Mόναχο 1993, Τορόντο 1994, Αθήνα 1995, Βαρκελώνη 1997, Αθήνα 1998. Τρία Ευρωμπάσκετ και δύο Μουντομπάσκετ. Μία εξαετία στην οποία η Εθνική μας ομάδα βρέθηκε στην ίδια θέση που βρισκόταν και χθες στο «Παλάθιος ντε λος Ντεπόρτες». Απογοητευμένη -και με μία εξαίρεση, αυτή του '94- κουρασμένη από την αποτυχημένη προσπάθεια του ημιτελικού, να χρησιμοποιεί τα όποια αποθέματα υπήρχαν στο ρεζερβουάρ της, για να γυρίσει με κάτι σημαντικό στις αποσκευές της.
Την παρουσία στο βάθρο, το χάλκινο μετάλλιο. Που δεν είναι βέβαια το χρυσό, δεν είναι καν το ασημένιο, αλλά είναι μετάλλιο. Και μάλιστα πιο σημαντικό από ένα απλό χάλκινο μετάλλιο, μια και συνοδευόταν από την απευθείας πρόκριση στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου τον ερχόμενο χρόνο.
Την κατάρα εκείνη, που ξεκίνησε σε εκείνο τον μικρό τελικό με τη Ρωσία (μετά τον χαμένο στις λεπτομέρειες ημιτελικό με τους οικοδεσπότες Γερμανούς), είχα την ελπίδα ότι η ελληνική ομάδα την είχε ξορκίσει οριστικά και αμετάκλητα την τελευταία διετία. Ενα σκαλί πιο κάτω από πέρυσι, δύο από πρόπερσι, αλλά στο βάθρο, βρε αδελφέ...
Δεν τα κατάφερε, γιατί και στην έκτη προσπάθεια εμφανίστηκε χωρίς βενζίνη στο ρεζερβουάρ της. Η χθεσινή εμφάνιση του Σπανούλη, του ήρωα του ημιτελικού, των Παπαλουκά και Διαμαντίδη (που τράβηξαν το κουπί νωρίτερα), του Τσαρτσαρή και του Παπαδόπουλου, το αποδεικνύει. Δεν ήταν θέμα διάθεσης, αλλά αποθεμάτων. Σωματικών και ψυχικών.
Είχαν ξοδευτεί όλα στη διεκδίκηση του θαύματος το βράδυ του Σαββάτου. Οπως είχε κάνει και το '95, όταν μετά την ήττα από τους Σέρβους ακολούθησε εκείνη από τους Κροάτες, όπως το '97, με «θύτες» Σέρβους και Ρώσους, όπως το '98 με τους Σέρβους -πάλι- και κάποιους «περίεργους» Αμερικανούς. Στο ΟΑΚΑ...
Γιατί τόση αναφορά στο παρελθόν; Μα, για να εξηγήσουμε τη χθεσινή -σχετικά εύκολη στη διαδικασία της- ήττα. Βρήκαμε απέναντί μας τον χειρότερο αντίπαλο που θα μπορούσε να μας τύχει σε ένα μικρό τελικό, μπήκαμε και πάλι ως αουτσάιντερ στο ματς, το παλέψαμε, χάσαμε.
Οπως έχασε η Εθνική μας σε αυτό το τουρνουά απ' όλες τις καλύτερές της ομάδες. Δύο φορές από τους Ισπανούς, από Ρώσους και Λιθουανούς, τις ομάδες του βάθρου. Οπως κέρδισε τις ομάδες που ήταν στα μέτρα της, πολλές φορές (η Σλοβενία το πιο τρανό παράδειγμα, η Κροατία και η Σερβία τα άλλα δύο), έχοντας να τα βάλει και με τον δικό της κακό εαυτό.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης και τα παιδιά του μας χάρισαν ορισμένες μαγικές στιγμές αυτό το 15ήμερο. Χωρίς να παίξουν καλό μπάσκετ, αντίθετα παίζοντας σε όλα τα ματς (με εξαίρεση τον προχθεσινό ημιτελικό) πολύ κάτω από τα στάνταρντ της τελευταίας διετίας. Δεν μας χάρισαν θριάμβους, δεν θα τους χαρίσουμε αποθεωτικές υποδοχές. Οχι γιατί δεν το αξίζουν, αλλά γιατί ως φίλαθλοι έχουμε μάθει να επευφημούμε το αποτέλεσμα.
Ε, λοιπόν, το αποτέλεσμα δεν ήρθε, αλλά η προσπάθεια έγινε και ήταν συγκινητική. Ηταν η ανάγκη μιας παρέας ανθρώπων (παικτών, προπονητικού τιμ, ακόμα και των 500 Ελλήνων που βρέθηκαν εκεί), για να μην γκρεμίσουν ό,τι με κόπο έχτισαν από το 2005 και μετά. Κατά τη γνώμη μου, για όσους διαβάζουν πέρα από ποσοστά στα τρίποντα και χαμένα αμυντικά ριμπάουντ, τα κατάφεραν απόλυτα. Και αυτό μας αρκεί...