Η σημερινή μέρα απαιτεί περισυλλογή. Και στο όνομα των αθώων ψυχών, που το νήμα της ζωής τους κόπηκε εκείνη την αποφράδα Κυριακή, καλό είναι να αναλογιστούν όσοι θεωρούν πως το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι αν αξίζει να φανατίζεσαι.
Η τραγωδία της θύρας 7 το απόγευμα της 8ης Φεβρουαρίου 1981 σόκαρε. Η κοινή γνώμη, αν και μόλις 27 χρόνια πίσω, ήταν πολύ πιο αθώα. Πιο αυθόρμητη. Πιο ντόμπρα. Η κρατική τηλεόραση μετέδωσε την είδηση και μετά διέκοψε το πρόγραμμά της. Το ραδιόφωνο έπαιζε κλασική μουσική. Μόνο κάποιες συνδέσεις έγιναν με το Τζάννειο Νοσοκομείο για ακόμα πιο δυσάρεστες ειδήσεις. Απλά. Χωρίς στόμφο.
Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης έφτανε στον χώρο και αρνήθηκε να μιλήσει στις κάμερες μέχρι να δει τους τραυματίες. Εκανε μία ανθρώπινη δήλωση βγαίνοντας, χωρίς δραματοποίηση. Η αντιπολίτευση δεν μπήκε στο τριπάκι της αντιπαράθεσης. Κι ας πλησίαζαν εκλογές σε λίγους μήνες. Μοιάζει σαν όλα αυτά να έγιναν κάποτε σε άλλη χώρα και όχι εδώ. Σκέφτομαι και τρομάζω στην ιδέα να συνέβαινε κάτι τέτοιο τώρα. Να έπρεπε οι συγγενείς των θυμάτων να έχουν, εκτός από τον αβάσταχτο πόνο τους, να αντιμετωπίσουν τους ρεπόρτερ με τα μικρόφωνα στα χέρια και τους αναλυτές στα παράθυρα, αυτούς που ξέρουν καλύτερα τα πάντα. Από τους πιλότους τα αεροπλάνα, από τους χρηματιστές τα ομόλογα, από τους δικηγόρους τον νόμο, από τους συνταγματολόγους το σύνταγμα, από τους γιατρούς τα θέματα υγείας. Φαντάζομαι ακόμα πόση χολή θα χυνόταν από τις διάφορες παραθλητικές στήλες.
Εκείνο που δεν άλλαξε στη χώρα μας είναι η αθώωση των υπευθύνων. Ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες, ποτέ δεν βγήκε ένα ενδελεχές πόρισμα για να εξηγηθεί η πιο μαύρη μέρα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Θυμίζω πως οκτώ χρόνια πριν από τη ματωμένη Κυριακή στη θύρα 7, στο ίδιο γήπεδο, στην ίδια πόρτα είχαν τσαλαπατηθεί άντρες και παιδιά που έφευγαν από ένα φιλικό ματς του Ολυμπιακού με τον Αγιαξ. Πάλι Φλεβάρης ήταν, του 1973. Εκείνη τη μέρα δεν θρηνήσαμε θύματα από τύχη. Τα τουρνικέ είχαν μείνει στη θέση τους και κάποιος που υποτίθεται έπρεπε να τα βγάλει λίγο πριν από τη λήξη είχε φύγει!
Την ιστορία της θύρας 7 τη βίωσα ως νεαρός ρεπόρτερ. Επέστρεψα στην εφημερίδα που δούλευα, την «Απογευματινή», από το ματς Ατρόμητος-Κόρινθος αλλά ο υπεύθυνος του τμήματος, ο αείμνηστος Χρήστος Ράπτης, μου είπε να τα παρατήσω όλα και να φύγω για το νοσοκομείο. Προσπάθησα να φτάσω κοντά στην πόρτα για να μάθω ό,τι μπορούσα και τη στιγμή που άνοιξε η κεντρική πόρτα για να αναγνωστούν κάποια ονόματα τραυματιών, είδα δίπλα μου έναν πατέρα να λιποθυμά! Μόλις πέρασαν κάποιοι συγγενείς των θυμάτων μέσα, παρατήρησα τον ρεπόρτερ της κρατικής τηλεόρασης να ρωτά τον αστυνομικό αν μπορούσε να περάσει. Του απάντησαν θετικά, αλλά χωρίς την κάμερα. Το σεβάστηκε. Ημασταν περίπου δέκα δημοσιογράφοι απέξω και κανένας δεν διανοήθηκε να πιέσει για να βρει τρόπο να μπει μέσα.
Τώρα που το σκέφτομαι, με βάση το τι συμβαίνει σήμερα και πώς θεωρούνται και κρίνονται οι ικανοί, ως ρεπόρτερ είχαμε αποτύχει. Τότε απλώς περιμέναμε. Οταν έφτασαν και οι φωτογράφοι, έμειναν και αυτοί μαζί μας μέχρι να δούμε αν θα άφηνε κάποιον ο υπεύθυνος του νοσοκομείου να μπει και να πάρει κάποιες φωτογραφίες. Επιλέχτηκε η λύση να μπει ο μεγαλύτερος σε ηλικία συνάδελφος μαζί με ένα φωτογράφο και να έδινε και στους υπόλοιπους το ρεπορτάζ. Ετσι κι έγινε. Πολύ αργά πια, κοντά στα μεσάνυχτα, με τον κόσμο να έχει πυκνώσει αλλά και τα νέα να είναι πια πολύ δυσάρεστα, με τον αριθμό των νεκρών να μεγαλώνει, ο επικεφαλής της Αστυνομίας ζήτησε όποιον είχε δημοσιογραφική ταυτότητα να την επιδείξει και να περάσει στον προαύλιο χώρο.
Στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου είχε εκκενωθεί μια μικρή αίθουσα, όπου είχε στηθεί μία τηλεόραση και υπήρχαν τρία τηλέφωνα για να τα χρησιμοποιήσουμε. Υπήρχαν στυλό και χαρτιά και άφθονος καφές. Ενα μικρό κέντρο Τύπου! Μας ζητήθηκε να μην κυκλοφορούμε στον διάδρομο. Το τηρήσαμε. Σκέφτομαι και πάλι έντρομος, τι θα συνέβαινε σήμερα! Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα είχαμε το πλήρες ρεπορτάζ. Τα ονόματα, τις ηλικίες, τις φωτογραφίες. Φύγαμε για τις εφημερίδες μας, που έκαναν δεύτερη έκδοση. Η χώρα ξενυχτούσε για να μάθει ό,τι παραπάνω γινόταν, θρηνώντας όμως και όχι με τη λογική της κλειδαρότρυπας του σήμερα. Οι εφημερίδες ανέλαβαν το πρωί να φωτίσουν τα κενά.
Ομολογώ πως μου αρέσει να αναφέρομαι στο παρελθόν διότι διδάσκει πολλά. Δεν το αναπολώ, ούτε το νοσταλγώ, αλλά το θυμάμαι. Μερικές φορές όμορφα. Μερικές, όπως σε τέτοια γεγονότα, με ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη. Απλώς τώρα που το σκέφτομαι συνειδητοποιώ πόσο πιο ανθρώπινη θα ήταν η κοινωνία αν τον πόνο του διπλανού τον σεβόμασταν. Τον αφήναμε να κλάψει, να φωνάξει, να σπαράξει. Ή να μας διαπεράσει με τον ήχο της εκκωφαντικής σιωπής που η πληγωμένη καρδιά μόνο μπορεί να αντιληφθεί.
Τα ΜΜΕ, αν τηρούσαν αυτά τα απλά πράγματα, θα έκαναν τη μεγαλύτερη προσφορά στον τόπο. Στην κοινωνία. Και θα απέτιαν τον καλύτερο φόρο τιμής σε αυτές τις ψυχές που έφυγαν άδικα πριν από 27 χρόνια.