Eχουν πλάκα οι διαψεύσεις. Διαχρονικά. Σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο ποδοσφαιρικά. Για παράδειγμα, ποιος ξεχνά πως ο αείμνηστος Μαρούδας διέψευδε Κυριακή βράδυ οποιοδήποτε σενάριο για υποτίμηση της δραχμής, η οποία έγινε την... επόμενη μέρα το πρωί τον Γενάρη του '83; Αλλά στα δικά μας η όλη ιστορία είναι ακόμη πιο ιλαροτραγική. Γιατί κάποιοι νομίζουν πως διακυβεύεται το μέλλον της χώρας από μια μεταγραφή, ένα όνομα, μια φιλολογία, μια πιθανή απομάκρυνση προπονητή! Ηρεμα, μάγκες. Το γράφω και πάλι, όπως και παλιότερα, όταν προέκυψε θέμα διάψευσης της «SportDay» για τη συνέντευξη του Ρεκόμπα στην Ειρήνη Σπυροπούλου. Τότε ο παίκτης είχε διαψεύσει μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της Τορίνο πως μίλησε σε οποιονδήποτε από την Ελλάδα.
Τον Μάρτιο του 2008, όταν το «ACTIVE» δημοσίευσε την κοινή συνέντευξη του Ρεκόμπα με τον Χούτο (με φωτογράφηση για το εξώφυλλο), ο «Κινέζος» επιβεβαίωνε πως είχε δώσει τελικά τη συνέντευξη σε κάποια Ελληνίδα δημοσιογράφο, αλλά –προσέξτε τη δικαιολογία του– «δεν κατάλαβα πως ήταν από την Ελλάδα, επειδή μιλούσε πολύ καλά ισπανικά»! Μιλάμε για απίστευτη δικαιολογία! Ετσι δεν μου προξενεί την παραμικρή απορία η προχθεσινή διάψευση του «Μπομπό» (φωτό) στην ιστοσελίδα της Μπεσίκτας, σύμφωνα με την οποία δεν μίλησε ποτέ στη «SportDay». Ο Βραζιλιάνος συνάδελφος που έκανε για εμάς τη συνέντευξη τον αποκάλεσε ψεύτη, αλλά προσωπικά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως η κουβέντα τους έγινε. Αργότερα ο παίκτης πιέστηκε από την τουρκική ομάδα και ανακάλεσε! Ούτε ο πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος!
Η διάψευση είχε πάντα τη θέση της στη ζωή μας. Από τον καιρό που υπήρχαν μόνο δύο αθλητικές εφημερίδες. Ούτε μιάμιση ντουζίνα ήταν σε καθημερινή βάση πανελλαδικά ούτε υπήρχαν ένα σωρό αθλητικά ραδιόφωνα. Κι όμως, από τότε αν κάποιος είχε ένα όνομα, άρχιζαν οι πιέσεις από την άλλη πλευρά για διάψευση. Εμοιαζε με πανάκεια. Κυρίως γι' αυτούς τους ρεπόρτερ που έβλεπαν να χάνουν το έδαφος από τα πόδια τους. Μερικές φορές στη δουλειά μας μπορεί να σου δείχνουν το φεγγάρι και εσύ να κοιτάς το δάχτυλο. Δεν είναι κακό. Κακό είναι να προσπαθείς να πείσεις τους οπαδούς-αναγνώστες πως δεν υπάρχει καν φεγγάρι!
Και καλά οι εφημερίδες, θα πείτε, έχουν λόγο να θέλουν να διαψεύδουν! Οι ομάδες; Αφού από τα γεγονότα συνήθως εκτίθενται. Εκεί η εξήγηση από μόνη της είναι σύνθετη. Και στο εξωτερικό διαψεύδουν. Το έκανε η Αρσεναλ με τον Βιεϊρά δύο μέρες πριν τον παραχωρήσει στη Γιουβέντους! Το έκανε ο Μουρίνιο τονίζοντας πως δεν έχει αποφασίσει για το μέλλον του, αν και είχε ήδη υπογράψει στην Τσέλσι. Το έκανε ο (εκτελεστικός διευθυντής των Λονδρέζων) Κένιον για τις συναντήσεις του με τον Φέρντιναντ της Γιουνάιτεντ. Και αυτό διότι είχε σκάσει κιόλας το θέμα της παράνομης προσέγγισης του Ασλεϊ Κόουλ, που έβαλε Τσέλσι και παίκτη σε μπελάδες. Διέψευδε ο Αΐλτον πως είχε συμφωνήσει σε όλα με τη Σάλκε μέχρι τη μέρα που μετακινήθηκε. Ο Οουεν το 2005 έλεγε πως είναι απόλυτα ικανοποιημένος με τη Λίβερπουλ και διέψευδε κάθε περίπτωση μεταγραφής στη Ρεάλ. Μέχρι που η μεταγραφή έγινε στα μέσα Αυγούστου.
Πριν από λίγες μέρες ο Αμπράμοβιτς έκανε μήνυση στους «Sunday Times», που είχαν γράψει ότι έψαχνε να πουλήσει την Τσέλσι. Τέσσερις μέρες αργότερα η δικαίωση της εφημερίδας ήταν πανηγυρική, με την επιβεβαίωση κορυφαίου οικονομικού παράγοντα πως επισήμως του έχει δοθεί εντολή από τον Ρώσο μεγιστάνα να βρει αγοραστή! Προσωπικά μπορώ να καταθέσω μια εμπειρία από το καλοκαίρι του 1982. Τις πρώτες μέρες του Ιουλίου βρήκα στο τηλέφωνο (πράγμα δύσκολο για τότε, διότι δεν υπήρχαν κινητά) τον Ολλανδό άσο του Αγιαξ Τσου Λα Λινγκ, ο οποίος μου επιβεβαίωνε πως τον θέλει ο Παναθηναϊκός και αυτός το σκέφτεται. Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, υπό τον φόβο ότι θα χαλούσε η μεγαλύτερη έως τότε μεταγραφή στην ιστορία του «τριφυλλιού», πίεσε τους Ολλανδούς να βγάλουν διάψευση. Ο παίκτης έκανε επίσημη δήλωση πως δεν μίλησε ποτέ και με κανέναν από την Ελλάδα. Είκοσι μέρες μετά υπέγραφε στον Παναθηναϊκό και προς τιμήν του στην επίσημη συνέντευξη Τύπου, που τον ρώτησα αν επιμένει πως δεν είχαμε μιλήσει, απάντησε: «Οχι, αλλά έπρεπε να κάνω αυτό που μου ζήτησε ο κύριος πρόεδρος».
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν ωραίος τρόπος στη διάψευση. Συνήθως γίνεται άκομψα και μάλιστα με τέτοιον τρόπο που σύντομα οι πιθανότητες να εκτεθεί αυτός που την κάνει είναι πάμπολλες. Γιατί στη χώρα μας, σε αντίθεση με το εξωτερικό, δεν αποφασίζει για μια μεταγραφή ο προπονητής ή ο τεχνικός διευθυντής ή αυτός που θα πληρώσει τελικά, δηλαδή ο πρόεδρος! Αλλά κάποιος φίλος του αφεντικού που «βλέπει μπάλα», κάποιοι μάνατζερ που για να δώσουν καλό πράγμα πηγαίνουν –σαν τους διανομείς ταινιών– και αρκετή φύρα, κάποιος γραφιάς που η διοίκηση θέλει να έχει από δίπλα για ευνόητους λόγους! Η διάψευση στη δημοσιογραφία είναι πιο παλιά και από την τυπογραφία και τον Γουτεμβέργιο.
Διάψευση λοιπόν! Εύκολο να γίνει. Το πρόβλημα είναι πως δεν το θυμάται την επόμενη φορά αυτός που το κάνει, όταν μετά τον φτύνουν και λέει πως ψιχαλίζει. Σαν τον Μαρούδα που λέγαμε στο ξεκίνημα. Ο οποίος εκείνη τη Δευτέρα της περίφημης υποτίμησης προσπαθούσε να πείσει πως «δεν υποτιμήθηκε η δραχμή, αλλά αναπροσαρμόστηκε»!