H εθνική Αγγλίας ταξίδεψε για ένα από τα πλέον ανούσια και… θλιβερά φιλικά ματς της ιστορίας της. Ενώ όλες οι σοβαρές ποδοσφαιρικά χώρες ετοιμάζονται για το Euro, οι Αγγλοι πήγαν στο Τρίνινταντ για να παίξουν σ' ένα ματς που μοιάζει με τις πέτρες που σπάνε οι φυλακισμένοι-καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα. Τη μέρα που ανακοινώθηκε πως οι μισθοί στην Πρέμιερ Λιγκ ξεπέρασαν το φράγμα του ενός δισεκατομμυρίου λιρών και πως μόνο η Τσέλσι πληρώνει σχεδόν 160 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για τα συμβόλαια των παικτών της, ποσό αστρονομικό, το αγγλικό ποδόσφαιρο συνειδητοποιεί όλο και πιο πολύ πόσο έχει μείνει πίσω σε επίπεδο εθνικής ομάδας! Κι αυτό έχει να κάνει με μία χρόνια ασθένεια: αυτή του ευνουχισμού των καλών ποδοσφαιριστών, της προσπάθειας να τους κάνουν όλους να αγωνίζονται σαν πειθαρχημένα στρατιωτάκια! Τέτοιες μέρες το 1979 έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική ομάδα το «δεκάρι» της Τότεναμ Γκλεν Χοντλ. Τα επόμενα 10 χρόνια είχε 53 συμμετοχές με την εθνική. «Ηταν όντως τόσες πολλές;», αναρωτιέται ο ίδιος. «Πάντως, μόνο μία φορά θυμάμαι να έπαιξα στη θέση που αγωνιζόμουν στην Τότεναμ...». Τις υπόλοιπες 52 φορές ο Χοντλ ήταν επιφορτισμένος με τη... στενή επιτήρηση αντιπάλων. Ενα εξαιρετικό βιβλίο γραμμένο το 2004 από τους Ruediger Barth και Giuseppe di Grazia, που λεγόταν «Το 10 – Η μαγεία του ποδοσφαίρου», ανέλυε εκπληκτικά αυτή την αγγλική… απέχθεια στους στυλάτους ποδοσφαιριστές.
Το παράδειγμα του Χοντλ είναι το πλέον ενδεδειγμένο, αν θέλει κανείς να κατανοήσει το πώς οι Εγγλέζοι αντιμετωπίζουν το «δεκάρι». Διότι ο Χοντλ –φανατικός χριστιανός και αντιαλκοολικός– δεν κατέστρεψε την καριέρα του μόνος του, όπως άλλοι. Ο Πλατινί φέρεται να έχει πει πως «αν ο Χοντλ ήταν Γάλλος, θα είχε πάνω από 150 συμμετοχές στην εθνική ομάδα...». Με τον Χοντλ συνέβη το εξής: ενώ κλήθηκε στην εθνική ομάδα εξαιτίας ακριβώς του μεγάλου του ταλέντου, έπαιξε σε αυτήν θυσιάζοντάς το.
Το 1981 προσπάθησε ο ίδιος να δώσει μια εξήγηση: «Αντίθετα μ’ αυτό που κάνουν οι Βραζιλιάνοι, εμείς μόλις ανακαλύψουμε ένα ταλέντο αρχίζουμε να ψάχνουμε για τα ελαττώματά του. Αυτό το έχω ζήσει από μικρός. Εδώ χρειαζόμαστε παίκτες που να τρέχουν και να βάζουν το πόδι τους στη φωτιά. Το να μπορούν να ντριμπλάρουν ή να βγάζουν πάσες ακριβείας στα 40 μέτρα δεν είναι ζητούμενο!».
Τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισε ο Χοντλ αντιμετώπισαν και άλλοι Αγγλοι δημιουργικοί παίκτες. Ο Κρις Γουόντλ και ο Τζον Μπαρνς, χαρισματικοί και οι δύο, εξέφρασαν στο Μουντιάλ του 1990 το ίδιο παράπονο: ότι πρακτικά τους χρησιμοποιούσαν ως ανασταλτικούς! Το αγγλικό σύστημα, που συνδέει σταθερά και μονοσήμαντα παίκτες και θέσεις, αφαιρεί κατά την άποψή τους από το παιχνίδι την απόλαυση.
Η μεγάλη δυσπιστία των Αγγλων απέναντι σε γνήσια «δεκάρια» φωτίζεται με τον πιο σαφή ίσως τρόπο στην αυτοβιογραφία του Μπόμπι Ρόμπσον. Ο προπονητής της εθνικής Αγγλίας από το 1982 μέχρι και το 1990, την ίδια δηλαδή περίοδο κατά την οποία ήταν διεθνείς ο Χοντλ, ο Γουόντλ και ο Μπαρνς, αγαπούσε τους δημιουργικούς παίκτες. Στην εθνική Αγγλίας χρησιμοποίησε αυτό το τρίο δεκάδες φορές. Οι αξίες του παραμένουν, ωστόσο, ίδιες με των περισσότερων εμπλεκομένων στο αγγλικό ποδόσφαιρο και έχουν τις ρίζες τους στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γεννήθηκε το 1933, στα τέλη δηλαδή της βρετανικής αποικιοκρατίας, όταν το βασικό χαρακτηριστικό των Αγγλων ήταν η ετοιμότητα για μάχη. Μέχρι και το 1945 και για πάνω από 200 χρόνια οι Αγγλοι έπρεπε να είναι σε θέση να υποτάσσουν ντόπιους πληθυσμούς στις αποικίες τους και να πολεμούν εναντίον άλλων Ευρωπαίων. Ετσι γεννήθηκε η λατρεία για τον στρατιώτη, που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να θυσιάσει τη ζωή του για το κοινό καλό.
Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει με νοσταλγία τους περισσότερους από τους πολέμους της, η λατρεία αυτή επέζησε και μετά την 8η Μαΐου 1945. Και στον συντηρητικό ανδρικό κόσμο του βρετανικού ποδοσφαίρου διατήρησε ακέραια την ισχύ της. Στα λασπωμένα γήπεδα που υπήρχαν στην Αγγλία μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70, το ποδόσφαιρο παιζόταν από παίκτες που φορούσαν βαριά παπούτσια σαν μπότες. Και πάντα οι Αγγλοι προπονητές, όπως και το κοινό στην εξέδρα, συγκρίνουν τους παίκτες τους με στρατιώτες. Ο ίδιος ο Ρόμπσον ήταν υπερήφανος για τον αρχηγό της εθνικής, τον συνονόματό του Μπράιαν Ρόμπσον: «Μπορεί κανείς να τον θάψει βαθιά στη γη και να 'ναι σίγουρος ότι ο Μπράιαν θα καταφέρει να βγει από κει μέσα ζωντανός και πρώτος». Ελάχιστοι ξένοι προπονητές θα καταλάβαιναν το νόημα μιας τέτοιας πρότασης. Και δεν θα διανοούνταν να την ξεστομίσουν.
Αυτό εξηγεί εν μέρει τη λατρεία για τον Τζον Τέρι, τον Τζέιμι Κάραγκερ, τον Ρίο Φέρντιναντ (αν και αυτός ξέρει αρκετή μπάλα) ή παλιότερα για παίκτες τύπου Στιβ Μπρους, Τέρι Μπούτσερ, Πολ Ινς, Τόνι Ανταμς, Γκάρι Πάλιστερ, Πίτερ Ριντ. Οι λοχίες που οδηγούν τον στρατό στη μάχη. Αν κάποιος μπορεί τώρα να συνδυάσει τον ηρωισμό με μπαλιές σαράντα μέτρων ή μακρινών σουτ για γκολ όπως ο Στίβεν Τζέραρντ, ακόμα καλύτερα αλλά ο ενθουσιασμός του μετρά πιο πολύ από μία ωραία αλλαγή παιχνιδιού.
Ο Καπέλο οφείλει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουν το παιχνίδι. Είναι πιο εύκολη δουλειά από την εποχή του Ρόμπσον ή του Βέναμπλς, διότι οι πολλοί ξένοι παίκτες, οι επιτυχίες στο Τσάμπιονς Λιγκ, οι προπονητές σαν τον Βενγκέρ, τον Μπενίτεθ και τον Μουρίνιο, που έφεραν άλλα ήθη και έθιμα, προετοίμασαν το έδαφος για να αποδεχτεί το κοινό την Αγγλία να αλλάζει την μπάλα δέκα και είκοσι φορές πριν κάνει επίθεση, να περιμένει τον αντίπαλο, ακόμα και να κάνει... καθυστέρηση σε φιλικό όπως έγινε με την Ελβετία! Μέχρι πάντως την επόμενη διοργάνωση που θα πάρουν μέρος, καλό είναι να συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι φαβορί απέναντι σε κανέναν αντίπαλο που ξέρει να στηθεί καλά μέσα στο γήπεδο. Και να σταματήσουν κάποιοι αναλυτές στον αγγλικό Τύπο να αναρωτιούνται, για παράδειγμα όπως το 2004, τι ακριβώς κάνει μέσα στο γήπεδο όταν δεν μαρκάρει ο Οουεν ή ο Ρούνεϊ. Σκοράρει, είναι η απάντηση. Κι αυτή είναι η δουλειά του και όχι να τρέχει σαν τον σκύλο πίσω από τα αυτοκίνητα γαβγίζοντας!