Μετά το θαύμα της Πορτογαλίας, το πιο δυσεύρετο πράγμα στην Ελλάδα ήταν ένα εισιτήριο για τα ματς της Εθνικής ομάδας. Τα διαρκείας είχαν εξαφανιστεί, τα ελάχιστα διαθέσιμα για κάθε ματς εξαφανίζονταν σε λίγα λεπτά. Στα προκριματικά του Euro πάλι είχαμε προσπάθεια, όταν τα ματς πήγαν στο ΟΑΚΑ για να μαζευτεί κόσμος και να στηρίξει την ομάδα. Τώρα οι διεθνείς άρχισαν πάλι τις εκκλήσεις να γεμίσει το «Γ. Καραϊσκάκης» με τη Μολδαβία, κάτι που δεν είναι βέβαιο.
Και να πεις πως η ομάδα δεν άρχισε καλά; Δύο νίκες έχει. Κακά τα ψέματα. Ο Ελληνας οπαδός δεν αγάπησε ποτέ την Εθνική ομάδα. Οποιαδήποτε δικαιολογία για κακό θέαμα ή αποτυχία στα τελικά του Euro είναι φαιδρό επιχείρημα. Δεν μπήκε ποτέ στην καρδιά μας η Eθνική, γιατί ακριβώς η αθλητική παιδεία που οφείλουν να δώσουν το σχολείο και η οικογένεια στο νέο παιδί σε εμάς είναι άγνωστη λέξη. Σε μία χώρα που το κρατικό σχολείο δεν προσφέρει ούτε τη βασική παιδεία, είναι ουτοπικό να αναμένουμε να καλλιεργήσει αυτό το πνεύμα στα παιδιά. Η χώρα που βαυκαλίζεται πως γέννησε τον αθλητισμό, το έχουμε ξαναγράψει, βιάστηκε αμέσως μετά να τον δώσει για… υιοθεσία!
Κάποτε είχα δει στη βρετανική τηλεόραση δήλωση Ουαλού οπαδού, που πήγαινε στο γήπεδο ανελλιπώς για μία δεκαετία χωρίς να βλέπει... φως στο τούνελ. «Η εθνική ομάδα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχής μου, ενώ η ομάδα μου απλώς κομμάτι από την καθημερινότητά μου». Το βρήκα καταπληκτικό. Και την ίδια λογική με αυτόν έχουν οι οπαδοί στη Νορβηγία, τη Σκωτία, την Ισλανδία, τη Βόρειο Ιρλανδία, τη Φινλανδία, τη Λιθουανία. Γεμάτα γήπεδα στα παιχνίδια της εθνικής, με σπάνιες διακρίσεις και νίκες. Εμείς στην Ελλάδα τι περιμέναμε μετά το Euro; Να κατακτήσουμε και το Μουντιάλ; Στην Αυστρία, τον Ιούνιο, η αλήθεια είναι πως βρέθηκε κόσμος στις εξέδρες, αλλά είχε εκτοξεύσει τις προσδοκίες σε τόσο ανέλπιστο βαθμό που η προσγείωση ήταν απότομη.
Ο Eλληνας είναι κλασικός οπαδός. Δεν πάει στο γήπεδο για το ματς, για το θέαμα, για την όλη διαδικασία. Πάει για τη νίκη. Eνα βίωμα που έχει ριζωθεί χρόνια και που δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε μετά την Πορτογαλία. Για την ακρίβεια, αυτή η επιτυχία μάλλον το έκανε χειρότερο! Ο μικρός Eλληνας πάει στο γήπεδο με τον μπαμπά για να δουν τον σύλλογο που υποστηρίζουν, αλλά όχι για την Εθνική ομάδα. Δεν είναι στη συνήθειά του, δεν γίνεται κάτι αυτόματο και προκαθορισμένο ανεξαρτήτως αγώνα και αντιπάλου, αλλά καθορίζεται από τις περιστάσεις. Με Μολδαβία, Μάλτα, Βοσνία; Δεν βαριέσαι, τι να πάμε να δούμε! Με Τουρκία; Πάμε, να ρίξουμε και κανένα μπινελίκι. Με Ελβετία; Καλό ματσάκι. Με Νορβηγία; Βρέχει, βρε αδελφέ, κάτσε να το δούμε στην τηλεόραση. Με Ιταλία, έστω και φιλικό; Πάμε να το δούμε, δεν βαριέσαι! Αυτή είναι η αντιμετώπιση του μέσου οπαδού στο θέμα Εθνική ομάδα.
Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80 έπαιζε στο Ολυμπιακό Στάδιο με 1.000 άτομα, ακόμη και αν αντίπαλος ήταν η Αγγλία, η Γερμανία, η Ιταλία. Τα πιο πολλά μάλιστα με προσκλήσεις. Τα ονόματα που είχε η ομάδα, τεράστια, από τον Σαραβάκο και τον Μανωλά μέχρι τον Αναστόπουλο και τον Μητρόπουλο. Κι όμως, η απέραντη ερημιά στην εξέδρα, έδινε το στίγμα της ανυποληψίας μας. Σε μία εποχή που τα γήπεδα στο πρωτάθλημα κάθε Κυριακή στέναζαν από κόσμο! Για τη συμπεριφορά του οπαδού σαφέστατα και ο αθλητικός Τύπος σύσσωμος φέρει ευθύνη, επειδή πάντα έδινε προτεραιότητα σε κάθε αστεία είδηση συλλόγου, βάζοντάς την πάνω από την Εθνική. Ομως για την ανάγκη του οπαδού να δίνει το «παρών» όπου μυρίζεται επιτυχία, φταίει η ίδια η κοινωνία μας. Αν κάποιος μας διαβεβαίωνε πως την Τετάρτη με την Ελβετία δεν θα γίνει το ματς, αλλά πριν από τη σέντρα θα κερδίζαμε άνευ αγώνα με 2-0, το γήπεδο θα ήταν sold out! Φτάνει να είχε τζέρτζελο και βεγγαλικά και πανηγυρισμούς! Γιατί ακριβώς ο οπαδός στην Ελλάδα θέλει νίκη. Οχι να δει αγώνα. Γιατί αγώνας σημαίνει ο κίνδυνος να μη νικήσεις εσύ, αλλά ο αντίπαλος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αλήθεια είναι πως δεν αξίζουμε πιο πολλά ως ποδόσφαιρο. Δεν το δικαιούμαστε ούτε ιστορικά ούτε αξιοκρατικά. Γιατί τη διαχρονική ρήση του Σίλερ «να αγαπάς αυτό που έχεις, αν δεν έχεις αυτό που πραγματικά αγαπάς» δεν τη βιώσαμε ποτέ στον αθλητισμό, ώστε να την κάνουμε πραγματικό κτήμα μας.