Eνα ιδιόκτητο και σύγχρονο γήπεδο συμβάλλει καθοριστικά στην αγωνιστική και οικονομική ισχυροποίηση μιας ομάδας, αλλά και στη βελτίωση του θεάματος.

Η συζήτηση για τα γήπεδα των ομάδων είναι κάτι που επαναλαμβάνεται στον κόσμο του ποδοσφαίρου, σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Ο χρόνος της συζήτησης εξαρτάται από την περίοδο κατά την οποία σημειώνονται σοβαρές αλλαγές στη φυσιογνωμία του παιχνιδιού. Αλλαγές που δεν έχουν σχέση με τα αγωνιστικά ζητήματα, όσο κυρίως με τα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία των ομάδων, που με το πέρασμα του χρόνου έφθασαν να λειτουργούν, σχεδόν αποκλειστικά, ως επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος. Και σε μία επιχείρηση, ανεξαρτήτως του προϊόντος που παράγει ή εμπορεύεται, το καθοριστικό μέγεθος είναι το κέρδος.
Είναι, προφανώς, αυτονόητο ότι όπως σε μία επιχείρηση μεγαλώνουν τα κέρδη -και περιορίζονται τα έξοδα- όταν έχει ιδιόκτητες εγκαταστάσεις, το ίδιο συμβαίνει και με τις ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις. Μετά την οικονομική κρίση που προκάλεσε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο η κατάρρευση αρκετών τηλεοπτικών επιχειρήσεων το 2001, επανήλθε στην επιφάνεια το ζήτημα του ιδιόκτητου γηπέδου των ποδοσφαιρικών ομάδων, για δεύτερη φορά μέσα σε 12 χρόνια.
Ο τρόπος με τον οποίο ήταν οργανωμένο το οικονομικό μοντέλο των συλλόγων μέχρι την εποχή του κραχ των τηλεοράσεων -στους οποίους τη βασική πηγή εσόδων αποτελούσαν οι εισροές από τα τηλεοπτικά δικαιώματα- οι υψηλές δαπάνες για συμβόλαια και μεταγραφές και το μεγάλο οικονομικό άνοιγμα των συλλόγων επανέφεραν στην επιφάνεια το θέμα των γηπέδων, για έναν κυρίως λόγο. Διότι οι ομάδες ανακάλυψαν, έστω και κάπως οδυνηρά, ότι τα έσοδα από τα εισιτήρια αποτελούν πολύ πιο σταθερή πηγή εσόδων.
Μάλιστα, μία καλά οργανωμένη και σχεδιασμένη πολιτική διάθεσης των εισιτηρίων επιτρέπει στις ομάδες να βελτιστοποιήσουν τα έσοδά τους και η περαιτέρω εκμετάλλευση του γηπέδου -όχι μόνο από τα εμπορικά καταστήματα που θα υπήρχαν στον περίγυρό του-, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες χρήσεις εκτός των ποδοσφαιρικών αγώνων, θα μείωνε κατά πολύ και το κόστος συντήρησής του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος γύρος της δημόσιας συζήτησης για το νέο μοντέλο των γηπέδων -που έπρεπε να μεταβληθούν από απλές αθλητικές εγκαταστάσεις σε πολυλειτουργικούς χώρους- ξανάνοιξε στην Αγγλία, για να επεκταθεί στη συνέχεια και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Αγγλία, λοιπόν, η συζήτηση που έδωσε τον τόνο και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες άρχισε να γίνεται σε τελείως διαφορετική βάση, από την ανάλογη που ξεκίνησε εκεί μετά την τραγωδία του «Χίλσμπορο» το 1989.
Τότε, στόχος ήταν η βελτίωση των εγκαταστάσεων και η καλύτερη αστυνόμευση των χούλιγκαν, ώστε να γίνει πιο εύκολη η προσέλκυση φιλάθλων. Αυτόν τον στόχο οι αγγλικές ομάδες τον πήραν πολύ ζεστά, διότι ξόδεψαν πολλά χρήματα γι’ αυτό τον σκοπό, πετυχαίνοντας την επιστροφή των φιλάθλων στα γήπεδα. Μετά την οικονομική κρίση, όλες οι σοβαρές ομάδες άρχισαν να αναλύουν τα νέα οικονομικά δεδομένα, όχι μόνο τα δικά τους, αλλά και των αντιπάλων τους. Ετσι οι ομάδες που πρωταγωνιστούσαν στην Πρέμιερσιπ αντιλήφθηκαν ότι η κυριαρχία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έξω από τον αγωνιστικό χώρο, και πέρα από την υποδειγματική επιχειρηματική της οργάνωση, οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στα έσοδα που αποκόμιζε από τα εισιτήρια.
Τώρα πια είναι αποδεδειγμένο ότι ένα ιδιόκτητο και σύγχρονο γήπεδο συμβάλλει καθοριστικά στην αγωνιστική και οικονομική ισχυροποίηση μιας ομάδας, αλλά και στη βελτίωση του θεάματος. Στην Ελλάδα, ακόμη και πριν από την ίδρυση της Σούπερ Λίγκας, είχε γίνει φανερή η σπουδαιότητα του ιδιόκτητου γηπέδου. Μετά το νέο γήπεδο Καραϊσκάκη, ακολουθούν ο ΠΑΟ, η ΑΕΚ, ο Πανιώνιος και η Λάρισα. Οταν αυτές ή και άλλες παρόμοιες κινήσεις ολοκληρωθούν, το πρόσωπο του ελληνικού ποδοσφαίρου θα είναι, σίγουρα, διαφορετικό. Ενα πρόσωπο, από το οποίο οι φίλαθλοι θα έχουν πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις.
Εκείνο το στοιχείο που διαφοροποιεί τη συζήτηση για τα γήπεδα που γίνεται στην Αγγλία π.χ. (όπου οι αγγλικές ομάδες ξόδεψαν 3,3 δισ. ευρώ σε 15 χρόνια για νέα γήπεδα) με αυτή που γίνεται στην Ελλάδα, αφορά την εμπλοκή του κράτους. Εδώ, το κράτος διευκολύνει με κάθε τρόπο τις ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις -αποσκοπώντας σε ωφέλιμες ψήφους- την ώρα που εκεί, η πολιτεία δεν ανακατεύεται και οι ομάδες δανείζονται για να κάνουν μία επένδυση. Οι καθυστερημένοι, άραγε, είμαστε εμείς ή εκείνοι;
Κρυφές
ατζέντες και ασφαλιστικό
Aναζητούσα την τελευταία εβδομάδα κάποια στοιχεία για το ασφαλιστικό πρόβλημα στην Ελλάδα, για το οποίο -για ευνόητους λόγους- δεν γίνεται καθόλου συζήτηση. Το πιο σοβαρό πρόβλημα που πρόκειται να αντιμετωπίσει η χώρα τα επόμενα χρόνια είναι στις κρυφές ατζέντες των δύο μεγάλων κομμάτων, γιατί αν ήταν υποχρεωμένα να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους, οι κάλπες θα ρίχνονταν στη φωτιά.
Ψάχνοντας, λοιπόν, για το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς σε διάφορες χώρες, έπεσα πάνω σε μία περσινή έκθεση του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής, που εδρεύει στην Ουάσιγκτον. Πρόκειται για ένα μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο που αγωνίζεται για μια δικαιότερη κατανομή του αμερικανικού πλούτου και σύμφωνα με την έκθεσή του, ο αριθμός των Αμερικανών που δεν έχει υγειονομική ασφάλιση αυξήθηκε μεταξύ 2000-2005 (περίοδος Μπους) κατά 7% και έφτασε στα 46,6 εκατομμύρια.
Η έκθεση αυτή αποκαλύπτει τον ξεχασμένο αμερικανικό «τρίτο κόσμο», οι συνθήκες διαβίωσης του οποίου έγιναν ακόμη χειρότερες επί κυβερνήσεων Μπους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επί του «δημοκρατικού» Κλίντον η κατάσταση ήταν καλύτερη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η έκθεση, ο αριθμός των ατόμων που καλύπτονται από εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές -που δεν είναι η κυρίαρχη μορφή ασφάλισης στις ΗΠΑ- μειώθηκε κατά 4,1% και αφορά 3.000.000 ανθρώπους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2000, το 74,2% των εργαζομένων διέθετε ασφάλιση που βασιζόταν στην εργοδοτική εισφορά, ποσοστό που το 2005 έπεσε στο 70,5%. Η ασφαλισμένη εργασία μειώθηκε ακόμη και για εργαζομένους σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και με πτυχίο κολεγίου ή εργαζομένους στην υψηλή μισθολογική κλίμακα.
Παρ' όλο που η μείωση της ασφαλισμένης εργασίας αφορά όλες τις κατηγορίες εργαζομένων, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστιες φυλετικές-εθνοτικές διαφορές. Το 2005, το 70,4% των λευκών Αμερικανών ήταν ασφαλισμένο, σε σχέση με το 50,8% των έγχρωμων και 41,6% των ισπανόφωνων. Βέβαια, η αμερικανική οικονομία δεν έχει σχέση με την ελληνική, αλλά η τάση περιορισμού της συμβολής των εργοδοτικών εισφορών στην ασφάλιση των εργαζομένων έχει εξαπλωθεί παντού. Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου η ανασφάλιστη εργασία οργιάζει. Τέτοια θέματα, όμως, δεν είναι για προεκλογική συζήτηση μια και δεν είναι τόσο σοβαρά όσο ο αποκλεισμός της κυρίας Φώφης ή το διορθωμένο βιβλίο της Ιστορίας της Εκτης Δημοτικού.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube