Για τρίτη σερί χρονιά στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ υπάρχει αγγλικός «εμφύλιος» και τρεις ομάδες στις τέσσερις προέρχονται από την Πρέμιερ Λιγκ. Για πέμπτη σερί σεζόν θα υπάρχει αγγλική ομάδα στον τελικό και αυτό από μόνο του δείχνει κάτι. Φανταστείτε πως πριν από τη νίκη της Λίβερπουλ στον τελικό της Πόλης το 2005, σε 13 χρονιές που είχαν ακολουθήσει την επιστροφή των αγγλικών ομάδων στα Ευρωπαϊκά Κύπελλα, ύστερα από την τιμωρία του «Χέιζελ», μονάχα σε μία κατάφεραν να έχουν εκπρόσωπο: το 1999, τη νύχτα που η Γιουνάιτεντ ξεπέρασε τη λογική και ανέτρεψε το ματς με την Μπάγερν.
Αυτοί οι κύκλοι δεν είναι πρωτόγνωροι σε μία διοργάνωση που από την αρχή του εμφάνισε ομάδες και χώρες έτοιμες να πάρουν τα σκήπτρα. Οι Ισπανοί από το 1956 έως το 1962 είχαν πάντα ομάδα στον τελικό, με τη Ρεάλ να κατακτά πέντε κύπελλα. Οι Ολλανδοί ακολούθησαν με τους πέντε τελικούς από το 1969 έως και το 1973, στους οποίους τρεις φορές ο Αγιαξ και μία η Φέγενορντ πήγαν στις Κάτω Χώρες το τρόπαιο.
Οι Γερμανοί με την Μπάγερν και την Γκλάντμπαχ έπαιξαν σε τέσσερις τελικούς σερί από το 1974 έως και το 1977, αλλά εκείνοι που έκαναν τον επόμενο κύκλο ήταν οι Αγγλοι, με παρουσία σε εννιά τελικούς από τους έντεκα ανάμεσα σε '75 και '85, και μάλιστα με τέσσερις διαφορετικές ομάδες (Λίβερπουλ, Νότιγχαμ, Αστον Βίλα και Λιντς).
Οι Ιταλοί ακολούθησαν στη δική τους χρυσή εποχή με παρουσία επτά εκπροσώπων στους τελικούς από το 1989 έως και το 1998 με μόνη εξαίρεση το 1991, για να ακολουθήσει μία δεκαετία που είχαμε την πρώτη ομάδα η οποία αγωνίστηκε σερί σε τελικούς αλλά έχασε (Βαλένθια), τον πρώτο «εμφύλιο» ισπανικό τελικό (Ρεάλ - Βαλένθια), τον πρώτο ιταλικό (Μίλαν - Γιουβέντους) και τον πρώτο αγγλικό (Τσέλσι - Μάν. Γιουνάιτεντ), αλλά κυρίως την επιστροφή των αγγλικών ομάδων στο προσκήνιο. Και μόνο που υπάρχει πιθανότητα επανάληψης του περσινού ζευγαριού ή γενικότερα αγγλικής μάχης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως δεν ήταν τυχαίο αυτό που συνέβη την τελευταία διετία.
Η μόνη ελπίδα των υπολοίπων ακούει στο όνομα «Μπαρτσελόνα», αλλά αν αναλύσει κανείς τα αίτια των κατά καιρούς δυναστειών, καταλήγει σε ένα απλό συμπέρασμα: χρήματα. Οποιος έχει τα περισσότερα έχει και τους καλύτερους παίκτες, οπότε έχει και την υπεροχή. Αυτό συνέβαινε έντονα στην εποχή του Μπερναμπέου και της «αυτοκρατορίας» της Ρεάλ, αυτό συνέβαινε την εποχή που οι αγγλικές ομάδες είχαν τη δυνατότητα να έχουν απεριόριστο αριθμό Βρετανών στις ομάδες τους χωρίς να μετρούν για ξένοι οι Σκωτσέζοι και οι Ιρλανδοί, ενώ βέβαια η δεκαετία της ιταλικής ακμής ήταν απόρροια των κορυφαίων ξένων ποδοσφαιριστών που είχαν οι ομάδες της Σέριε A εκείνα τα χρόνια.
Ετσι και τώρα η Πρέμιερ Λιγκ με τα πανάκριβα τηλεοπτικά συμβόλαια και τα καταπληκτικά γήπεδα καταφέρνει να έχει τη μερίδα του λέοντος στην επιτυχία. Ενας άλλος καταλυτικός παράγοντας είναι η υπομονή που δείχνουν οι αγγλικές ομάδες στηρίζοντας τους τεχνικούς. Ο Φέργκιουσον και ο Βενγκέρ, που αναμετρούνται σήμερα, έχουν… ριζώσει στους πάγκους. Και επίσης μην ξεχνάμε τη διαφορετική νοοτροπία που διακατέχει τους παίκτες που αγωνίζονται στις αγγλικές ομάδες και που κυρίως μεταλαμπαδεύεται από την εξέδρα. «Ποιος μπορεί να φανταστεί τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς να κυνηγά τους αντίπαλους αμυντικούς με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο Γουέιν Ρούνεϊ;», ανέλυε σε μία εκπομπή τού ιταλικού SKYSPORTS ο Τζιανλούκα Βιάλι και ποιος διαφωνεί μαζί του;
Απόψε πάντως ξαναζεί μία παραδοσιακή κόντρα που τα τελευταία χρόνια είχε σβήσει. Και οι δύο ομάδες πρώτα απ' όλα είναι εικόνες της ποδοσφαιρικής σκέψης των δημιουργών τους. «Αντιλήφθηκα πως ο σερ Αλεξ δεν υπολόγιζε την Αρσεναλ πλέον ως άμεσο αντίπαλο όταν άρχισε να λέει καλά λόγια για μένα», είπε ο Βενγκέρ και ακούγεται φυσιολογικό. Η Αρσεναλ μπήκε σφήνα στην κυριαρχία της Γιουνάιτεντ στα τέλη της δεκαετίας του '90, πήρε νταμπλ το 1998 και το 2002 όπως και το πρωτάθλημα αήττητη το 2004, αλλά από τότε έμεινε πολύ πίσω από την ομάδα του Φέργκιουσον.
Είναι αστείο να υπάρχουν άνθρωποι που αμφισβητούν τον Βενγκέρ, ο οποίος μετέτρεψε μία από τις πιο βαρετές ομάδες στον πλανήτη σε αληθινό χάρμα οφθαλμών κερδίζοντας και τίτλους. Φυσικά του λείπει το τρόπαιο που μετατρέπει έναν προπονητή σε σούπερ σταρ, αυτό του Τσάμπιονς Λιγκ και το πλησίασε εκείνη τη βροχερή νύχτα του Μάη του 2006 στο Παρίσι. Ενα τέταρτο ακόμη αν άντεχε η Αρσεναλ με παίκτη λιγότερο απέναντι στην Μπαρτσελόνα, ο Βενγκέρ θα είχε πάρει τη θέση του στην ποδοσφαιρική αθανασία, αλλά και αυτό που έχει πετύχει δεν είναι λίγο.
Απέναντί του θα βρει τον άνθρωπο που μετέτρεψε έναν παρακμάζοντα σύλλογο χωρίς πρωτάθλημα για 26 χρόνια στον σύγχρονο δυνάστη του αγγλικού ποδοσφαίρου. Και μπορεί να ισοφαρίζει, όπως όλα δείχνουν φέτος, τη Λίβερπουλ στους εγχώριους τίτλους αλλά η διαφορά παραμένει στα Κύπελλα Πρωταθλητριών. Αν ο Φέργκιουσον οδηγήσει την ομάδα του στη Ρώμη, θα έχει την ευκαιρία να γίνει ο πρώτος μετά τον Αρίγκο Σάκι ο οποίος θα είναι στον πάγκο ομάδας που κατακτά διαδοχικές χρονιές αυτό το τρόπαιο έπειτα από τη διπλή επιτυχία της Μίλαν το 1989 και το 1990, αλλά κυρίως θα «πιάσει» τον Μπομπ Πέισλι στη λίστα.
Τα τρία κύπελλα του Αγγλου με τη Λίβερπουλ παραμένουν άπιαστο ρεκόρ στην 55χρονη ιστορία του θεσμού και ο Φέργκιουσον γνωρίζει πως αυτό θα είναι για τον ίδιο μία τεράστια δικαίωση για τη διαδρομή που έχει διανύσει.