Τι μένει ως πραγματικό κέρδος στον Ολυμπιακό από τη βραδιά στη Μαδρίτη; Το ότι έπαιξε στα ίσα και χωρίς να φοβηθεί, για δεύτερο σερί παιχνίδι εκτός έδρας. Και με τη βασικότατη διαφορά πως εδώ είχε να κάνει με τη φανέλα της Ρεάλ και όχι με τη Βέρντερ, και αγωνιζόταν με 10 παίκτες για 82 λεπτά. Αν κάποιος άνοιγε την τηλεόραση στο εξωτερικό και δεν ήξερε ποιοι αγωνίζονται, θα πίστευε πως η ομάδα με τα κόκκινα απέναντι στη Ρεάλ ήταν η Μπάγερν ή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που δεν κλείνονται στην άμυνά τους. Και όμως, ο Ολυμπιακός δεν φοβήθηκε και παραλίγο να κάνει τη ζημιά, κάτι που θα γινόταν αν ο Κασίγιας δεν πραγματοποιούσε την απόκρουση της βραδιάς στο τελευταίο λεπτό.
Ο Τάκης Λεμονής, ακόμη πιο πολύ και από τη Βρέμη, πήρε πόντους στη Μαδρίτη, κάτι που ακούγεται αλληγορικό από τη στιγμή που η ομάδα έφυγε με άδεια χέρια. Δεν μπήκε με σκοπό να ξεκλέψει κάτι, όπως έκανε ο Σόλιντ πριν από δύο χρόνια στο ίδιο γήπεδο. Εβαλε την ομάδα του με σωστή νοοτροπία, σε κάτι που φυσικά βοηθήθηκε από τη νίκη και το τέλος της πίεσης του «διπλού» που για χρόνια βάραινε τα πόδια των «ερυθρολεύκων». Ο Λεμονής δεν έχει πάρει τα εύσημα που αληθινά του αντιστοιχούν για τη δουλειά που έχει κάνει όλο το καλοκαίρι σε αυτή την προσπάθεια.
Εχει «παντρέψει» ιδανικά τον Γκαλέτι (τη σαφέστατα κορυφαία καλοκαιρινή μεταγραφή στο ελληνικό ποδόσφαιρο) με τον Λούα Λούα, που κάνει τη δουλειά την οποία απαιτεί το 4-5-1 εκτός έδρας. Ο Λεμονής επίσης δεν έπεσε στην παγίδα να βάλει στο «ψυγείο» τον Τζόρτζεβιτς, κάτι που πολλοί στην εξέδρα, ειδικά από τους κατόχους ακριβών εισιτηρίων, ζητούσαν στο τέλος της περσινής σεζόν. Ο ιστορικός ηγέτης αυτής της δωδεκαετίας στον Ολυμπιακό παίζει σαν έφηβος και αποδίδει εξαιρετικά όσο ο πήχης των απαιτήσεων ανεβαίνει. Στη Μαδρίτη ένιωθες τον πανικό του Σαλγκάδο κάθε φορά που είχε την μπάλα στα πόδια.
Τώρα ας περάσουμε στα δύσκολα. Πλέον αν δεν προκριθεί ο Ολυμπιακός, θα υπάρχει γκρίνια. Σε ένα όμιλο που ούτε η Βέρντερ ούτε η Λάτσιο είναι καλύτερές του, θα βρεθούν καλοθελητές που θα μιλήσουν για αποτυχία αν μείνει τρίτος. Ο όμιλος είναι τόσο περίεργος που ακόμη και τέταρτος μπορεί να βρεθεί, κάτι που φυσικά θα μετράει ως αποτυχία. Η εικόνα που έχει δείξει έως τώρα του δίνει το δικαίωμα να λέει πως είναι μαζί με τη Ρεάλ η καλύτερη ομάδα του ομίλου. Ποτέ, όμως, η απόδοση δεν χάρισε πρόκριση. Αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να έρθουν οι βαθμοί.
Αυτοί που μετράνε σε τελική ανάλυση. Αλήθεια, πώς πρέπει να αισθάνεται ο ηλίθιος που πέταξε το μπουκάλι στο ματς με τη Σαχτάρ και έχει άραγε καταλάβει τη ζημιά που προκάλεσε; Αν το ματς στην πρεμιέρα με τη Λάτσιο γινόταν σε γήπεδο με κόσμο, τότε η συγκομιδή θα ήταν έξι πόντοι, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Οπως όλα δείχνουν τώρα, μπορεί το τελευταίο ματς με τη Βέρντερ να είναι τελικός για πρόκριση. Και όταν κρατάς εσύ την τύχη στα χέρια σου, τότε από μόνο του το γεγονός οφείλει να σε εξιτάρει!
Πληρώνει την αβεβαιότητα
Τη μέρα της κλήρωσης στο Μονακό, είπα στον SuperΣΠΟΡ FM πως η Λίβερπουλ θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα με τον όμιλο που κληρώθηκε. Η Πόρτο και η Μαρσέιγ αποτελούσαν δύσκολα εμπόδια για τη φιναλίστ του Τσάμπιονς Λιγκ και η Μπεσίκτας δεν θα ήταν εύκολος ανίπαλος επίσης. Ανέφερα πως και οι τέσσερις ομάδες θα έχουν ελπίδες για την πρόκριση και δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι που δικαιώθηκα, αλλά η Λίβερπουλ κινδυνεύει ακόμη και να μη συνεχίσει στο ΟΥΕΦΑ! Η ευθύνη είναι αποκλειστικά στις πλάτες του Ράφα Μπενίτεθ που παρ' ότι ξόδεψε ξανά πολλά λεφτά το καλοκαίρι σε μεταγραφές, δεν έχει καταλήξει στο ποιοι είναι οι έντεκα που αποτελούν τη βασική του επιλογή. Επίσης, δεν χρησιμοποιεί τον Κράουτς, που αποτελεί τη μοναδική αληθινά αξιόπιστη λύση για γκολ και δεν έχει καταλήξει στη θέση του Στίβεν Τζέραρντ, ο οποίος δεν αποδέχτηκε τη λογική του προπονητή του για τον λόγο που τον αντικατέστησε στο ντέρμπι με την Εβερτον.
Επίσης δεν έχει καταφέρει να πάρει από τον Τόρες τα καλύτερα, λόγω τραυματισμού αλλά και επειδή αρκετές φορές δεν τον έβαλε καν να παίξει σε ματς στα οποία η Λίβερπουλ πέταξε βαθμούς όπως με την Μπέρμιγχαμ και την Πόρτσμουθ.
Αυτό όμως που κυρίως πληρώνει ο Μπενίτεθ και κατ’ επέκταση η ομάδα είναι η αβεβαιότητα που νιώθουν κάποιοι παίκτες. Στην Τσέλσι ο Τέρι, ο Λαμπάρντ, ο Τσεχ και ο Ντρογκμπά δεν έβγαιναν από την ενδεκάδα επί Μουρίνιο, ό,τι και να συνέβαινε. Στη Γιουνάιτεντ ο Φέργκιουσον έχει επί χρόνια την ίδια λογική που έλεγε πως πέντε παίκτες είναι πάντα μέσα στις επιλογές με εξαίρεση αδιάφορα ματς στο Λιγκ Καπ ή στο Τσάμπιονς Λιγκ αν στον όμιλο έχει ήδη προκριθεί. Ο Βενγκέρ δεν έβγαζε τον Βιεϊρά ή τον Ανρί και τώρα ο Φάμπρεγκας, ο Φλαμινί, ο Τουρέ και ο Κλισί και τελευταία ο Αλμούνια έχουν φανέλα βασικού από το σπίτι.
Ο Μπενίτεθ βλέπει τον κίνδυνο και ξέρει πως ο κόσμος θα τον συγχωρήσει αν ολοκληρωθεί η καταστροφή στον όμιλο, μόνο αν δείχνει αληθινή διεκδικήτρια του πρωταθλήματος η Λίβερπουλ. Ενας τίτλος που λείπει από το 1990 από την αίθουσα τροπαίων τής πιο πετυχημένης βρετανικής ομάδας όλων των εποχών είναι κάτι που πονά. Ναι, στο λιμάνι τον αγαπάνε και τον εκτιμούν για την επιστροφή της Λίβερπουλ στην κορυφή της Ευρώπης με μυθιστορηματικό τρόπο το 2005 και επίσης ξέρουν πόσο προσπαθεί. Αλλά τα στατιστικά παραμένουν σκληρά. Καμία χρονιά από το 2004 που έφτασε στο «Ανφιλντ» η ομάδα δεν κόντραρε πραγματικά για την κορόνα της Πρέμιερ Λιγκ την Τσέλσι και τη Γιουνάιτεντ.