Είναι ο σύλλογος που δεν πρέπει να λησμονούμε πως μας χάρισε μία από τις υπερομάδες που είδαμε στον 20ό αιώνα: με τη σφραγίδα του Γιάννη Ιωαννίδη, με τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Λευτέρη Σούμποτιτς μπροστάρηδες, που εκτός του εκπληκτικού σερί αήττητων ματς για τριάμισι χρόνια με 80 σερί νίκες, κατάφερε κάτι αληθινά μοναδικό για τη χώρα μας.
Για πολλά χρόνια κάθε Πέμπτη ερήμωναν οι δρόμοι από τον κόσμο που έτρεχε να βρει τηλεόραση και να απολαύσει τα ευρωπαϊκά ματς της ομάδας που αποτέλεσε τον πυρήνα του χρυσού μεταλλίου του Ευρωμπάσκετ το 1987. Ο Α.Σ. Αρης ιδρύθηκε ανήμερα της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου το 1914 και εμπνεύστηκε τα χρώματά του (κίτρινο και μαύρο) από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Στο ποδόσφαιρο είχα την ευτυχία να συνδυαστεί η πρώτη μου αποστολή ως νεαρού δημοσιογράφου με την κορυφαία στιγμή αυτού του συλλόγου στην Ευρώπη. Το 0-3 μέσα στο «Ρενάτο Κούρι» της Περούτζια το 1979 ήταν απόσταγμα ποδοσφαιρικής ωριμότητας από μία ομάδα που, σμιλεμένη χρόνια, ακουμπούσε το όνειρο. Το 1980 ο Αρης του Κούη, του Ζήνδρου, του Ολε, του Φοιρού και του Σεμερτζίδη έφτασε στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό στο μπαράζ του Βόλου, στο οποίο με κορυφαίο τον γκολκίπερ Αρβανίτη ο Ολυμπιακός νίκησε 2-0.
Τον τίτλο ο Αρης τον έχασε διότι ουσιαστικά πέταξε πόντους σε εύκολα ματς μετά τα ευρωπαϊκά παιχνίδια του κόντρα στην Μπενφίκα, την Περούτζια και τη Σεντ Ετιέν. Ηταν η στιγμή που μπορούσε (όπως συμβαίνει σε κάθε δημιούργημα) να περάσει στην επόμενη διάσταση, αλλά δυστυχώς έμεινε εκεί. Ηδη την προηγούμενη χρονιά είχε καταφέρει κάτι σπανιότατο, να νικήσει δηλαδή σε όλα τα ματς στου Χαριλάου για το πρωτάθλημα, ενώ μέχρι το '82 έβγαινε διαρκώς στην Ευρώπη.
Μία δεκαετία πριν, η προηγούμενη μεγάλη φουρνιά του Αρη έφτανε με την κατάκτηση του Κυπέλλου το 1970 στη δική της Ιθάκη. Με ένα σέντερ φορ-θηρίο (Αλεξιάδη), έναν γκολκίπερ-αίλουρο (Χρηστίδη), ένα κεντρικό αμυντικό-ογκόλιθο και σπεσιαλίστα στα πέναλτι (Σπυρίδωνα), με μοντέρνα ακραία μπακ (Πάλλας, Ναλμπάντης) και τεράστιας ποιότητας μπαλαδόρους (Παπαϊωάννου, Κεραμιδά, Συρόπουλο), συν τον τεράστιο Τάκη Λουκανίδη, έστω στη δύση της καριέρας του, ο Αρης για αρκετά χρόνια ήταν πρωταγωνιστής.
Με πρόεδρο τον διορατικό Νίκο Καμπάνη, με προπονητές-φυσιογνωμίες, τους Γιουγκοσλάβους Γκλίσοβιτς, Τσίριτς και τον Μπράνκο Στάνκοβιτς, όπως και τον διάδοχο του σερ Ματ Μπάσμπι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γουίλφ ΜακΓκίνες, ο Αρης δεν πήρε τους τίτλους που διεκδίκησε, αλλά έπαιζε ποδόσφαιρο να το πιεις στο ποτήρι.
Φυσικά, τη μεγαλύτερη ομάδα της ιστορίας του στο ποδόσφαιρο ο «Θεός του πολέμου» την είχε προπολεμικά, τότε που ήταν η πρώτη ελληνική δύναμη στο σπορ. Πρωταθλητής το 1928 και το 1932, το 1946 δεύτερος σε άλλες τέσσερις περιπτώσεις και πιθανός πρωταθλητής αν διεξάγονταν τα μπαράζ το 1929 και το 1935, ο Αρης του Κλεάνθη Βικελίδη, του Νίκου Αγγελάκη, του Κώστα Κουμπλή, του Νίκου Κατράντζου, του Κώστα Γκικόπουλου και του Θανάση Κατσαούνη μπορούσε να πάρει και το πρώτο ελληνικό νταμπλ το 1932.
Αποκλείοντας με 7-2 τον Παναθηναϊκό στα προημιτελικά, έχασε σε ένα συγκλονιστικό τελικό (παρά το χατ τρικ του Νίκου Κίτσου) από την ΑΕΚ του Νεγρεπόντη με 5-3. Αξίζει να θυμηθούμε πως ο Διονύσης Καλτέκης είχε συμμετοχή και στα τρία πρωταθλήματα του Αρη, τα δύο πρώτα ως ποδοσφαιριστής και το τρίτο, του 1946, ως προπονητής της ομάδας! Η ιστορία είναι άδικη πολλές φορές με κάποιους συλλόγους και ο Αρης σίγουρα αποτελεί έναν από αυτούς. Δεν του αναγνωρίστηκε ποτέ η αληθινή συμβολή του στην εξέλιξη των σπορ σε αυτή τη χώρα, αν και αποτελεί ένα τεράστιο κύτταρο στην κοινωνική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης και της Βορείου Ελλάδος γενικότερα.
Και δεν δικαιοδοτούνται οι όποιοι ανιστόρητοι δεν αναφέρονται στα πρωταθλήματα της χώρας πριν από τη δημιουργία της εθνικής κατηγορίας το 1960 να το κάνει αυτό. Αυτό, εκτός από ατόπημα, αποτελεί και παραποίηση της ιστορίας! Μαζί με τις ευχές μου στον σύλλογο, να υπογραμμίσω πως η ιστορία του Α.Σ. Αρης έχει καταγραφεί σε μια εξαιρετική προσπάθεια δύο τόμων από τον Κωνσταντίνο Ιντο (σε έκδοση του «Super 3», των ίδιων των φίλων του συλλόγου) και χρειάζεται ένα μεγάλο μπράβο για τη δουλειά-κόσμημα σε μια χώρα που δεν έχει μάθει να τιμά την ιστορία της.