Ξεπερνώντας πλέον ο Πάολο Μαλντίνι τα 1.000 επαγγελματικά παιχνίδια, αλλά οδεύοντας πια στο τέλος της τεράστιας καριέρας του, γίνεται όλο και πιο αντιληπτό ότι οι παίκτες-σημαίες, αυτοί που μια ζωή φορούσαν μία φανέλα σε όλη την πορεία τους, γίνονται πια προστατευόμενα είδη. Μάλιστα κινδυνεύουν στη σημερινή εποχή του bluetooth, των blogs, και του iphone να χαρακτηρίζονται και... οπισθοδρομικοί όποιοι επιμένουν στον ρομαντισμό. Ο κόσμος πάντα φώναζε για μεταγραφές στην μπάλα, αλλά λάτρευε τους δικούς του, τους ανθρώπους του.
Το βιβλίο του Κώστα Νεστορίδη (Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ) με τη ζωή του θρυλικού σέντερ φορ της ΑΕΚ, που έβρισκε χίλιους και δυο τρόπους για να σκοράρει, δίνει την ευκαιρία σε όποιον αγάπησε την μπάλα, σε μία εποχή που οι παίκτες δεν έμοιαζαν με επιβάτες σε τράνζιτ αεροδρομίου στο Αμστερνταμ, αλλάζοντας φανέλες κάθε τρεις και λίγο, να αναπολήσει. Ο Νίκος Κατσαρός, ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση και είναι ο άνθρωπος που του χρωστάω τα περισσότερα σε αυτή τη δουλειά, συγκεντρώνοντας τις ανέκδοτες ιστορίες κατάφερε να ξαναφέρει τον προβληματισμό στο αν τελικά οι μεγάλες ομάδες χρειάζονται χρήματα για να φτιαχτούν ή πολύ μεράκι και αγάπη!
Σε αντίθεση λοιπόν με το τι πιστεύει ο κόσμος, οι μεγάλες ομάδες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 ποτέ δεν φτιάχτηκαν πληρώνοντας πολλά χρήματα. Μιλάμε γι' αυτές που έβαλαν το όνομά τους στην ιστορία, ομάδες που στο πέρασμά τους σάρωσαν κατακτώντας τίτλους, αλλά κυρίως κερδίζοντας τον σεβασμό των αντιπάλων. Για την Τορίνο του Ματσόλα και τη Χόνβεντ του Πούσκας, την Μπενφίκα του Εσουέμπιο, τον Αγιαξ του Κρόιφ και τη Λίβερπουλ -πρώτα του Κίγκαν και μετά του Νταλγκλίς- είναι πάνω-κάτω γνωστό πως δημιουργήθηκαν επειδή χαρισματικοί παίκτες βρέθηκαν μαζί την ίδια εποχή στον ίδιο σύλλογο. Κάποιοι λένε πως η Ρεάλ του Ντι Στέφανο, η Μίλαν του Ριβέρα, όπως και η Ιντερ του Φακέτι ήταν ομάδες που οι πρόεδροί τους ξόδεψαν πολλά χρήματα για να τις κάνουν πρωταθλήτριες Ευρώπης. Λάθος. Είχαν εξαιρετική βάση νέων παικτών και την ενίσχυσαν με επιλεγμένες, και μερικές φορές, ακριβές κινήσεις. Ο Κοπά στοίχισε στον Μπερναμπέου από τη Ρεμς μια μικρή περιουσία, όπως ο Σκιαφίνο στη Μίλαν και ο Σουάρεζ στην Ιντερ, όμως αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα.
Η Μπάγερν της δεκαετίας του '70 ήταν απόσταγμα μιας φουρνιάς σπουδαίων παικτών που αποτέλεσαν για χρόνια τη ραχοκοκαλιά και της εθνικής Γερμανίας. Η Γιουβέντους του Τραπατόνι είχε πολλούς σπουδαίους Ιταλούς ποδοσφαιριστές, που το έμπειρο μάτι του Αλόντι τούς είχε εντοπίσει άσημους σε ομάδες, όπως η Αταλάντα και η Κόμο, ή τους ανέβασε από τα φυτώρια και για χρόνια έγιναν βασικοί και με τη «σκουάντρα ατζούρα». Ο Σιρέα, ο Ταρντέλι, ο Καμπρίνι και ο Μπέτεγκα ήταν για χρόνια σταρ. Κάποια στιγμή η οικογένεια Ανιέλι πλήρωσε πολλά λεφτά για τον Πλατινί και τον Μπόνιεκ.
Η πρώτη ομάδα που κόστισε πολλά χρήματα για να δημιουργηθεί ήταν η Μίλαν του Μπερλουσκόνι. Ο Αρίγκο Σάκι ζήτησε τους τρεις Ολλανδούς (Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ) συν κάποιους καλούς παίκτες, όπως ο Αντσελότι από τη Ρόμα. Τους πλαισίωσε όμως με φυσιογνωμίες όπως ο Μαλντίνι, ο Μπαρέζι, ο Κοστακούρτα και ο Ντοναντόνι και έφτιαξε την τελευταία τεράστια ομάδα που είδε το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Μπόκα Τζούνιορς της δεκαετίας του '90 και η Ιντεπεντιέντε της δεκαετίας του '70, όπως και η Σάντος της εποχής του Πελέ, ήταν ομάδες που μόνιμα ζούσαν με την παραγωγή των φυτωρίων τους και κυρίως πουλούσαν παρά αγόραζαν ποδοσφαιριστές.
Ολα αυτά άλλαξαν από τη στιγμή που ο Μποσμάν κέρδισε τη δίκη το 1995. Το ποδόσφαιρο πια δεν θα ήταν το ίδιο και η τελευταία ομάδα που είδαμε να δημιουργείται με βάση νέα παιδιά και να κερδίζει τίτλους ήταν ο Αγιαξ του Φαν Γκάαλ. Από τη στιγμή που τα ελεύθερα συμβόλαια αλλοίωσαν τις συνθήκες αγοράς, το άθλημα όπως το ξέραμε έπαψε να υπάρχει. Κάποιες φορές με ρωτούν αν ένας σύλλογος, όπως ο Αγιαξ, που βγάζει συνεχώς νέα παιδιά, μπορεί σε περίπτωση που δέκα χαρισματικοί παίκτες ξεπεταχτούν μαζί να ξανακάνει έναν κύκλο επιτυχιών. Πολύ φοβάμαι πως όχι. Γιατί ναι μεν ο Αγιαξ, που είναι το κλασικότερο παράδειγμα σωστής δουλειάς στις ακαδημίες, μπορεί να παράγει διαρκώς ταλέντα, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει να κρατήσει κάποιο από αυτά για παραπάνω από δύο με τρία χρόνια. Μόλις γίνει γνωστός, από τα 17 που είναι μία νορμάλ ηλικία για τους Ολλανδούς για να δίνουν την ευκαιρία σε ένα νέο, τότε η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει. Είναι θέμα χρόνου να φύγει, με αποτέλεσμα αν έχει τέσσερα χρόνια συμβόλαιο, στα τρία να τον πουλάει η ομάδα για να μη χάσει την αξία του! Ετσι έγινε με τον Φαν ντε Φάαρτ, τον Πίεναρ, τον Μάξουελ και κυρίως τον Μπάμπελ.
Κάποτε ο κόσμος στην εξέδρα μπορούσε να «δεθεί» με τον ποδοσφαιριστή. Οι περιπτώσεις του Μαλντίνι, του Γκιγκς, του Ραούλ, του Ντελ Πιέρο, τώρα του Κάραγκερ, του Τζέραρντ, του Πουγιόλ, οι οποίοι έμειναν για χρόνια με την ίδια φανέλα, αποτελούν πια μουσειακό είδος. Ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό προκαλεί το να μείνει τόσα χρόνια με μία φανέλα ένας ξένος, όπως ο Ζανέτι στην Ιντερ, που δέθηκε μαζί της όσο κάποτε ο Φακέτι. Και με τις ομάδες τού σήμερα, που ο παίκτης είναι εδώ τώρα και αύριο αλλού (η περίπτωση Βιεϊρά έρχεται αβίαστα στο μυαλό), η μελλοντική εικόνα με τρομάζει.
Στην Ελλάδα, όμως, σε αντίθεση με το εξωτερικό, ο μόνος δρόμος για να γίνουμε κάποτε αληθινά ανταγωνιστικοί παραμένει αυτός των ακαδημιών. Τα περισσότερα παιδιά στις ομάδες μας έχουν όνειρο να κάνουν καριέρα στη χώρα τους, να αγαπηθούν από την εξέδρα, να νιώσουν σημαντικά. Είναι εντελώς ανόητο και ανούσιο να αγοράζει μία ελληνική ομάδα δέκα ποδοσφαιριστές κάθε χρόνο, από τους οποίους οι επτά να είναι ξένοι.
Ο Παναθηναϊκός από την επιμονή του Γιώργου Βαρδινογιάννη στα παιδιά της Παιανίας ανέδειξε μία ολόκληρη φουρνιά που έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, για να μην ξεχνιόμαστε. Γι' αυτό και η εξέδρα λάτρεψε πέρυσι τον Νίνη και συνεχίζει να τον αποθεώνει, αν και δεν παίζει φέτος, απαιτώντας -και λογικά- από τον Πεσέιρο να του δώσει ευκαιρίες. Η ΑΕΚ για χρόνια ολόκληρα βασίστηκε στη φουρνιά που βγήκε το 1979 από τους νέους της, με επικεφαλής τον Στέλιο Μανωλά. Το πλάνο του 2004, όταν ήταν να χτιστεί μία καινούργια ομάδα, θα το στήριζε ο κόσμος, αλλά η διοίκηση το εγκατέλειψε. Εκείνη η ενδεκάδα με την Αντερλεχτ και μετά με τη Λιλ με τον Χετεμάι, τον Παπασταθόπουλο, τον Κυριακίδη, τον Πλιάτσικα, τον Τόζερ και τον Μόρα θα έβρισκε στήριγμα από τους οπαδούς, αλλά και αυτό το σχέδιο μπήκε στο χρονοντούλαπο. Ο Ολυμπιακός είναι ο πλέον αδικαιολόγητος όλων, αν υπολογίσει κανείς τη δυναμική του ως συλλόγου και πόσα μικρά παιδιά είναι οπαδοί του, που μόνο ο Ελευθερόπουλος και ο Περσίας έκαναν μεγάλη καριέρα προερχόμενοι από τις ακαδημίες. Φέτος τουλάχιστον παίρνουν ευκαιρίες ο Μενδρινός (με καθυστέρηση χρόνων) και ο Κατσικογιάννης. Προσωπικά επιμένω για το πόσο μεγάλο ταλέντο είναι ο Ματσούκας. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει την πολυτέλεια να ακολουθεί τον τρελό χορό των εκατομμυρίων του εξωτερικού. Ακόμα και όταν αποφασίζουμε να ξοδέψουμε, τα χρήματά μας σε πραγματικά μεγέθη δεν φτάνουν. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, όπως η περίπτωση Μπελούτσι, αλλά ποιος, στα αλήθεια, πιστεύει πως αν δεν ερχόταν η εξωπραγματική προσφορά της Σαχτάρ για τον Καστίγιο, θα συνέβαινε η καλοκαιρινή κοσμογονία στο λιμάνι;
Ο κόσμος πάντα λάτρευε να «δένεται» με κάποιους πάικτες. Αυτό πλέον δεν συμβαίνει. Οχι μόνο εδώ, αλλά παντού. Η Ρεάλ για χρόνια είχε τη λογική «έναν Παβόν για κάθε Ζιντάν», η Μπαρτσελόνα επέμενε καταλανικά με τον Πουγιόλ, τον Τσάβι, τον Ινιέστα, τον Βαλντέζ και τον Ολεγκέρ να είναι δίπλα στ' αποδυτήρια με τον Ροναλντίνιο, τον Ετό και τον Ανρί. Εμείς, στα αλήθεια, ποιο προγραμματισμό ακολουθούμε;