Κάποτε σε μία βραδιά ευθυμίας, σε ένα ταξίδι του Παναθηναϊκού στην Ευρώπη, με σβηστές τις κάμερες ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έκανε την αυτοκριτική του, μιλώντας για τις συνεχείς αλλαγές προπονητών. «Μερικές φορές σκέφτομαι πως κακώς τους αλλάζω, αλλά με παρηγορεί το γεγονός πως αυτοί δεν ξέρουν την ομάδα και τους παίκτες καλύτερα από εμένα. Και τα αποτελέσματα με δικαιώνουν». Ηταν η εποχή της απόλυτης παντοδυναμίας του και φυσικά όταν κατακτούσε ο ΠΑΟ το νταμπλ με προπονητή τον παγκοσμίως άγνωστο Πίτερ Πάκερτ, τότε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ένιωθε διπλά δικαιωμένος. Γι' αυτό και την επόμενη μέρα τον έδιωχνε!
Ο Σωκράτης Κόκκαλης διακατέχεται από το ίδιο σύνδρομο. Φυσικά και τα αποτελέσματα τον δικαιώνουν. Οταν λέει πως ήθελε να διώξει νωρίτερα τον Λεμονή, αλλά οι πιο συγκρατημένοι τον απέτρεπαν, απολαμβάνει σχεδόν ηδονικά τη δικαίωσή του. Τα πρωταθλήματα δεν τα παίρνουν οι προπονητές, αλλά οι πρόεδροι. Δόγμα κλασικό των ομάδων που οι ιδιοκτήτες τους γίνονται μεγαλύτεροι από αυτό που εκπροσωπούν. Οποιοι λοιπόν έτρεφαν αυταπάτες πως ο Ολυμπιακός θα πάει να προσλάβει ξένο προπονητή με στόχο μία ακόμη καλή πορεία στην Ευρώπη, το άκουσαν ξερά και κοφτά: η ομάδα έχει σύστημα, οπότε όποιος προπονητής έρθει, καλό είναι να το καταλάβει σύντομα. Ας φέρει και ένα βοηθό, βρε αδελφέ, δεν χάθηκε ο κόσμος. Αλλά μεταγραφές; Εμείς θα τις κάνουμε. Πώς θα παίζει; Εμείς θα το αποφασίζουμε. Απλά και παστρικά πράγματα. Οταν είχαν ρωτήσει τον αείμνηστο Σαντιάγκο Μπερναμπέου γιατί δεν ανησυχεί από τις αποδοκιμασίες του κόσμου, μία εποχή που η Ρεάλ πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο, χαμογελώντας είχε πει πως το ίδιο πλήθος που αποδοκιμάζει το ίδιο επευφημεί με απλές κινήσεις. Μία εντυπωσιακή μεταγραφή, μία αλλαγή προπονητή και είναι ευτυχισμένο. «Νομίζουν πως μετέχουν στις αποφάσεις με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν καταλαβαίνουν πως ουσιαστικά εγώ τους δίνω τον τόνο. Ο,τι θέλω γίνεται και πιστεύουν πως με ελέγχουν», ήταν τα λόγια του. Ο Ολυμπιακός πήρε το 11ο πρωτάθλημά του σε 12 χρόνια. Δεν ήταν καλύτερος από τους αντιπάλους του, αλλά για να ακριβολογούμε και εκείνοι δεν άρπαξαν την ευκαιρία να τον αποτελειώσουν όταν παραπατούσε. Ο Σωκράτης Κόκκαλης, μόλις είδε την πιθανότητα να χάσει τον τίτλο η ομάδα του, παραμέρισε τους νεαρούς που άφησε πέρυσι να κάνουν κουμάντο και ανέλαβε δράση. Και αυτός ο τίτλος, πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον τα τελευταία χρόνια, είναι εντελώς δικός του.
Τη λύγισε τελικά μονάχα η μοίρα...
Υπήρξε ό,τι καλύτερο είχε βγάλει το ιταλικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων. Αγαπήθηκε παράφορα και έφυγε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να φθαρεί. Στο διάβα της δεν νικούσε απλά. Ανάγκαζε τον αντίπαλο να υποκλιθεί. Σε εκείνη τη μοιραία πτήση της 4ης Μαΐου του 1949 η μοίρα θαρρείς πως ήθελε να βάλει τέρμα στη μεγαλύτερη ομάδα που είχε δει έως τότε ο πλανήτης. Η Τορίνο, που έσβησε σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν το συννεφιασμένο απόγευμα στη Σουπέργκα, όταν το αεροπλάνο που τη μετέφερε από τη Λισσαβώνα συνετρίβη στην Μπαζίλικα, είναι ένας μύθος. Και δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεραστεί. Ακριβώς γιατί έφυγε σε ένα τέλειο σημείο, τη στιγμή που ακόμη δεν είχε κάνει τον κύκλο της.
Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια, μετά τη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία, ντροπιασμένη και ηττημένη, δεν είχε πολλά πράγματα που την άφηναν να έχει ψηλά το κεφάλι. Πλην της «Γκρανάτα». Ως ομάδα δεν είχε αντίπαλο. Σε εσωτερικό επίπεδο άφηνε τη σκόνη της να καλύπτει τους υπόλοιπους. Και εκτός συνόρων αντιμετώπιζε στα ίσια οποιονδήποτε. Εκτός από τη μοίρα, όπως αποδείχτηκε!
Ο Βαλεντίνο Ματσόλα ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ανάμεσα σε μία ενδεκάδα που ήταν πολλοί σταρ, με την έννοια της εποχής φυσικά. Απλά παιδιά με χάρισμα στο να «χαϊδεύουν» και όχι να κλοτσούν την μπάλα! Ο Μπατζικαλούπο, ο Μπαλαρίν, ο Οσολα, ο Γκρεζάρ, ο Καστιλιάνο, ο Γκαμπέτο, ο Γκράβα, ο Λόικ, ο Σούμπερτ, ο Ριγκαμόντι. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάτες στη βιομηχανία της FIAT. Αυτή που ανήκε στον δογματικό... εχθρό, την οικογένεια Ανιέλι, ιδιοκτήτρια της Γιουβέντους. Μάλιστα ο Ματσόλα μαζί με τη μεταγραφή από τη Βενέτσια στην Τορίνο έφευγε από το εργοστάσιο της Alfa Romeo για να ενταχθεί και αυτός στη FIAT! Η μοιραία πτήση εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα πήρε στον άλλο κόσμο 31 ανθρώπους. Από αυτούς οι 18 ήταν τα μέλη του πρώτου μεταπολεμικού πραγματικού ποδοσφαιρικού κολοσσού. Της μόνιμης πρωταθλήτριας για πέντε σερί σεζόν Τορίνο.
Μία ομάδα που έπαιζε (βασισμένη στο WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν) με 5 επιθετικούς. Με βασικό σκοπό το θέαμα. Γιατί το αποτέλεσμα ήταν διαδικαστικό θέμα. Πόσο (και όχι αν) θα κέρδιζε. Και αυτή η… ανία που προκαλούσε η συνεχής κυριαρχία της Τορίνο, αντί να δημιουργεί συσπείρωση απέναντί της, ως εκ θαύματος γεννούσε καινούργιους φίλους και θαυμαστές! Τα ρεκόρ που έκανε εκείνη η ομάδα παραμένουν ακατάρριπτα. Και ποιος ξέρει αν το Κύπελλο Ευρώπης ξεκινούσε λίγα χρόνια νωρίτερα, ποιο θα ήταν το σημερινό μέγεθος της Τορίνο;
Στην ισοπεδωτική σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο της υπερομάδας που χάθηκε σαν κάστρο από άμμο στην ακροθαλασσιά πριν από 59 χρόνια. Μέσα όμως από τα ασπρόμαυρα φιλμ της εποχής, αναδύεται μία μαγεία. Μία διαφορετικότητα που πιθανότατα στον 21ο αιώνα δεν έχει πλέον θέση. Ισως γιατί με το χρώμα στα φιλμ (και στη ζωή μας) χάθηκε και η δύναμη για όνειρα. Ονειρα που ομάδες όπως η «Invincibile Granata» κρατούσαν ζωντανά.
Το ερειπωμένο «Φιλαντέλφια», το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε η τεράστια «Τόρο», στέκεται στοιχειωμένο. Οι οπαδοί θαρρείς πως περιμένουν αυτή τη μέρα σαν τον ερχομό της Δεύτερης Παρουσίας. Μία μέρα που η ομάδα θα ξαναγυρίσει στο σπίτι της.
Μέχρι τότε οι άνθρωποι που μένουν γύρω από το στάδιο ορκίζονται πως τις νύχτες ακούνε φωνές. Οτι διακρίνουν σκιές μέσα στο σκοτάδι να αλλάζουν μπαλιές. Να προσφέρουν σκηνές αληθινής ποδοσφαιρικής μαγείας. Αυτές που δεν πρόλαβαν να δώσουν απλόχερα σε όλο τον πλανήτη εξαιτίας της μοιραίας πτήσης της 4ης Μάη 1949.