Οταν ανακοινώθηκε η ανανέωση του συμβολαίου του Αρσέν Βενγκέρ με την Αρσεναλ, στη ραδιοφωνική μου εκπομπή είχα πάρει κάποια μηνύματα από ακροατές, φίλους μάλλον της αγγλικής ομάδας, που θεωρούσαν υπερβολική την αμοιβή των 4,5 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Το ενδιαφέρον στοιχείο της αξιολόγησης αυτών των ακροατών ήταν κοινό.
Η αμοιβή του Βενγκέρ θεωρήθηκε υπερβολική, όχι σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο και την οικονομική κατάσταση του «μέσου» (ένας όρος που τελικά δεν σημαίνει τίποτε, είναι μία άδεια κοινοτυπία) Ευρωπαίου, αλλά σε σχέση με την απουσία ενός ευρωπαϊκού τίτλου από την προθήκη του λονδρέζικου συλλόγου την τελευταία 11ετία που ο Αλσατός κάθεται στον πάγκο των «κανονιέρηδων». Οντως, σε αυτό το επίπεδο η έλλειψη ενός ευρωπαϊκού τίτλου μπορεί να θεωρηθεί μείον, εντούτοις η αξιολόγηση αυτής της μορφής δεν είναι η πιο ακριβής.
Ας αναλογιστεί κάποιος πόσο μεταμόρφωσε την αγγλική ομάδα ο Βενγκέρ, αγωνιστικά, οργανωτικά και οικονομικά. Και δεν είναι μόνον η συνολική μεταμόρφωση των Λονδρέζων για την οποία είναι υπεύθυνος ο Αλσατός, όσο το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του να φτιάχνει ομάδες από το μηδέν και να οργανώνει τα τμήματα υποδομής και σκάουτινγκ. Αυτή η ομάδα της Αρσεναλ που έχει στα χέρια του είναι ολότελα δικό του δημιούργημα, αρχίζει να παίζει ένα εξαιρετικά γοητευτικό ποδόσφαιρο και έχει μέσο όρο ηλικίας τα 23 χρόνια.
Αν η φετινή χρονιά είναι αυτή που ουσιαστικά θα οριστικοποιήσει τη φυσιογνωμία των αγωνιστικών χαρακτηριστικών αυτής της ομάδας για την επόμενη πενταετία, θα χαιρόμαστε να τη βλέπουμε. Μέσα στην υπερβολή που γεννά ο ενθουσιασμός, ένας καλός φίλος (και τόσο άρρωστος με την Αρσεναλ όσο μας αποκάλυψε με το βιβλίο του «Fever Pitch» ο Νικ Χόρνμπι) βλέποντάς την στο προχθεσινό ματς με τη Σεβίλλη, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «...δες τον Αγιαξ του '70 που δεν μπόρεσες να χορτάσεις...».
Ο Αγιαξ, φυσικά, δεν επαναλαμβάνεται. Ομως, αυτή η Αρσεναλ μας δίνει κάποιες ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες μπορούμε να ελπίζουμε ότι παρακολουθούμε τη γέννηση μιας ομάδας, από εκείνες που γράφουν την ιστορία του ποδοσφαίρου. Δεν γνωρίζω αν το αντίστοιχο του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, που έπαιξε ο Αγιαξ τότε, μπορεί να το παρουσιάσει σήμερα η Αρσεναλ, αλλά σέβομαι την εκτίμηση του προπονητή της Σεβίλλης, του Χουάντε Ράμος. Ο Ισπανός μετά το 3-0 στο Λονδίνο είπε ότι «...παρ' όλο που πέρυσι πούλησαν τον καλύτερό τους παίκτη, φέτος αγωνίζονται πολύ καλύτερα και κυρίως πιο ισορροπημένα». Και αυτή η αγωνιστική ισορροπία φαίνεται ότι αναδεικνύεται στη λέξη-κλειδί του σύγχρονου ποδοσφαίρου, το οποίο, όπως έγραψε προχθές ο Αλέξης Σπυρόπουλος, δεν γυρίζει γύρω από τον μεγάλο σταρ ή το κλασικό «δεκάρι».
Ο Φάμπρεγκας πριν από λίγο καιρό είχε εξομολογηθεί ότι, όταν πρωτοήρθε στους «κανονιέρηδες», έβρισκε κάπως περιοριστικό τον τρόπο που αγωνιζόταν η ομάδα, μια και όλοι έψαχναν τον Ανρί. Δεν είναι μυστικό ότι ο Αγιαξ είναι το μοντέλο που έχει στο μυαλό του ο Βενγκέρ. Αλλά, τότε, γιατί, ρε παιδί μου, δεν παίρνει έναν αμυντικό σαν τον Βάσοβιτς που είχε ο Αγιαξ, ο οποίος μπορούσε να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει ολόκληρη την ομάδα και αρκείται τον Σεντέρος, ο οποίος δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη; Ισως γιατί το ιδανικό του είναι μία ομάδα με νέους ποδοσφαιριστές που παίζουν με λιγότερο φόβο. Και απ' ό,τι φαίνεται, αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του Βενγκέρ για τη μετα-Ανρί εποχή. Μία εποχή που ξεκινά με τις καλύτερες υποσχέσεις για το τελευταίο μεγάλο κόλπο του Αλσατού.
Ενα παρελθόν που έχει ακόμα μέλλον
Ο Ζοσέ Μουρίνιο από την Τετάρτη το βράδυ είναι παρελθόν για την Τσέλσι. Ενα παρελθόν, όμως, που έχει ακόμα μέλλον στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Πορτογάλος, τώρα που εκδιώχθηκε ουσιαστικά από την Τσέλσι, θα αποτραβηχτεί από το ποδόσφαιρο και θα επιστρέψει στη διδασκαλία των αγγλικών. Βέβαια, ανάγκη από χρήματα δεν έχει, αλλά είναι νέος άνθρωπος και κυρίως είναι πωρωμένος με το ποδόσφαιρο, στο οποίο έχει φέρει αρκετούς νεοτερισμούς.
Ηταν αποτυχημένος ο Μουρίνιο στην Τσέλσι; Οσο αποτυχημένος είναι ο Βενγκέρ στην Αρσεναλ. Η αποτυχία του έγκειται στο ότι μέσα στα τρία χρόνια που κάθισε στον πάγκο των «μπλε» δεν κατάφερε να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ. Βέβαια, το μέλλον του στον πάγκο της Τσέλσι είχε προδιαγραφεί από πέρυσι, όταν έγινε η πρώτη μεγάλη ρήξη του Πορτογάλου με τον ιδιοκτήτη της ομάδας, Ρόμαν Αμπράμοβιτς. Ενός τύπου που θεωρεί ότι όλα αγοράζονται.
Ο Μουρίνιο, άνθρωπος με υπερτροφικό εγωισμό και απέραντη αυτοπεποίθηση, εκείνο που επεδίωκε πάντα στις ομάδες που δούλεψε ήταν ένα. Να είναι απόλυτο αφεντικό, όσον αφορά το αγωνιστικό κομμάτι. Και αυτό στην Τσέλσι, που ο ιδιοκτήτης της την αντιμετώπιζε σαν ένα «μουράτο» και ακριβό παιχνίδι το οποίο βοηθά στη δημιουργία θετικής εικόνας για το προφίλ του, ήταν αδύνατο.
Ο Πορτογάλος μόλις και μετά βίας ανέχθηκε το καπέλωμα του Αμπράμοβιτς με τις επιλογές των Μπάλακ και Σεβτσένκο, έκανε υπομονή με την παράδοση της αρμοδιότητας των ακαδημιών στον Αρνεσεν, έφτασε ένα βήμα πριν από την έκρηξη με την τοποθέτηση στη θέση του τεχνικού διευθυντή του Αβραάμ Γκραντ -του τοποτηρητή του Αμπράμοβιτς- και απορώ για τη φαινομενική απάθεια που έδειξε, όταν του αρνήθηκαν τη μεταγραφή ενός σέντερ μπακ τον περασμένο Ιανουάριο.
Η ηρεμία στο ποδοσφαιρικό τμήμα και ο απόλυτος έλεγχος που ήθελε ο Μουρίνιο έγιναν καπνός. Ενιωσε να περιορίζεται η ανεξαρτησία του και αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ανεχθεί. Το τέλος ήρθε με αφορμή την ισοπαλία με την Γκέτεμποργκ και για πολλούς άργησε. Ο Αμπράμοβιτς, με τα χρήματα που έχει, δεν θα δυσκολευτεί να βρει αντικαταστάτη. Ομως, η ιστορία του ποδοσφαίρου γράφεται από ανθρώπους σαν τον Μουρίνιο και όχι από τύπους σαν τον Αμπράμοβιτς. Βλέπετε, στο ποδόσφαιρο τα πράγματα αξίζουν -ακόμα- όσο κερδίζονται και όχι όσο αγοράζονται. Ο Αμπράμοβιτς γνωρίζει μόνο το δεύτερο.