Tο καλύτερο που έχει να κάνει κάθε οπαδός της ΑΕΚ που «τα είχε πάρει» μαζί του το 1996 είναι να αποδεχτεί αυτή τη συγγνώμη και το θέμα να θεωρηθεί λήξαν.
Αυτό που όφειλε να κάνει (και δεν το έπραξε το 2002) το έκανε χθες. Ο Μπάγεβιτς ζήτησε συγγνώμη από τον κόσμο που πίκρανε το 1996, αλλά και από την οικογένειά του που τράβηξε τα πάνδεινα για τις δικές του επιλογές.
Επειδή τα αντρίκεια και σταράτα χθεσινά λόγια του δεν ήταν επικοινωνιακό τρικ, το καλύτερο που έχει να κάνει κάθε οπαδός της ΑΕΚ που «τα είχε πάρει» μαζί του (το σύνολο δηλαδή) το 1996, όταν έφυγε, είναι να αποδεχτεί αυτή τη συγγνώμη και το θέμα να θεωρηθεί λήξαν. Πολλά τράβηξε ο ίδιος ο σύλλογος από αυτή τη διχόνοια. Το «αύριο» της ΑΕΚ απαιτεί ενότητα και σύμπνοια. Ο Μπάγεβιτς εγγυάται, από την πλευρά του τουλάχιστον, ορθολογισμό στη δουλειά. Ο Μανωλάς, ο οποίος είναι ακόμα μία εμβληματική φυσιογνωμία, εγγυάται τη στήριξη και τις καλές προϋποθέσεις από τους μετόχους. Ολα τα άλλα θα κριθούν από το αποτέλεσμα. Οι επιστροφές στην ιστορία του ποδοσφαίρου δεν έχουν συχνά καλό τέλος. Σπάνια είναι τα παραδείγματα στην Ελλάδα που ένας προπονητής που λατρεύτηκε και πέτυχε στην πρώτη θητεία του τα κατάφερε και στη δεύτερη. Ο Μπάγεβιτς πέτυχε με τον Ολυμπιακό να ξαναπάρει νταμπλ το 2004-2005, αλλά με την εξέδρα δεν είχε πια την ίδια σχέση.
Ο Παναγούλιας έχει κάνει δύο διαφορετικές επιστροφές με επιτυχία, την πρώτη με τον Ολυμπιακό, με τον οποίο πήρε τίτλο γυρίζοντας, αλλά κυρίως με την Εθνική ομάδα, η οποία είχε τις δύο πρώτες διακρίσεις της με τον Αλκέτα στον πάγκο, τόσο το 1980 (πρόκριση στο Euro) όσο και το 1994 (πρόκριση στο Μουντιάλ). Ολες οι άλλες επιστροφές στην Ελλάδα έμοιαζαν αποτυχημένες από χέρι σε υψηλό επίπεδο και αυτό επιβεβαιώθηκε περίτρανα κατά τη διάρκεια του χρόνου. Κυρίως στον Παναθηναϊκό οι περιπτώσεις υπήρξαν αρκετές. Ο προπονητής του αήττητου τίτλου του 1964 και του επόμενου με μόλις μία ήττα το 1965, ο Στέφαν Μπόμπεκ, απολύθηκε νύχτα το 1975 στη δεύτερη θητεία του στον πάγκο. Το ίδιο και ο Λάκης Πετρόπουλος (τεχνικός του νταμπλ το 1969 και του τίτλου το 1970) στις δύο επόμενες απόπειρές του στη Λεωφόρο το 1979 και το 1982.
Το ίδιο και ο Γιάννης Κυράστας. Ο Μαρκαριάν, αν και ουσιαστικά δεν απέτυχε στη δεύτερη θητεία του, η ήττα στη Ριζούπολη του στέρησε ένα πρωτάθλημα, αν και είχε καλύψει διαφορά 11 πόντων μέσα στη χρονιά.
Στην ΑΕΚ ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι, προπονητής του νταμπλ το 1978, έφυγε στη μέση της χρονιάς το 1982-83, όταν είχε επιστρέψει στη Νέα Φιλαδέλφεια. Και ο Τάκης Λεμονής, αν και πέτυχε απολύτως αγωνιστικά στη δεύτερη παρουσία του στον Ολυμπιακό με τις νίκες στο Τσάμπιονς Λιγκ, βίωσε και αυτός την απόλυση στο δεύτερο πέρασμά του από τον «ερυθρόλευκο» πάγκο. Και στον ΠΑΟΚ το πιο σημαντικό παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι ο Αρι Χάαν.
Ο Ντούσαν ξέρει πολύ καλά αυτό το συναίσθημα από τη δεύτερη «μαρτυρική» θητεία του στον πάγκο της ΑΕΚ. Αν αυτή τη φορά καταφέρει να πάει κόντρα στο κύμα, αυτό δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τη δική του όρεξη και δουλειά, αλλά κυρίως από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Κατάλαβε επιτέλους το προφανές
Δεν σχολίασα τη δήλωση Ρεχάγκελ για πιθανή ανάγκη μεταφοράς της έδρας της Εθνικής σε κάποια φιλικά παιχνίδια (ακόμα και επίσημα) στην περιφέρεια, γιατί απλούστατα είπε το αυτονόητο. Αυτό που γράφω και λέω εδώ και περίπου 12 χρόνια, από τότε που το Τσάμπιονς Λιγκ «κακόμαθε» ακόμα περισσότερο τους ήδη υπερφορτωμένους με ποδοσφαιρικές παραστάσεις κατοίκους του λεκανοπεδίου. Θυμίζω πως πάρα πολλοί συνάδελφοι έχουν κατά καιρούς αναφερθεί σε αυτή την έκδηλη ανάγκη να βγει από το «καβούκι» της η Εθνική, η οποία δεν είναι της Αθήνας, αλλά της Ελλάδας. Ο Οτο Ρεχάγκελ, όμως, πολλές φορές που του έφερναν την πρόταση αντιδρούσε. Προτιμούσε την Αθήνα, πρώτα τη Λεωφόρο και μετά το Καραϊσκάκη. Επιτέλους το κατάλαβε. Πήρε λίγο καιρό, αλλά συνειδητοποίησε το αυτονόητο και προφανές. Πάλι καλά.