Τους ήρωες έχουμε μάθει να τους επευφημούμε στη νίκη. Στην επιτυχία. Πρέπει να μάθουμε να τους λατρεύουμε στην ήττα. Στη δύσκολη στιγμή, τότε που το κορμί δεν αντέχει. Οταν λυγίζει, όταν δεν μπορεί πια ο νους να κουμαντάρει τα εξαντλημένα χέρια και πόδια.
Οι ήρωες είναι υπεράνθρωποι. Δεν πτοούνται, δεν λυγίζουν, δεν χάνουν, δεν έχουν μεταπτώσεις. Τους θαυμάζουμε, τους κοιτάμε με δέος, τους βάζουμε τόσο ψηλά που κανείς δεν μπορεί να τους φτάσει. Δεν παύουν ωστόσο να είναι εκτός βεληνεκούς για την καθημερινότητά μας.
Την ψυχή μας, όμως, τελικά την ακουμπούν οι αθλητές που μοιάζουν με εμάς, που κάνουν λάθη, που μπορούν να γονατίσουν κάποια στιγμή, να δακρύσουν από πόνο και όχι μόνο από χαρά. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Ρότζερ Φέντερερ βγήκε πιο κερδισμένος από μία ήττα, αυτή της Κυριακής στον επικό αγώνα με τον Ναδάλ, από ό,τι αν κέρδιζε ξανά. Ταυτόχρονα και ο Ισπανός έδειξε κάποια στιγμή τα γήινα χαρακτηριστικά, τον πόνο του προσώπου πριν από το φάσμα της ήττας, όταν ο Φέντερερ του είχε γυρίσει την κατάσταση και από 0-2 σετ ισοφάρισε και έφτασε να προηγείται 7-6. Ο Ναδάλ άντεξε, μπόρεσε και ξαναβρήκε τη δύναμη. Νίκησε ένα μεγάλο αντίπαλο, ξεπερνώντας την κούραση και το άγχος. Για την ακρίβεια, νίκησε τον ίδιο του τον εαυτό. Και η ήττα έκανε μεγαλύτερο καλό από ό,τι φαντάζεται κάποιος στον Φέντερερ.
Το άθλημα του τένις πάντα είχε ξεχωριστές μορφές που πρόσφεραν συγκινήσεις. Οι κόντρες του Μποργκ με τον ΜακΕνρο και τον Λεντλ έμειναν στην ιστορία διότι περιείχαν όλα τα στοιχεία που κάνουν μία μονομαχία ξεχωριστή. Ολοι όμως οι ειδικοί και μη του σπορ κάνουν λόγο για το συγκλονιστικότερο ματς όλων των εποχών. Ισως να είναι και έτσι. Ο Φέντερερ πήγαινε να ξεπεράσει το ρεκόρ των πέντε σερί Γουίμπλεντον που έχει κατακτήσει ο ίδιος, αλλά και ο Μποργκ στη δεκαετία του '70.
Ο Ναδάλ κατάφερε να γίνει ο πρώτος από το 1980 που παίρνει την πρώτη θέση τόσο στο Ρολάν Γκαρός όσο και στο Γουίμπλεντον. Ποιος ήταν ο τελευταίος που το είχε πετύχει; Δεν είναι δύσκολο να το μαντέψετε... Ο Μπιορν Μποργκ. Ο Σουηδός, που είναι η ζωντανή αναφορά στο άθλημα, σταμάτησε μόλις 26 ετών. Αν συνέχιζε για άλλα τρία με τέσσερα χρόνια, πιθανότατα τα ρεκόρ του θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να καταρριφθούν. Και έτσι παραμένει ο αδιαφιλονίκητας «number one». Μπορεί να έκαναν επιτυχίες την ίδια εποχή ή έπειτα από αυτόν ο Λεντλ, ο ΜακΕνρο, ο Μπέκερ, ο Ναστάζε, ο Εντμπεργκ, ο Βίλας, ο Βιλάντερ, ο Αγκάσι, ο Ιβανίσεβιτς και ο Σάμπρας, μπορεί τα τελευταία χρόνια Φέντερερ και Ναδάλ να ισοφάρισαν μερικές από τις επιτυχίες του Σουηδού. Κανείς ποτέ δεν πλησίασε την κλάση του, την ποιότητά του, το απαράμιλλο «αδιάφορο» στυλ του. Ποτέ όμως ο Μποργκ δεν έγινε γήινος, καθημερινός. Εμοιαζε με το ομοίωμά του στο Μουσείο της Μαντάμ Τισό. Κέρινος, ψεύτικος, απόμακρος. Μη σας πω ότι το κέρινο ομοίωμα θα είχε περισσότερες αντιδράσεις αν το… σκουντούσες.
Τον Μποργκ τον γνώρισα από κοντά το 1984, όταν ήρθε στην Ελλάδα για να παρουσιάσει μία κολεξιόν με το όνομά του. Είχαμε μιλήσει σχεδόν μισή ώρα μπροστά στην κάμερα της ΕΡΤ, στην πρώτη συνέντευξή του σε ελληνικό Μέσο. Για την ακρίβεια, ρωτούσα και απαντούσε χωρίς συσπάσεις στο πρόσωπο. Ενα αληθινό ρομπότ. Ολοι με ρωτούσαν για την εμπειρία, οι γυναίκες ήθελαν να μάθουν αν ήταν από κοντά τόσο γοητευτικός όσο από την τηλεόραση, άλλοι ήθελαν να μάθουν αν πραγματικά ήταν τόσο ατάραχος όσο έδειχνε μέσα από την τηλεόραση. Ομολογώ πως δεν είχα κάτι να πω. Ποτέ δεν έμεινα λιγότερο εντυπωσιασμένος από κάποιον διάσημο, από ένα σταρ τέτοιου διαμετρήματος, στα χρόνια που ακολούθησαν στη δημοσιογραφική μου καριέρα. Ο Μποργκ ήταν ένας αληθινός μύθος, αλλά δεν ακουμπούσε στις καρδιές. Δεν έχανε? νόμιζες πως δεν είχε συναισθήματα, δεν αντιδρούσε, δεν διαμαρτυρόταν. Ηταν ένα κομπιούτερ.
Ο Φέντερερ κινδύνευε... να γίνει ο νέος Μποργκ. Οχι στους τίτλους μόνο, αλλά και στη συμπεριφορά. Χωρίς συναισθήματα, χωρίς αντιδράσεις. Ο Ναδάλ μπόρεσε με μία ήττα και τον έκανε συμπαθή! Και ταυτόχρονα μας θύμισε μέσα από ένα αξέχαστο παιχνίδι πως τους ήρωες τους αγαπάμε τελικά πιο πολύ ως γήινους! Οχι ως υπεράνθρωπους.