Oι αγγλικές ομάδες πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να προστατέψουν την επένδυση που πραγματοποίησαν σε κάποιον ξένο ποδοσφαιριστή
Κοινοτοπία επαναλαμβανόμενη. Το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει πλέον εξελιχθεί σε μια βιομηχανία εκατομμυρίων. Δυστυχώς, όχι δικών μας. Οι ομάδες –δηλαδή οι ιδιοκτήτες τους– επενδύουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε διάφορους τομείς, από τα γήπεδα μέχρι τους ποδοσφαιριστές, και είναι πολύ λογικό να πραγματοποιούν τις επενδύσεις προσδοκώντας κέρδη. (Σε κάποιες χώρες, όπως η δική μας, κάποιες επενδύσεις γίνονται από το κράτος, αλλά η εκμετάλλευσή τους παραχωρείται «γενναιόδωρα» στους επενδυτές.) Για μια επένδυση που οποία δεν αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα οι προβλέψεις, που συχνά βασίζονται πάνω σε συγκεκριμένα οικονομετρικά μοντέλα, τα οποία περιορίζουν τους επενδυτικούς κινδύνους, μπορούν να θεωρηθούν σχετικά ασφαλείς. Τι γίνεται, όμως, με τις επενδύσεις που αφορούν τους ανθρώπους; Τους προπονητές ή τους ποδοσφαιριστές κατά κύριο λόγο;
Οταν μια ομάδα ξοδεύει εκατομμύρια αγοράζοντας έναν ξένο ποδοσφαιριστή, επί της ουσίας πραγματοποιεί μια επένδυση υψηλού ρίσκου, μια και δεν είναι βέβαιο ότι ο ποδοσφαιριστής θα μπορέσει να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον ή –στη χειρότερη περίπτωση– υπάρχει περίπτωση να τραυματιστεί σοβαρά και να μην μπορέσει να αγωνιστεί. Το ζήτημα της προσαρμογής των ξένων ποδοσφαιριστών σε ένα πρωτάθλημα μιας χώρας, όπως η Αγγλία, ήταν το αντικείμενο της έρευνας που πραγματοποίησε πριν από μερικούς μήνες το Manchester Business School. (Αυτά είναι τα χάλια ορισμένων πανεπιστημιακών σχολών που δεν έχουν με τι να ασχοληθούν.) Τα βασικά πορίσματα αυτής της έρευνας δείχνουν τις διαφορετικές συνιστώσες που μπορούν να καθορίσουν την απρόσκοπτη προσαρμογή ενός ξένου ποδοσφαιριστή στην πραγματικότητα του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ολοι γνωρίζουμε ότι οι αγγλικές ομάδες, σύμφωνα και με τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί στις ετήσιες εκθέσεις της Deloitte & Touch, έχουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες «εισαγωγής» ξένων ποδοσφαιριστών. Ενα δείκτη που κυριολεκτικά απογειώθηκε μετά τον νόμο Μποσμάν.
Αλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία της μεταγραφικής κίνησης της περιόδου 2005-06, από το σύνολο του ποσού που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες για μεταγραφές το 55% κατευθύνθηκε σε ομάδες του εξωτερικού. Από την έρευνα προέκυψε πως οι αγγλικές ομάδες πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να προστατέψουν την επένδυση που πραγματοποίησαν σε κάποιον ξένο ποδοσφαιριστή. Σε ένα σημείο των συμπερασμάτων σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «οι ξένοι ποδοσφαιριστές είναι σαν ορισμένους τύπους φυτών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε όλα τα κλίματα». Πόσω μάλλον αν πρόκειται για ένα κλίμα με τις ιδιαιτερότητες της Αγγλίας. Ιδιαιτερότητες που ξεκινούν από την οδήγηση, τον καιρό, την κουζίνα (ένας εφιάλτης από τους πιο σκληρούς στην Ευρώπη του σήμερα) για να φτάσουν στα ίδια τα χαρακτηριστικά του αγγλικού πρωταθλήματος. Το πιο σημαντικό σημείο της έρευνας επικεντρώθηκε στην ικανότητα των ποδοσφαιριστών να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της διαφορετικής κουλτούρας και στο διαφορετικό εργασιακό περιβάλλον. Ισως και να είναι αναμενόμενο, αλλά η έρευνα υπογραμμίζει πως τις καλύτερες δυνατότητες προσαρμογής τις έχουν οι ποδοσφαιριστές που έχουν ιδιαίτερη καλλιέργεια, ανοικτό μυαλό και μπορούν να δεχθούν διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα από αυτά με τα οποία μεγάλωσαν.
Επίσης, από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι πολύ καλύτερα προσαρμόζονται στο αγγλικό πρωτάθλημα οι ξένοι ποδοσφαιριστές που έχουν επιλέξει οι ίδιοι να αγωνιστούν σε αγγλικές ομάδες, παρά εκείνοι που μεταγράφηκαν σε αγγλικές ομάδες ύστερα από συμβουλή του μάνατζέρ τους επειδή μια τέτοια μεταγραφή θα τους συνέφερε οικονομικά. Οι ίδιες οι ομάδες, όμως, όταν πρόκειται να αποκτήσουν έναν ξένο ποδοσφαιριστή εξετάζουν σχεδόν αποκλειστικά τις τεχνικές δυνατότητές του και όχι την ικανότητα προσαρμογής του, γεγονός που δεν διασφαλίζει την απόδοση της επένδυσης. Ο Ερίκ Καντονά και ο Τιερί Ανρί, δύο Γάλλοι, αναφέρονται ως δύο από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιδανικής προσαρμογής στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Φυσικά, θεωρώ πλεονασμό να αναφέρω ότι οι περισσότερες αγγλικές ομάδες έχουν δημιουργήσει ένα ειδικό τμήμα που έχει στόχο να βοηθήσει την καλύτερη προσαρμογή των ξένων ποδοσφαιριστών. Για τις ελληνικές ομάδες δεν μπορώ να πω. Σας αφήνω να μαντέψετε.
Το προϊόν και η προστασία του
Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της προσπαθούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο κεντρικός στόχος της Σούπερ Λίγκας. Υπέθετα ότι ήταν η προστασία του προϊόντος που ονομάζεται ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Για να προστατεύσεις αυτό το συγκεκριμένο προϊόν πρέπει να διασφαλίσεις, πρώτα απ' όλα, την ισονομία μεταξύ των ομάδων που συναγωνίζονται. Και πώς διασφαλίζεις –ή τουλάχιστον προσπαθείς– την ισονομία; Φροντίζοντας να εξασφαλιστεί σε όλους η ίδια αντιμετώπιση από τη διαιτησία και την αθλητική Δικαιοσύνη. Οταν εξασφαλίσεις αυτά τα δύο στοιχεία, τότε μπορείς να σχεδιάζεις, να επενδύεις και να επιδιώκεις την εμπορική εκμετάλλευση του προϊόντος. Στη Σούπερ Λίγκα ξεκίνησαν όχι ανάποδα, αλλά τελείως παράλογα. Εκείνο που πρωταρχικά τους απασχόλησε ήταν πως θα διασφαλίσουν έσοδα και κέρδη, αδιαφορώντας για την αξιοπιστία του προϊόντος που ήθελαν να πουλήσουν και να κερδίσουν από αυτό. Οι γελοιότητες της αθλητικής Δικαιοσύνης αυτές τις μέρες και οι συνεχείς γκέλες της ελληνικής διαιτησίας μαρτυρούν ένα πράγμα. Οτι άλλο πράγμα είναι η βούλησή μου να φτιάξω κάτι καλό και ανταγωνιστικό και να προσπαθήσω να το πουλήσω και άλλο να ωραιοποιήσω ένα χαλασμένο φαγητό, που θα το πουλήσω στην τιμή που έχει το χαβιάρι.
Οι τρεις μεγαλύτερες απειλές
Πριν από λίγο καιρό ένα από τα πιο γνωστά think tanks, το Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου, το ISS, δημοσιοποίησε την ετήσια έκθεσή του σχετικά με την κατάσταση του κόσμου τα χρόνια που έρχονται. Σύμφωνα με τους ειδικούς, λοιπόν, αναλυτές –κάποιοι από τους οποίους εργάζονται και ως σύμβουλοι πολιτικών και κυβερνήσεων– είπαν πως οι τρεις μεγαλύτερες απειλές για το μέλλον του πλανήτη –περισσότερο για τον δυτικό κόσμο, σκέφτομαι- είναι πρώτα απ' όλα η εξάπλωση και ανάπτυξη του ισλαμικού εξτρεμισμού, που δεν περιορίστηκε από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ακολουθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής και περιβαλλοντικής καταστροφής και τέλος η διασπορά των πυρηνικών όπλων.
Μια διασπορά που, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου, οφείλεται στην εμφάνιση στον ορίζοντα μιας νέας πυρηνικής εποχής, η έναρξη της οποίας συμπίπτει με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Σαν να λέμε ότι οι αναλυτές του Ινστιτούτου στοχοποιούν το Ιράν και εν ολίγοις προσφέρουν την επιχειρηματολογία για μια μελλοντική επίθεση στην Τεχεράνη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Στην έκθεση, πάντως, σημειώνεται ότι έχει υποστεί πλήγμα η αξιοπιστία των Αμερικανών, που μαζί με τους συμμάχους τους φαίνεται ότι προς το παρόν χάνουν τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, την ώρα που ο σκληρός πυρήνας της Αλ Κάιντα αποδεικνύεται προσαρμοστικός, ανθεκτικός και πάντα ικανός να σχεδιάζει και να συντονίζει επιθέσεις μεγάλης κλίμακας κατά του δυτικού κόσμου.
Οσον αφορά τον ιδεολογικό της χαρακτήρα, οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι «η ιδεολογία της οργάνωσης φαίνεται να έχει αποκτήσει τέτοιες ρίζες, ώστε θα χρειαστούν δεκαετίες για να εξουδετερωθεί». Η έκθεση κλείνει με την πρόβλεψη ότι το 2008 θα είναι έτος-ορόσημο, με διάφορες εστίες κρίσης, αλλά και σε συνάρτηση με τον επαπειλούμενο περιβαλλοντικό όλεθρο. Μάλιστα, συνοδεύεται από τη διαπίστωση ή συμβουλή ότι χρειάζονται επειγόντως μέτρα και όχι γενικόλογες και μη δεσμευτικές διακηρύξεις, σαν αυτή στην οποία κατέληξαν πριν από πέντε ημέρες οι ηγέτες των χωρών που πήραν μέρος στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον.
Πριν από λίγο καιρό ένα από τα πιο γνωστά think tanks, το Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου, το ISS, δημοσιοποίησε την ετήσια έκθεσή του σχετικά με την κατάσταση του κόσμου τα χρόνια που έρχονται. Σύμφωνα με τους ειδικούς, λοιπόν, αναλυτές –κάποιοι από τους οποίους εργάζονται και ως σύμβουλοι πολιτικών και κυβερνήσεων– είπαν πως οι τρεις μεγαλύτερες απειλές για το μέλλον του πλανήτη –περισσότερο για τον δυτικό κόσμο, σκέφτομαι- είναι πρώτα απ' όλα η εξάπλωση και ανάπτυξη του ισλαμικού εξτρεμισμού, που δεν περιορίστηκε από τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Ακολουθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής και περιβαλλοντικής καταστροφής και τέλος η διασπορά των πυρηνικών όπλων.
Μια διασπορά που, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου, οφείλεται στην εμφάνιση στον ορίζοντα μιας νέας πυρηνικής εποχής, η έναρξη της οποίας συμπίπτει με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Σαν να λέμε ότι οι αναλυτές του Ινστιτούτου στοχοποιούν το Ιράν και εν ολίγοις προσφέρουν την επιχειρηματολογία για μια μελλοντική επίθεση στην Τεχεράνη από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Στην έκθεση, πάντως, σημειώνεται ότι έχει υποστεί πλήγμα η αξιοπιστία των Αμερικανών, που μαζί με τους συμμάχους τους φαίνεται ότι προς το παρόν χάνουν τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, την ώρα που ο σκληρός πυρήνας της Αλ Κάιντα αποδεικνύεται προσαρμοστικός, ανθεκτικός και πάντα ικανός να σχεδιάζει και να συντονίζει επιθέσεις μεγάλης κλίμακας κατά του δυτικού κόσμου.
Οσον αφορά τον ιδεολογικό της χαρακτήρα, οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι «η ιδεολογία της οργάνωσης φαίνεται να έχει αποκτήσει τέτοιες ρίζες, ώστε θα χρειαστούν δεκαετίες για να εξουδετερωθεί». Η έκθεση κλείνει με την πρόβλεψη ότι το 2008 θα είναι έτος-ορόσημο, με διάφορες εστίες κρίσης, αλλά και σε συνάρτηση με τον επαπειλούμενο περιβαλλοντικό όλεθρο. Μάλιστα, συνοδεύεται από τη διαπίστωση ή συμβουλή ότι χρειάζονται επειγόντως μέτρα και όχι γενικόλογες και μη δεσμευτικές διακηρύξεις, σαν αυτή στην οποία κατέληξαν πριν από πέντε ημέρες οι ηγέτες των χωρών που πήραν μέρος στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον.