα και έκατσα στην πολυθρόνα μου.

«Θα μου λείψεις παλιόφιλε…» είπα και κοίταξα στο ράφι που καθόταν συνήθως ο Jesse James. Τώρα ήταν άδειο. Ήπια μια γουλιά από το ουίσκι μου…



ΤΕΛΟΣ

Θανάσης Ράλλης

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube