Όποιος είδε το βράδυ της Τετάρτης το παιχνίδι της Τότεναμ με την Τσέλσι μπορεί εύκολα να καταλάβει πολλά πράγματα. Είναι το ματς για το οποίο αυτός που αγαπά την μπάλα πληρώνει εισιτήριο. Είναι αυτό που ο μεγάλος Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο είχε στο μυαλό του όταν έγραφε στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Τα 1.000 πρόσωπα του ποδοσφαίρου». Οταν μιλούσε δηλαδή για τον εαυτό του ως «ένα ζητιάνο του ποδοσφαίρου, έναν άνθρωπο που δεν τον ενδιαφέρουν χρώματα και σημαίες, αλλά μόνο το θέαμα». Πόσοι, με το χέρι στην καρδιά, στην Ελλάδα μπορούν να το πουν αυτό; Ούτε ένας στους δέκα, σας διαβεβαιώ. Οι πιο πολλοί -και δυστυχώς τα νέα παιδιά- έχουν μπολιαστεί τόσο πολύ με την ανάγκη της νίκης, χρειάζονται τόσο πολύ την τροφή που συνοδεύει τους τρεις βαθμούς ανεξαρτήτως κόστους, που χαίρονται μόνο αν η ομάδα τους κερδίσει. Πώς; Αδιάφορο! Μόνο να νικήσει, μόνο να προσθέσει τα ποντάκια στη βαθμολογία! Η σύγχρονη κοινωνία, που έμαθε να επιβραβεύει σε πολύ πιο σοβαρά κοινωνικά θέματα μόνο την επιτυχία και όχι την προσπάθεια, που ανέδειξε με τα δεκάδες lifestyle έντυπα το ακριβό αυτοκίνητο και τα φανταχτερά ρούχα, τα πούρα και τη χλιδή ως μοναδικό μέσο απόδειξης της επιτυχίας, ουσιαστικά μετέφερε και στο ποδόσφαιρο την ίδια νοοτροπία.
Το ματς στο Λονδίνο την Τετάρτη το βράδυ ήταν ακατάλληλο για οπαδούς. Η αμυντική λειτουργία και των δύο ομάδων ήταν τραγική. Κι αυτό για τον οποιονδήποτε προπονητολάγνο αναλυτή και για όποιον θεωρεί –όπως οι Ιταλοί– πως τέλειο ματς είναι μόνο όποιο λήγει 0-0 γιατί δεν έγιναν λάθη, είναι εφιάλτης. Για όποιον, όμως, σπαταλά σχεδόν δύο ώρες από τη ζωή του για να πάει στο γήπεδο ή βλέπει από την τηλεόραση ένα ματς, το χορταστικό 4-4 με τα ωραιότατα γκολ και τις πολλές φάσεις είναι βάλσαμο. Δυστυχώς, όλο και πιο πολύς κόσμος έχει μπολιαστεί με τη νοοτροπία πως κάτι αξίζει στην μπάλα μόνο αν παίρνεις τα αποτελέσματα. Ακούω και διασκεδάζω αφάνταστα με αυτούς που βγαίνουν στις γραμμές, οι οποίοι μιλάνε για «λίγη καλή μπαλίτσα, βρε αδελφέ» στο ξεκίνημα της κουβέντας, αλλά στη συνέχεια κάνουν λόγο για το πρωτάθλημα, για τον προπονητή, για τα αποτελέσματα που δεν φέρνει. Λοιπόν, για να το κάνουμε λιανά, προπονητής που θα ενδιαφερθεί για το θέαμα και όχι για το πώς θα πάρει βαθμούς για να κρατήσει τη δουλειά του, δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει, δείξτε τον μου να σας δείξω κάποιον που σύντομα θα είναι άνεργος! Το όλο σύστημα έχει εξωθήσει τους προπονητές και τους παίκτες στην παράνοια. Μαζί και τους οπαδούς. Μόνο που για έναν πρόεδρο είναι κατανοητό, με τα χρήματα που διακυβεύονται πια με το Τσάμπιονς Λιγκ, να έχει χάσει τον ύπνο του. Για τον οπαδό, όμως; Που μπορεί να μην έχει λεφτά για να αγοράσει παιχνίδια στα παιδιά του, αλλά αγχώνεται για το αν η ομάδα θα πάρει το πρωτάθλημα; Λυπάμαι, αλλά πλέον η μπάλα έχει χάσει την πρωταρχική σημασία της, που κάποτε ήταν ένας εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης. Να δώσεις τα ωραία σου χρήματα για να πας στο γήπεδο, συν την ταλαιπωρία να έχεις πληρώσει και για τα δύο παιδιά σου, και να καρδιοχτυπάς για το αν η ομάδα σου, ταμπουρωμένη στην περιοχή της, θα κρατήσει μέχρι το τελευταίο λεπτό σε ένα άθλιο θέαμα την ισοπαλία, δεν θα έπρεπε να λέγεσαι οπαδός, αλλά μαζοχιστής!
Τι μπορεί να γίνει, θα αναρωτηθείτε... Να αυξήσετε τις απαιτήσεις σας. Να θέλετε να αποκτήσουν αξία τα χρήματα που δαπανήσατε. Να μη φεύγετε ικανοποιημένοι από το γήπεδο και με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά αν η ομάδα σας «αλλού πατά και αλλού βρίσκεται» και αναλαμβάνει να «καθαρίσει» γι' αυτή ο διαιτητής. Να θέλετε να βλέπετε καλή μπάλα, κάτι που προϋποθέτει την επίπονη διαδικασία να δέχεστε πως ο αντίπαλος είναι καλύτερος αν αποδίδει μέσα στις τέσσερις γραμμές πιο καλά. Και φυσικά να είστε έτοιμοι να χειροκροτήσετε την προσπάθεια ακόμα και αν δεν συνοδεύεται από το αποτέλεσμα. Η πιο ηλίθια αμερικανιά που κατέκλυσε τον αθλητισμό είναι το αγαπημένο κλισέ του πάντα «εύπεπτου» σε τέτοια θέματα αθλητικού Τύπου: «Ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα». Την απάντηση την έχει δώσει η ίδια η ιστορία, που κρατά σε πιο περίοπτη θέση την Ολλανδία του 1974, την Ουγγαρία του 1954, τη Βραζιλία του 1982 από τους τελικούς νικητές. Μια ιστορία που ξέρει πως αν δεν υπάρχει ένας μεγάλος χαμένος, τότε δεν έχει αξία ο νικητής.