Τον Σεπτέμβριο του 2000 δημιουργήθηκε η πρώτη και ισχυρότερη μέχρι σήμερα ομάδα πίεσης στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Οι εκπρόσωποι 14 από τις σημαντικότερες και ισχυρότερες ευρωπαϊκές ομάδες ίδρυσαν μία ένωση, την οποία ονόμασαν G14. Στην αρχή η έδρα της ένωσης αυτής ήταν στη Γενεύη, εκεί όπου βρίσκονται τα «αρχηγεία» τόσο της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας ποδοσφαίρου, της ΟΥΕΦΑ, αλλά και της ΦΙΦΑ, της παγκόσμιας ομοσπονδίας ποδοσφαίρου.
Οι ομάδες που ξεκίνησαν την G14 ήταν οι ισπανικές Ρεάλ και Μπαρτσελόνα, οι ιταλικές Μίλαν, Ιντερ και Γιουβέντους, οι αγγλικές Λίβερπουλ και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, οι ολλανδικές Αϊντχόφεν και Αγιαξ, οι γερμανικές Μπάγερν Μονάχου και Μπορούσια Ντόρτμουντ, η πορτογαλική Πόρτο και οι γαλλικές Παρί Σεν Ζερμέν και Μαρσέιγ. Δύο χρόνια μετά τη δημιουργία της, η G14 μεταφέρει την έδρα της στις Βρυξέλλες, αναγνωρίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η αρμόδια διεύθυνσή της για τον ανταγωνισμό είναι που διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο της σύγχρονης επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ε.Ε., που έχει πλέον 25 μέλη.
Παράλληλα, χωρίς να αλλάξει την ονομασία της, η G14 δέχεται στους κόλπους της τέσσερα ακόμα μέλη, για να διορθώσει τις «εθνικές» ανισορροπίες. Την αγγλική Αρσεναλ, την ισπανική Βαλένθια, τη γαλλική Λιόν και τη γερμανική Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ετσι, οι πέντε χώρες με τα ισχυρότερα και πλουσιότερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη (Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία) έχουν από τρεις εκπροσώπους. Πέρα από τον προφανή βερμπαλισμό των στόχων της ένωσης των 18 ομάδων (η προαγωγή και η ανάπτυξη του ποδοσφαίρου, η καλλιέργεια και η ενδυνάμωση των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη, η καλλιέργεια καλών σχέσεων με την ΟΥΕΦΑ και τη ΦΙΦΑ), ο κεντρικός στόχος της G14 ήταν να υπερασπίσει τα συμφέροντα των συλλόγων και να έχει λόγο στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις που διοργανώνει η ΟΥΕΦΑ, δηλαδή το Τσάμπιονς Λιγκ και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Η G14 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα ποδοσφαιρικό λόμπι που προασπίζει πρώτα απ' όλα τα (οικονομικά) συμφέροντα των μελών του και δευτερευόντως το ποδόσφαιρο. Οι σχέσεις της G14 με τις ΟΥΕΦΑ και ΦΙΦΑ δεν ήταν ποτέ συμπληρωματικές, αλλά σχέσεις έντονης αντιπαλότητας. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου τυχαίο ότι λίγο μετά τη δημιουργία της η G14 «διέρρευσε» το σχέδιό της να ιδρύσει το δικό της πρωτάθλημα κάποια στιγμή στο μέλλον, σαν μια μορφή «απειλής» προς την ΟΥΕΦΑ, έτσι ώστε η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία υπό το βάρος αυτής της «απειλής» να παίρνει στα σοβαρά τα αιτήματα των συλλόγων. Από τη στιγμή της δημιουργίας της ήταν φανερό ότι η G14 θα μετέφερε στον χώρο του ποδοσφαίρου τη σύγκρουση έθνους-κράτους με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, και ιδιαίτερα οι μεγάλοι και ισχυροί, έχουν μεταμορφωθεί σε επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος με τζίρο εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο και τα συμφέροντά τους δεν συμβαδίζουν με εκείνα του ποδοσφαίρου που υπερασπίζονται οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, η ΟΥΕΦΑ και η ΦΙΦΑ.
Για παράδειγμα, οι μεγάλοι σύλλογοι επιδιώκουν τη δημιουργία μιας ελεύθερης ποδοσφαιρικής αγοράς, έτσι που να μπορούν να έχουν στη δύναμή τους παίκτες από διαφορετικές εθνικότητες. Η ΟΥΕΦΑ και η ΦΙΦΑ επιθυμούν στις ομάδες να αγωνίζεται ένας μεγάλος αριθμός γηγενών ποδοσφαιριστών, που θα συμπληρώνεται από ένα μικρό αριθμό ξένων, ώστε να μη χαθούν τα εθνικά ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά.
Αν για τις μεγάλες ομάδες έχει γίνει ρουτίνα να αγωνίζονται στις ενδεκάδες τους ποδοσφαιριστές με διαφορετική εθνικότητα από αυτήν της ομάδας της οποίας φορούν τη φανέλα, το φαινόμενο μετά την απόφαση Μποσμάν του ευρωπαϊκού δικαστηρίου επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη και σε όλες τις ομάδες, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους.
Η G14 ετοιμάζεται για πόλεμο
Οταν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις «παίζονται» τόσα πολλά χρήματα, οι ισχυροί σύλλογοι, οι οποίοι προσπαθούν να αποκτήσουν ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην ποδοσφαιρική αγορά, για να γίνουν όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικοί, δεν ήταν δυνατόν να επιτρέψουν σε κάποιους άλλους να καθορίζουν τις εμπορικές τους στρατηγικές και τον οικονομικό τους σχεδιασμό.
Ετσι, η G14 αποφάσισε να διευρύνει τη δομή και την επιρροή της για να μπορέσει να συγκρουστεί με την ΟΥΕΦΑ και τη ΦΙΦΑ και από ένα «κλειστό» λόμπι 18 μελών να γίνει μια πανίσχυρη ευρωπαϊκή οργάνωση συλλόγων 55 μελών. Στο ποδόσφαιρο του σήμερα το αποτέλεσμα έχει αποκτήσει προφανή οικονομική σημασία. Η νίκη φέρνει χρήματα. Οι ισχυροί και μεγάλοι σύλλογοι, εκτός από την ελευθερία επιλογής ποδοσφαιριστών, θέλουν να διαμορφώνουν οι ίδιοι το αγωνιστικό καλεντάρι, να δίνουν και περισσότερα παιχνίδια για να έχουν μεγαλύτερα έσοδα από τα εισιτήρια και τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Κι αυτό δεν το θέλουν ούτε η ΟΥΕΦΑ (που διαχειρίζεται το κερδοφόρο Τσάμπιονς Λιγκ και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) ούτε και η ΦΙΦΑ (που διαχειρίζεται το Παγκόσμιο Κύπελλο).
Η σύγκρουση πλέον των συλλόγων με την ΟΥΕΦΑ, τη ΦΙΦΑ και τις εθνικές ομοσπονδίες έχει διευρυνθεί και περιλαμβάνει και το ζήτημα της αποζημίωσης των ομάδων για τη χρησιμοποίηση ποδοσφαιριστών τους με τα παιχνίδια των εθνικών ομάδων. Του χρόνου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα εκδοθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που θα δικαιώνει τη βελγική Σαρλερουά, η οποία προσέφυγε εκεί, διεκδικώντας αποζημίωση για έναν Μαροκινό ποδοσφαιριστή της, ο οποίος τραυματίστηκε αγωνιζόμενος με την εθνική της χώρας του. Θα δημιουργηθεί, λοιπόν, ένα δεδικασμένο με ανυπολόγιστες οικονομικές συνέπειες για τις ομοσπονδίες, την ΟΥΕΦΑ και τη ΦΙΦΑ. Ενα σημείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι οι κανόνες της ΦΙΦΑ θεσπίστηκαν χωρίς τη συμβολή και τη σύμφωνη γνώμη των συλλόγων.
Η ΦΙΦΑ θεωρεί ότι οι σύλλογοι οφείλουν να βασίζονται μόνο στις εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες για την προώθηση των απόψεών τους στα διεθνή Fora. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η ΦΙΦΑ δεν αναγνωρίζει την G14 ή άλλες ενώσεις συλλόγων, διότι θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο των κανόνων του παιχνιδιού. Για πόσο ακόμα, άραγε;