Εγινε εβδομήντα χρονών, αλλά επιμένει πως θα κάθεται στους πάγκους «μέχρι όσο θέλει ο ίδιος ο Θεός». Ο Τζιοβάνι Τραπατόνι είναι «ένας άνθρωπος της Μίλαν που κατάφερε να τον λατρέψουν οι Γιουβεντίνοι, αλλά και να τον αγαπούν οι οπαδοί της Ιντερ», όπως έγραψε η «Gazzetta dello Sport» την Τρίτη 17 Μαρτίου, τη μέρα δηλαδή που είχε τα γενέθλιά του. Από μόνο του ένα γεγονός που τον κάνει ξεχωριστό. Αν «χτυπήσετε» το όνομά του στο Youtube θα σας βγάλει 38.300 βίντεο και αυτό το στοιχείο επίσης κάτι σημαίνει.
Είναι μια αξιοζήλευτη προσωπικότητα, ένας πραγματικός ηθοποιός που παίρνει μέρος χρόνια τώρα στις πιο υψηλές παραστάσεις στον πλανήτη του ποδοσφαίρου και οι κριτικοί συμφωνούν ή διαφωνούν με τις μεθόδους του, του βγάζουν πάντως το καπέλο. Εχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, έχει δουλέψει και κατακτήσει πρωταθλήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Πορτογαλία, την Αυστρία, κάτι που μόνο άλλοι δύο άνθρωποι, ο Μπέλα Γκούτμαν και ο Τόμισλαβ Ιβιτς, έχουν πετύχει διαχρονικά.
Ομως αυτά που πέτυχε ο Τραπ με τη Γιουβέντους, από το 1976 που ανέλαβε έως το 1986 που αποχώρησε, θα μείνουν για πάντα στην ιστορία. Για να ξεκινήσουμε από την απάντηση μιας ερώτησης trivial, είναι ο μόνος προπονητής στον κόσμο που κατέκτησε με την ίδια ομάδα όλους τους τίτλους που είναι διαθέσιμοι. Το πρωτάθλημα, το Κύπελλο και το Σούπερ Κύπελλο στη χώρα του, το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το Κύπελλο Κυπελλούχων (που δεν υπάρχει πια), το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, το σούπερ Κύπελλο Ευρώπης και το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Ολα αυτά μέσα σε μόλις εννέα σεζόν μ' εκείνη την αξεπέραστη ομάδα που είχε δημιουργήσει στο Τορίνο.
Το 1977 μάλιστα, όταν η Γιουβέντους κατέκτησε το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, το πρώτο της ευρωπαϊκό τρόπαιο ύστερα από τρεις αποτυχημένους τελικούς, ο Τραπατόνι είχε στο ρόστερ μόνο Ιταλούς ποδοσφαιριστές, κάτι που δεν συνέβη ποτέ ξανά για οποιαδήποτε ιταλική ομάδα! Οι μόνιμοι επικριτές του έλεγαν πως με τα λεφτά του Τζιάνι Ανιέλι και την ηγετική φυσιογνωμία του Μπονιπέρτι οποιοσδήποτε στη θέση του θα πετύχαινε τα ίδια. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις.
Γιατί στις δεκαετίες που τα χρήματα της FIAT έμπαιναν με τη σέσουλα στα ταμεία της Γιούβε στον πάγκο της (πριν και έπειτα από αυτόν) κάθισαν τεράστια ονόματα, αλλά την επιτυχία του «Τραπ» μέσα και έξω από τα σύνορα δεν την πλησίασε, πλην του Μαρσέλο Λίπι, ουδείς. Στη Μίλαν, αν και ως παίκτης κατέκτησε πολλούς τίτλους, ως προπονητής δεν κατάφερε κάτι στο ελάχιστο διάστημα που του δόθηκε η ευκαιρία. Αντίθετα οδήγησε, επίσης, την Ιντερ στο σκουντέτο του 1989 με μία ατελείωτη σειρά από ρεκόρ, έχοντας βάση της ομάδας τον Ματέους και τον Μπρέμε, ενώ χάρισε στους «νερατζούρι» και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1991, τον πρώτο τους ευρωπαϊκό τίτλο από τη δεκαετία του '60 και την εποχή του Ελένιο Ερέρα.
Στη Γιουβέντους, επιστρέφοντας το 1992, έβαλε τις βάσεις με την κατάκτηση ξανά ενός Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ για την ομάδα με την οποία ο Λίπι έφτασε σε μία τετραετία στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά ίσως η δουλειά του στην Κάλιαρι (με την οποία έφτασε στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ) και στη Φιορεντίνα (που οδήγησε την ομάδα στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ) του χάρισαν τις καλύτερες κριτικές, ακόμα και από τους πιο δύσκολους δημοσιογράφους.
Η αποτυχία του στον πάγκο της εθνικής Ιταλίας είναι αλήθεια πως τους στοίχισε, αλλά πλέον, με την παρουσία του στην εθνική Ιρλανδίας, σε μία ακόμα καινούργια χώρα, σε μία άλλη κουλτούρα, φαίνεται πως έχει αναζωογονηθεί. Για έναν εβδομηντάρη επαγγελματία εμιγκρέ, που όμως ταξιδεύει στον κόσμο με τη φρεσκάδα ενός νεαρού σπουδαστή, η μόνη ευχή απ' όποιον αληθινά αγαπά το ίδιο το ποδόσφαιρο είναι να τα εκατοστίσει.
Και η ιστορία του ανθρώπου που συμπλήρωσε μισό αιώνα παρουσίας σε υψηλό επίπεδο σε αυτό το άθλημα αποτελεί διδακτικό έναυσμα για όποιον ασχολείται με το ποδόσφαιρο, όχι μόνο για να βάλει χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό αλλά ως αποστολή ζωής.