Υποθετική ερώτηση για τη βοήθεια της συζήτησης: αν το καλοκαίρι ανακοίνωνε ο Παναθηναϊκός την απόκτηση του Ραφίκ Τζιμπούρ, ποια θα ήταν η αντίδραση των οπαδών του; Θα μιλούσαν για επιτυχία ή θα κρεμούσαν μούτρα και θα έλεγαν για τον Βαρδινογιάννη πως δεν βάζει λεφτά και πάει να τη βγάλει φθηνά;
Μην ψάχνετε την απάντηση. Κατά βάθος κάθε οπαδός θέλει εντυπωσιακές μεταγραφές και πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες, που κι αυτές πέφτουν στην ίδια παγίδα και τη μετακίνηση του κάθε Κουμορτζί την περνούν στα ψιλά, ενώ γράφουν οκτάστηλα για τον Νούνιες. Πέρυσι, για παράδειγμα, δεν θυμάμαι –πλην του Αλέξη Σπυρόπουλου– κανέναν από όλους τους αρθρογράφους (συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου, που δεν τον δικαιολογώ) να εκθειάζει την κίνηση του Πανιωνίου να αποκτήσει τον Τζιμπούρ από τον Ατρόμητο. Ενα χρόνο μετά ο Γαλλοαλγερινός είναι ο δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος και το δικό του γκολ έσπασε το Σάββατο την απίστευτη παράδοση επί επαγγελματικού ποδοσφαίρου που είχε ο Παναθηναϊκός ως αήττητος στη Νέα Σμύρνη κόντρα στον Πανιώνιο.
Το πρόβλημα, βλέπετε, με τις μεταγραφές είναι όπως με τα οστρακοειδή. Αργότερα καταλαβαίνεις τις επιπτώσεις. Ο Κοβάσεβιτς το καλοκαίρι δεν ενθουσίασε στο πρώτο άκουσμα τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Θυμάμαι σαν τώρα κάποιες γκρίνιες στον SuperΣΠΟΡ FM, τα μηνύματα για την ηλικία του και για τη γενικά μέτρια χρονιά στη Σοσιεδάδ πέρυσι, με τρία γκολ σε 33 ματς. Ελεγα χαρακτηριστικά πως η ποιότητά του και η εμπειρία του αρκούν για να κάνει τη διαφορά στην Ελλάδα, όπως τότε που με τη Σοσιεδάδ έβαλε 20 γκολ, το 2003, και της έδωσε την ευκαιρία να βγει στο Τσάμπιονς Λιγκ ως δεύτερη πίσω από τη Ρεάλ.«Για την Ευρώπη όμως;», έστελναν κάποιοι. Εκεί ομολογώ πως δεν ήμουν το ίδιο αισιόδοξος. Αποδείχτηκε στην πράξη πως ο Ντάρκο μπορούσε και κόντρα στη Βέρντερ και τη Λάτσιο να κάνει τη ζημιά. Αντίθετα, σύμφωνα με την εικόνα του Αρτσούμπι στο Παγκόσμιο Νέων πριν από δύο χρόνια στην Ολλανδία περίμενα ένα αληθινό αστεράκι. Του άφηνα περιθώρια να μην αρχίσει εντυπωσιακά, επειδή από τον Μάρτιο ήταν σε απραξία στη Λανούς, αλλά τελικά αποδεικνύεται πως το άλμα από τους Νέους σε αληθινές συνθήκες ανταγωνισμού παραμένει τεράστιο και μετέωρο!
Σε αυτό το παζάρι των μεταγραφών κάθε κίνηση είναι «λαχείο». Σύμφωνοι, κάποιες φορές αγοράζεις στα σίγουρα, αλλά πάλι δεν ξέρεις αν θα σου βγει. Ο Ζάχοβιτς αποδείχτηκε για τον Ολυμπιακό το μεγαλύτερο αγκάθι. Κι όμως, την ώρα που αποκτήθηκε ήταν σε φουλ φόρμα και προερχόταν από εκπληκτική χρονιά με την Πόρτο. Ο Φλάβιο Κονσεϊσάο, η χειρότερη μεταγραφή στην ιστορία του ΠΑΟ, θεωρήθηκε τη στιγμή που έγινε «ισάξια του Ζάετς». Αντίθετα, αρκετοί χαμογέλασαν στο άκουσμα του ονόματος του Χένρικσεν τον Αύγουστο του 1999. Είχα βγει στο ραδιόφωνο την επόμενη μέρα και είχα πει πως είναι «λαβράκι» και πως βρήκε εξαιρετικό κεντρικό αμυντικό ο Παναθηναϊκός. Τα σχόλια ήταν γεμάτα χολή στις εφημερίδες. Κάποιος γνωστός μυαλοπώλης, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να γράψει πως παίκτης που είχε γίνει διεθνής στα 28 του χρόνια πώς είναι δυνατόν να είναι καλός; Τα χρόνια που ακολούθησαν νομίζω πως έδωσαν όλες τις απαραίτητες απαντήσεις. Πουθενά δεν γράφει πως τα χρήματα που σπαταλάς σε μια μεταγραφή είναι και η εγγύηση της επιτυχίας. Ο πρώτος παίκτης που στοίχισε ένα εκατομμύριο δραχμές στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο Κυπριανίδης, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει στον Πειραιά, ενώ ο Γιώργος Σιδέρης, που μπορεί να μην έγινε καν μονόστηλο στην πρώτη σελίδα η μετακίνησή του, έγραψε ιστορία. Ο Μίμης Δομάζος πέρασε απαρατήρητος στη μεταγραφή του στον ΠΑΟ από την Αμυνα Αμπελοκήπων, αλλά έγινε η ζωντανή ιστορία του «τριφυλλιού», σε αντίθεση με τα διθυραμβικά που γράφτηκαν για τη μετακίνηση του Τουμπέλη στη Λεωφόρο.