Στον παράλογο κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου ο μόνος Ελληνας παίκτης που αγωνίστηκε σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ κινδυνεύει να τελειώσει την καριέρα του χωρίς τελικά να πάρει ένα πρωτάθλημα! Ο Ακης Ζήκος δεν θα είναι μόνος σε αυτό το... hall of fame της παράνοιας. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωσε κοτζάμ ευρωπαϊκό τρόπαιο, αλλά και αυτός πρωτάθλημα δεν πανηγύρισε. Ο Ντέμης Νικολαΐδης το ίδιο. Ο Γιώργος Καραγκούνης επίσης. Και ένας πραγματικά σπουδαίος παίκτης, ο Νίκος Λυμπερόπουλος, δεν έχει ούτε καν ένα μετάλλιο από Κύπελλο Ελλάδας να δείξει κάποια μέρα στα εγγόνια του. Παντού υπάρχουν αδικίες, σε κάθε γωνιά του πλανήτη που παίζεται ποδόσφαιρο. Αλλωστε, το 'χω χιλιογράψει, το ποδόσφαιρο είναι μία μικρογραφία της ζωής. Ομως θαρρώ ότι τόσο κραυγαλέες ανορθογραφίες δεν βρίσκεις πουθενά. Γιατί στον τρελό κόσμο μας μπορεί ο Πουρσαϊτίδης, ο Τρούπκος, ο Βαρεσάνοβιτς, ο Αμποάγκουε και ο Λέμενς να 'χουν στην κατοχή τους μετάλλια πρωταθλητή, από το σάρωμα των τίτλων που έκανε ο Ολυμπιακός από το 1997 και μετά, όπως ακόμη και ο Επαλέ με τον Νιρέν Ντεμπά και τον Ζουτάουτας, από τη χρονιά του νταμπλ του Παναθηναϊκού, αλλά όχι αρκετοί από τους ανθρώπους που έγραψαν αληθινή ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο!
Ο Ακης Ζήκος είναι ένα από αυτά τα ονόματα. Στο Γκελζενκίρχεν το 2004 τον έβλεπα να ανεβαίνει με την ελληνική σημαία στους ώμους στο βάθρο για το μετάλλιο του χαμένου και αισθανόμουν όμορφα. Πίστευα ότι τα είχαμε δει όλα με τη δική του παρουσία σε τόσο υψηλό επίπεδο. Πού να φανταζόμασταν αυτό που θα επακολουθούσε περίπου πενήντα μέρες μετά στην Πορτογαλία... Ο Ζήκος αδικήθηκε κατάφωρα από τον Ρεχάγκελ στο θέμα «Εθνική ομάδα». Δεν είναι δυνατό να μην έβλεπε ο Γερμανός ότι στη θέση του ήταν για περίπου τέσσερα χρόνια ο κορυφαίος Ελληνας παίκτης. Ειδικά το 2003-2004, τη σεζόν που η Μονακό έφτασε στον τελικό, ο Ντιντιέ Ντεσάν επέμενε ότι ο Ζήκος τού θύμιζε τον εαυτό του. Ο Ντεσάν, θυμίζω, σήμαινε «η επιτομή του ρόλου του αμυντικού χαφ» όπως ο Λουίς φαν Γκάαλ είχε δηλώσει το 1996. Και ο Χίτζφελντ στο Μόναχο το 1997 στη νίκη της Ντόρτμουντ επί της Γιουβέντους του Λίπι έχτισε την άμυνά του με μαρκάρισμα του Πάουλο Σόουζα στον Γάλλο, κάτι που δεν είχε προηγούμενο! Μαν του μαν σε αμυντικό χαφ! Ο Ζήκος, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο τον κέρδισε με την προσωπικότητά του και με τις ικανότητές του, αλλά δεν κατάφερε να συγκινήσει τον χερ Οτο. Μπορεί να μην το είπε ποτέ, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα το σκέφτηκε αρκετές φορές βλέποντας τα ματς στο Euro 2004 πως θα ήταν ωραίο να ήταν εκεί. Το άξιζε. Και θα βοηθούσε.
Δεν μπορεί όμως να παραπονιέται. Οι ποδοσφαιρικές μοίρες τον αγκάλιασαν από την εποχή που έπαιζε στου Παπάγου. Η Skoda Ξάνθη τον απέκτησε και για τον Ακη αυτό ήταν ένα πανεπιστήμιο. Η ομάδα που ξέρει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη να ανακαλύπτει και να πουλάει ταλέντα τού άνοιξε τις πύλες για την καθιέρωση. Η ΑΕΚ, στην οποία έπαιξε, άξιζε να αναδειχτεί πρωταθλήτρια το 2002. Μόνη της έχυσε την καρδάρα με το γάλα στο 4-3 με τον Ολυμπιακό, εκεί που πήγαινε για δύο αποτελέσματα, αλλά κυρίως με τις τραγελαφικές ιστορίες Ψωμιάδη και Σάντος κοντά στα Χριστούγεννα του 2001, την ώρα που βρισκόταν μπροστά στη βαθμολογία επτά ολόκληρους πόντους.
Η επιστροφή του πέρυσι συνέπεσε με ντέρμπι. Είχε προβλήματα τραυματισμών και προερχόμενος από αγωνιστική απραξία μηνών ήταν με διαφορά ο κορυφαίος του αγώνα! Σπάνια ένας Ελληνας παίκτης σε ντέρμπι έμοιαζε τόσο ανώτερος από τους συμπαίκτες αλλά και τους αντιπάλους του. Ηρεμος, με αλάνθαστη παρουσία στα χαφ, με απόλυτη επιτυχία σε τάκλιν και πάσες και ενώ κανείς δεν υπολόγιζε ότι θα άντεχε ενενήντα λεπτά, έμεινε όρθιος μέχρι το τέλος. Εκείνη τη μέρα οι ελάχιστοι άπιστοι Θωμάδες που αμφισβητούσαν το πόσο πολύ είχε βελτιωθεί στα πέντε χρόνια της ξενιτιάς κατάπιαν τη γλώσσα τους.
Σήμερα ίσως να είναι το τελευταίο ματς που φορά την κιτρινόμαυρη φανέλα, αλλά και γενικότερα ποδοσφαιρικά παπούτσια. Αν υπάρξουν πλέι οφ και η ΑΕΚ δεν ανατρέψει την κατάσταση ώστε να του χαρίσει το μετάλλιο που θα έβαζε δίπλα στο άλλο από το Τσάμπιονς Λιγκ, ίσως να τον δούμε για μερικά encore. Αυτοί που τον αποδοκίμαζαν μετά το ματς με τον Αρη έσπευσαν να φωνάξουν ρυθμικά το όνομά του στη μεγαλειώδη βραδιά του με τον Ολυμπιακό. Εκεί που ακόμα και οι πιο δύσπιστοι πείστηκαν ότι το κενό του θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να το καλύψει η «Ενωση» από το καλοκαίρι. Γιατί την ποιότητα δεν μπορείς να την αντικαταστήσεις, παρά μόνο με κάτι αυθεντικό.
Για τον ίδιο είμαι βέβαιος ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο μέσα στο γήπεδο δεν θα του λείψει. Για το ίδιο το σπορ, όμως, θα είναι μία απώλεια ακόμη ενός σπουδαίου που το πάμφτωχο τοπίο μας δεν έχει την πολυτέλεια να αναπληρώσει.