Η άφιξη του Μαραντόνα στη Νάπολι έγινε με τιμές Μεσσία τέτοιες μέρες το 1984. Το ελικόπτερο που τον έφερε και τον κατέβασε στη σέντρα έκανε δεκάδες χιλιάδες κόσμου στο «Σαν Πάολο» να παραληρούν. Μία ολόκληρη πόλη, που πολλές φορές στο παρελθόν είχε φτάσει μια ανάσα από τον τίτλο, εναπόθετε στον Αργεντινό τις ελπίδες για το πρώτο σκουντέτο της ιστορίας της.
Η μετακίνησή του αποτελούσε το ζήτημα εκείνου του καλοκαιριού, ήταν νέο ρεκόρ στο παζάρι, ξεπερνώντας τα λεφτά που είχε κοστίσει η μεταγραφή του δύο χρόνια πριν από την Μπόκα Τζούνιορς στην Μπαρτσελόνα. Η παρουσία του Ντιέγκο στην Καταλωνία δεν ήταν αυτή που ανέμενε με κομμένη την ανάσα ο πλανήτης όταν έκανε το άλμα από την Αργεντινή στην Ευρώπη. Είχε ακολουθήσει και η μέτρια παρουσία του στο Μουντιάλ της Ισπανίας, ήρθε και η αποβολή του στο ματς με τη Βραζιλία και όλα στράβωσαν. Στα δύο χρόνια που έμεινε στο «Καμπ Νόου» δεν κέρδισε ποτέ τις καρδιές του κόσμου, όπως ο Κρόιφ ή, πολύ παλαιότερα, ο Κουμπάλα. Οπότε, όταν ήρθε η πρόταση από τη Νάπολι, οι «μπλαουγκράνα» δεν το πολυσκέφτηκαν.
Στην Ιταλία ο Μαραντόνα βρήκε τον παράδεισό του, εκεί που οι οπαδοί της Νάπολι έβαζαν την ομάδα πάνω από τον ίδιο τους τον εαυτό. Τα όνειρά τους είχαν γίνει προσευχές, που εισακούστηκαν τελικά το 1986-87, χρονιά που έμελλε ο «προφήτης» να οδηγήσει την ομάδα που τον λάτρεψε στη γη της επαγγελίας. Το φανατικότερο ιταλικό κοινό έφτανε στον έβδομο ουρανό και μία πόλη που ζει και αναπνέει για το κάλτσιο έβλεπε την ομάδα του πρωταθλήτρια για πρώτη φορά.
Φυσικά όλα ακολούθησαν το κορυφαίο καλοκαίρι στη ζωή του Μαραντόνα. Στο μεξικανικό Μουντιάλ λίγες εβδομάδες νωρίτερα η Αργεντινή είχε βρει απέναντί της την Αγγλία. Ηταν στην Πόλη του Μεξικού, στο μεγαλοπρεπές Στάδιο των Αζτέκων, η πρώτη αναμέτρηση των δύο άσπονδων εχθρών, μετά την πολεμική σύρραξη για τα νησιά Φόκλαντς το 1982. Ενας πόλεμος για ένα μικρό σύμπλεγμα νησιών στον Ατλαντικό κοντά στην Αργεντινή και που στον ένα μήνα των συγκρούσεων έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 1.000 άνθρωποι, κυρίως Αργεντινοί. Μία πολεμική σύγκρουση που ο μεγάλος συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες σκιαγράφησε πολύ εύστοχα σαν «κόντρα δύο φαλακρών για μία χτένα».
Ηταν 22 Ιουνίου 1986 και ο Μαραντόνα πρώτα μπόρεσε με το χέρι να νικήσει την έξοδο του Πίτερ Σίλτον και να δώσει το πιο αμφισβητούμενο γκολ, έπειτα από εκείνο του Τζεφ Χαρστ με τους Γερμανούς το 1966, στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία. Μετά, σαν να ήθελε η μοίρα να μην αφήσει τα πράγματα ημιτελή, τα πόδια του «μικρού θεού» φρόντισαν να μεταβάλουν μία ποδοσφαιρική φάση σε πίνακα τέχνης. Σ' ένα αριστούργημα.
Σε μία ραψωδία που ακόμα και οι μεγαλύτεροι συνθέτες στο άκουσμά της θα έσκυβαν ευλαβικά το κεφάλι. Ο Μαραντόνα πήρε την μπάλα κάτω από τη σέντρα και έκανε μία περιστροφή. Απέφυγε τον πρώτο παίκτη και ξεφορτώθηκε και τον δεύτερο απλά και χωρίς κόπο. Ο τρίτος πια ήταν θέμα χρόνου να υποταχτεί και η κούρσα συνεχίστηκε. Ακόμα ένας, άλλος ένας και με την τελική προσποίηση μόνο ο τερματοφύλακας απέμενε να φυλάει την… τιμή της βασίλισσας. Μία κίνηση, ένα σπάσιμο της μέσης, η ντρίμπλα και το πλασέ ολοκλήρωσαν το ωραιότερο γκολ που μπορεί η μνήμη να ανακαλέσει. Η Αργεντινή έπαιρνε την άτυπη εκδίκησή της για τα Φόκλαντς και με τον ασταμάτητο Μαραντόνα έφτανε τελικά στην κατάκτηση του τροπαίου.
Η επιστροφή του στη Νάπολι έμοιαζε εξωπραγματική. Ο κόσμος ονειρευόταν πια με τα μάτια ανοιχτά και το έλεγε δυνατά. «Νάπολι για πρωτάθλημα, Νάπολι για πρωτάθλημα», ήταν το σύνθημα σε όλα τα φιλικά του καλοκαιριού.
Η Νάπολι άρχισε το Καμπιονάτο με νίκη στην Μπρέσια χάρη σε γκολ του Μαραντόνα και από την έβδομη αγωνιστική, που πέρασε στην κορυφή, όταν ακόμα ένα γκολ του Ντιέγκο εκπόρθησε το «Ολίμπικο» (1-0 με τη Ρόμα), δεν έπεσε από εκεί. Μάλιστα, τον Μάρτιο οι «παρτενοπέι» είχαν ανοίξει διαφορά επτά πόντων από τις ομάδες που ακολουθούσαν. Στις 10 Μαΐου 1987 η Νάπολι πανηγύριζε την ιστορική επιτυχία της με την ισοπαλία 1-1 κόντρα στη Φιορεντίνα (που είχε για σκόρερ τον νεαρό Ρομπέρτο Μπάτζιο), συνδυαζόμενη με την ήττα με 1-0 της Ιντερ στο Ασκολι.
Ο Μαραντόνα οδήγησε και τρία χρόνια μετά ξανά τη Νάπολι σ' έναν τίτλο, αλλά πλέον πλαισιωνόταν από σπουδαίους άσους, όπως οι Βραζιλιάνοι Καρέκα και Αλεμάο, και τον πιτσιρικά Τζόλα. Το 1987 ήταν πολύ μόνος. Είχε βοήθειες από τον Φεράρα, τον Μπάνι και τον Τζιορντάνο, αλλά η αλήθεια είναι πως χωρίς τον χαρισματικό Ντιέγκο η Νάπολι θα ήταν μία ομάδα απλώς καλή. Αλλωστε, κι άλλες φορές στο παρελθόν είχε πλησιάσει στο θαύμα η ομάδα του Βεζούβιου, αλλά κάτι πάντα τη σταματούσε. Σπουδαίους άσους είχε κατά καιρούς πολλούς. Από τον Ομάρ Σίβορι και τον Ζοσέ Αλταφίνι μέχρι τον Κλέριτσι, τον Σαβόλντι, τον Γιουλιάνο και τον Ρούντι Κρολ, που, παρ' ότι αγωνιζόταν ως λίμπερο και όχι ακραίος, ήταν χαρισματικός. Ομως πάντα κάτι στράβωνε.
Ο Μαραντόνα λατρεύτηκε σαν θεός και το 1990 στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου με την Ιταλία κατάφερε να διχάσει τους τιφόζι. «Η υπόλοιπη Ιταλία σάς θεωρεί παρακατιανούς όλο τον χρόνο και τώρα που σας χρειάζεται σας θέλει δίπλα της. Εγώ σας αγαπώ πάντα και ξέρω πως εσείς θα το δείξετε υποστηρίζοντας την Αργεντινή!», ήταν το απίστευτο μήνυμά του. Πολλοί το έκαναν πράξη και η Ιταλία έπαιξε σ' ένα εχθρικό γήπεδο στο δικό της Μουντιάλ!
Εκείνη τη νύχτα του Ιουλίου του 1990 ο Μαραντόνα εισέπραξε πίσω ό,τι έδωσε στην ομάδα και την πόλη. Ο κόσμος δεν ξέχασε πως αυτός έφερε τη νέα έκρηξη του Βεζούβιου και έβγαλε τη Νάπολι από την ποδοσφαιρική αφάνεια. Ταυτόχρονα τους έδωσε με το μαγικό του άγγιγμα κάτι για να είναι υπερήφανοι για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν! Ηταν η ενσάρκωση όλων των πόθων και των προσδοκιών από τους Ναπολιτάνους, η καλύτερη αποζημίωση ενός λαού για την πιο τρελή υποδοχή που είχε γίνει ποτέ σε ποδοσφαιριστή στις τελευταίες καυτές μέρες του Ιουλίου του 1984.
Η άφιξη ενός Μεσσία που έκανε μία πόλη να ζει και όχι απλώς να ονειρεύεται...