Πάντα κάθε μεταγραφή, πανάκριβη, φτηνή, ελεύθερη, δύσκολη ή εύκολη είχε σαν καθρέπτη μόνο το γήπεδο! Και αν αποδεικνύεται καλή ή κακή η μεταγραφή, δεν το οριοθετεί το ποσό της, αλλά η προσφορά του παίκτη στην ομάδα. Ισχύει σε όλον τον κόσμο. Πέρυσι η Λίβερπουλ πλήρωσε 21 εκατομμύρια λίρες για τον Τόρες και ομολογώ ότι μου φαίνονταν πολλά, όταν η Μπαρτσελόνα με πολύ λιγότερα έπαιρνε τον Ανρί. Φέτος θέλει 25 εκατομμύρια λίρες η Αρσεναλ για να δώσει τον Αντεμπαγιόρ, που πέρυσι ζήτημα είναι να κόστιζε πάνω από 10 εκατ. ευρώ. Η Αστον Βίλα ταυτόχρονα ζητεί 19 εκατομμύρια (σχεδόν την τιμή του Τόρες) για να παραχωρήσει τον Γκάρεθ Μπάρι, οπότε μοιάζει με… κοψοχρονιά η απόκτηση του Ισπανού φορ. Οταν η Μπαρτσελόνα πλήρωνε 40 εκατ. ευρώ πριν από οκτώ χρόνια για να πάρει τον Μαρκ Οφερμαρς, όταν το σύμπαν είχε παρανοήσει με τα χρήματα των δορυφορικών πλατφορμών, έμοιαζε μεγάλο μεν αλλά λογικό για την… παράλογη εκείνη εποχή το ποσό. Με απόσταση από το γεγονός και με την αποτίμηση της προσφοράς εύκολα καταλαβαίνει κάποιος πόσο ακριβά πλήρωσαν οι Καταλανοί τον Ολλανδό. Την ίδια ώρα φέτος που η Τσέλσι πληρώνει 10 εκατομμύρια ευρώ και αγοράζει τον Ντέκο, της ζητούν 18 εκατομμύρια και τα δίνει στην Πόρτο για τον Μποσίνγκουα! Δεν βγάζει νόημα, αλλά εκεί υπάρχει κανονικός Αμπράμοβιτς και όχι… ιμιτασιόν!
Κάθε φορά που συζητάμε για προβλέψεις σχετικά με το αν μία μεταγραφή θα βοηθήσει μία ομάδα, το μυαλό μου πάει στον Δημήτρη Σαραβάκο. Το καλοκαίρι του 1984 η μετακίνησή του στον Παναθηναϊκό έσπασε το φράγμα των 80 εκατ. δραχμών. Το άξιζε; Κάποιοι βιάστηκαν από εκείνο το καλοκαίρι να πουν «όχι». Σήμερα φαίνεται αδιανόητο. Και όμως, το είχε γράψει μεγάλος αρθρογράφος της εποχής στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και όχι σε κάποιο συλλογικό έντυπο! «Κανείς παίκτης δεν μπορεί να κοστίζει τόσο», έγραφε το κείμενο. Τη συνέχεια τη γνωρίζετε σχετικά με ό,τι πρόσφερε και τι πέτυχε στην καριέρα του!
Στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2001 παρακολουθήσαμε το μεγάλο σίριαλ για την απόκτηση του Κωνσταντίνου. Τα σχεδόν 4 δισ. δραχμές έφτασε η μετακίνησή του στον Παναθηναϊκό, σχεδόν 11 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό μυθικό, το οποίο φυσικά δεν μπόρεσε ποτέ να δικαιολογήσει με την παρουσία του. Το ίδιο καλοκαίρι ο Ζιντάν πήγε στη Ρεάλ (μεταγραφή που μέχρι σήμερα είναι πρώτη στη λίστα των πλέον δαπανηρών μετακινήσεων παγκοσμίως με σχεδόν 50 εκατομμύρια ευρώ) και είχε δηλώσει πως δεν πιστεύει ότι αξίζει τόσα χρήματα. Η προσφορά του όμως απέδειξε πως σωστά η Ρεάλ «έσπασε» τα ταμεία και τώρα με την προσπάθεια απόκτησης του Ρονάλντο, ίσως να το «διαλύσει» κιόλας.
Και όσο προκλητικά ακούγονται τα νούμερα, η αλήθεια είναι πως πάντα κάθε μεταγραφή για την εποχή της προκαλούσε σάλο. Δεν θυμάστε πόσο ντόρο έκαναν οι διαδοχικές μεταγραφές του Βιέρι πριν από κάποια χρόνια, αναγκάζοντας κάποιον άνεργο Ιταλό να αυτοκτονήσει; Στην Ελλάδα από το 1 εκατομμύριο δραχμές που κόστισε κάποτε ο Παναγιώτης Κυπριανίδης στον Ολυμπιακό και ο Τάκης Λουκανίδης στον Παναθηναϊκό (με εντελώς διαφορετικές καριέρες και ανταπόδοση του ποσού στις ομάδες τους) φτάσαμε κάποια στιγμή στα δισ. που αναλογικά ήταν πάντα υπερβολικά ποσά! Τα 5 εκατομμύρια δραχμές, για παράδειγμα, που στοίχισε στον Νίκο Γουλανδρή και τον Ολυμπιακό η απόκτηση του Μιγκέλ Νικολάου το 1972, ήταν αρκετά για να μπορέσεις να αγοράσεις τέσσερις πολυκατοικίες στο Κολωνάκι! Το ζητούμενο δεν είναι αν ήταν πολλά, αλλά ότι δεν πρόσφερε απολύτως τίποτα στον σύλλογό του. Σε αντίθεση με άλλους ακριβοπληρωμένους της εποχής, τους αείμνηστους Κρητικόπουλο και Δαβουρλή, τον Μπάμπη Σταυρόπουλο, οι οποίοι έβγαλαν και με το παραπάνω τα λεφτά τους.
Αντίθετα, άλλη μια πολυσυζητημένη μετακίνηση, αυτή των 15 εκατομμυρίων δραχμών του (τεράστιου ταλέντου) Κώστα Αϊδινίου από τον Ηρακλή το 1974, με τιμωρία ενός έτους, στον Ολυμπιακό δεν είχε ανάλογη προσφορά. Ο Θωμάς Μαύρος και ο Νίκος Αναστόπουλος, προερχόμενοι από τον Πανιώνιο, έσπασαν τα φράγματα των 30 και των 50 εκατομμυρίων δραχμών, ποσών που ήταν αληθινή πρόκληση για την εποχή που δαπανήθηκαν. Συνδύασαν όμως τα ονόματά τους με τις ομάδες που πήγαν και αυτό μιλάει μόνο του για την επένδυση που έγινε στα πόδια τους.
Το συμπέρασμα είναι ένα και απλό: κάθε μεταγραφή δεν κρίνεται από το ποσό που στοιχίζει, αλλά απ' ό,τι τελικά γράφει η ιστορία. Η τελευταία τον Νικολάου, τον Κυπριανίδη, τον Τάσο Βασιλείου τους προσπερνάει. Στέκεται όμως στον Παπαϊωάννου και τον Δομάζο, οι οποίοι κόστισαν ψίχουλα, στον Βαζέχα και τον Σαβέβσκι που ουδείς ήξερε όταν ήρθαν, στον Τζόρτζεβιτς που ελάχιστοι γνώριζαν όταν πήγε στον Ολυμπιακό το 1996 και στον Γιώργο Σιδέρη, του οποίου η μετακίνηση από τον Ατρόμητο Πειραιά την ημέρα που έγινε δεν υπήρξε ούτε μονόστηλο στις εφημερίδες! Οταν ο Παναθηναϊκός ήθελε τον Δουλγέρογλου από το Κερατσίνι το 1970 του έδωσαν δωρεάν και τον Ανθιμο Καψή, που έπαιξε μέχρι το 1984 και έκανε τεράστια καριέρα και του ανθρώπου, ο οποίος είχε απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα, η τύχη αγνοείται.
Ο Κατσουράνης πήγε πάμφθηνος στην ΑΕΚ το 2002, διότι τον απέρριψε ο... Σάντος για τον Παναθηναϊκό, ο οποίος είχε ακριβοπληρώσει τον Παντελή Κωνσταντινίδη από τον ΠΑΟΚ! Ο Μπίσκαν, ο Κονσεϊσάο και ο Βίκτορ κόστισαν στον ΠΑΟ ένα κάρο λεφτά, αλλά η προσφορά τους ήταν μηδαμινή. Ο Σαλπιγγίδης στοίχισε αλλά πρόσφερε. Η ίδια ιστορία με του Μπόρχα, του Ραούλ Μπράβο, του Νούνιες και του Ουαντού στον Ολυμπιακό, που πήρε κάθε δεκάρα πίσω από τον Κοβάσεβιτς και τον Γκαλέτι. Στην ΑΕΚ ο Μπλάνκο πρόσφερε πιο πολλά από τα λεφτά που κόστισε, αλλά ο Αρουαμπαρένα, που έμοιαζε σίγουρο στοίχημα, ήταν πεταμένα λεφτά!
Για τον Ριβάλντο που το όνομά του έκανε ντόρο όταν ήρθε, η ιστορία έχει ήδη γράψει πως ήταν τρεις σερί σεζόν ο MVP του πρωταθλήματος. Και παραλίγο να οδηγήσει την ΑΕΚ στον πρώτο πρωτάθλημά της ύστερα από 14 χρόνια.
Το φετινό καλοκαίρι είναι περίεργο, διότι ξαφνικά το χρήμα ξανακινείται λόγω της πολυμετοχικότητας στον Παναθηναϊκό. Αν τα αξίζουν τόσα λεφτά ο Χριστοδουλόπουλος, ή ο Αβραάμ Παπαδόπουλος, ή ο Κλέιτον ή ο καθένας που η ομάδα του μυρίστηκε χρήμα, δεν θα κριθεί τώρα αλλά όταν και όποτε γίνει ο απολογισμός της παρουσίας του. Και κάτι ακόμη που είναι διδακτικό στους καινούργιους σταρ: ο Μάντζιος που έμεινε ελεύθερος από τον Παναθηναϊκό, από πλευράς προσόντων το 2005 που μεταγράφηκε από τον Πανιώνιο δεν είχε κάτι να ζηλέψει από τον Χριστοδουλόπουλο.
Του Βάλλα από την Ξάνθη, όταν ήρθε στον Ολυμπιακό, οι προοπτικές ήταν μεγαλύτερες του Παπαδόπουλου. Η ευθύνη στους ποδοσφαιριστές που δεν κάνουν καριέρα δεν είναι ποτέ μονόπλευρη. Οπως στο τανγκό χρειάζονται δύο να ξέρουν τον ρυθμό, έτσι και στις ομάδες φταίνε και οι παίκτες και όποιοι δεν ασχολήθηκαν σοβαρά μαζί τους. Διαχρονικά τέτοια παραδείγματα μπορεί κάποιος να βρει τόσα, που θα γεμίζαμε μία ολόκληρη εφημερίδα.