Το δυναμικό του Αρη, απ' όποιον διάβολο και να στελεχώθηκε το καλοκαίρι, φαίνεται αξιοπρεπώς καλό. Πολύ καλό, εάν το ρεαλιστικό ζητούμενο της σεζόν είναι να υπερασπιστούν το κεκτημένο της θέσης στο top-5 του πρωταθλήματος. Και μετά, να παίξουν τα ρέστα τους, όλα ή τίποτα, στα (άκρως ενθαρρυντικά για ομάδες τύπου Αρη) πλέι οφ...
Ο ξεκούραστος Ντούσαν Μπάγεβιτς, πάλι, είναι επίσης καλός. Πολύ καλός, με κάθε αντικειμενικό κριτήριο, για να παραλάβει αυτό το υλικό και να το κάνει, στον χρόνο, να παράγει ωραίο ποδόσφαιρο. Ωραίο, σαν το περσινό. ΄H και ακόμη πιο ωραίο απ' το (παρασάγγες ωραιότερο σε σχέση με τα παλαιά) περσινό. Ποδόσφαιρο γρήγορο, τεχνικό, αποτελεσματικό.
Ο Σέρβος προπονητής, 59 ετών τον ερχόμενο Δεκέμβριο, δεν ευρίσκεται σε ηλικία σύνταξης. Η φάση ζωής δεν (θέλει να) είναι σπίτι, τάβλι, τηλεόραση, εφημερίδα, Αθήνα, Βελιγράδι. Για κάποιον λόγο, που δεν μου είναι ευχερώς κατανοητός, εμφανιζόταν σαν να μη το πιστεύει περίπου κανείς ότι ο Ντούσκο, όταν άκουσε την πρόταση, θα δεχόταν να δουλέψει στη Θεσσαλονίκη...
Γιατί, άραγε, όχι; Τι (πολύ) πιο ελκυστικό, ως προοπτική εργασίας, είχε να προσμένει; Να γίνει ο Τσάρτας «Γκαγκάτσης στη θέση του Γκαγκάτση» και να τον προσλάβει, μαζί με τον Μπουρουτζίκα, διάδοχο του Ρεχάγκελ και του Τοπαλίδη (ζήσε Μάη μου...) στην Εθνική; 'Η να έλθουν τα βαλιτσάκια με τα δολάρια απ' τους πετρελαιάδες του Κόλπου ή απ' τη νέα τάξη της κινεζικής οικονομίας;
Η ωμή πραγματικότητα διδάσκει πως, όταν τα χρόνια περνούν και το μεν ένα σου βρομά, το δε άλλο σου ξινίζει, τότε η καταδίκη είναι ότι (οι άλλοι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, καταλήγουν σε κάποια λύση και προχωρούν, ενώ εσύ) μένεις καθηλωμένος στο περιθώριο. Οχι ακριβώς ό,τι φαντάζεται κανείς πως θα ήταν έτοιμος, ο δικός μας, ν' αποδεχθεί.
Ελεγε, ακούω αριστερά και δεξιά, πως δεν θα ξαναδούλευε στην Ελλάδα. Σε σύλλογο. Και λοιπόν; Να του κόψουμε διπλότυπο, να πάει να πληρώσει φόρο στο Δημόσιο Ταμείο; Ας έλεγε! Τη στιγμή που (τα) έλεγε τα εννοούσε κιόλας. Η κρούση του Αρη δεν έγινε τη στιγμή που τα έλεγε. Εγινε όταν είχαν κυλήσει οι στιγμές, οπότε είχε πάψει να τα εννοεί.
Κι ο Φύσσας έλεγε, τον Ιούνιο, πως θα συνεχίσει «ασυζητητί» στο εξωτερικό. Ηταν, την ημέρα που το έλεγε, ειλικρινέστατος. Κι ο Καραγκούνης ορκιζόταν, τον Μάρτιο, πως «πάση θυσία» θα επιστρέψει «στην Ιταλία». Κι ο Δέλλας με τον Ζήκο, κάποτε, ούτε που το φαντάζονταν ότι θα επαναπατρίζονταν για να υπογράψουν (ξανά) στην ΑΕΚ, με εργοδότη τον Νικολαΐδη.
Η ζωή προχωρεί, σαρώνει το παρελθόν πανίσχυρη, οι συνθήκες μεταβάλλονται, τα σκεπτικά αλλάζουν, νέες προκλήσεις εγείρονται. Η προσκόλληση (να 'μαστε συνεπείς, να μην παρεκκλίνουμε ούτε κατά ένα ιώτα, τι λέγαμε χθες και τι κάνουμε σήμερα...) αγνοεί την ορμητική ροή των γεγονότων. Τη δυναμική. Καταλήγει να είναι τελείως αντιπαραγωγική. Γεροντοκορίστικη.
Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι γιατί ο Σέρβος τεχνικός είπε-ξείπε. Το μοναδικό σοβαρό ζήτημα είναι πλέον, ανάμεσα στο καλό υλικό και στον καλό Ντούσκο, να λειτουργήσουν συγχρονισμένα τα υπόλοιπα γρανάζια του «κίτρινου» μηχανισμού. Πρόκειται για λεπτή, ομολογουμένως, περίοδο. Για ντελικάτο μεσοδιάστημα. Της μετάβασης απ' το «λάτιν» μοντέλο Κόντη-Ροναλντίνιο-Once, στην πατροπαράδοτη συνταγή-Μπάγεβιτς.
Το μπαλάκι είναι στο δικό τους γήπεδο. Στο γήπεδο του κόσμου που, εδώ και πάνω από ένα χρόνο, παίρνει με διαφορά το βραβείο για την «καλύτερη εξέδρα» στη χώρα. Στο γήπεδο της ελληνικής διοίκησης, που επέτυχε την επανενεργοποίηση του Μπάγεβιτς. Και, φυσικά, στο γήπεδο των (χαρισματικών, μεταξύ των) ισπανοπορτογαλόφωνων ποδοσφαιριστών.
Ως τότε, εμείς οι απέξω μπορούμε ν' απολαύσουμε το μπαχάρι-Μπάγεβιτς, δηλαδή όλη τη διαφορά στη γεύση, στην «πολίτικη κουζίνα» του ελληνικού πρωταθλήματος. Ο Ολίβα παραήταν ο καλόβολος (για τους «από πάνω») σενιόρ Μηδέν-Τοις-Εκατό. Αχρωμος, άοσμος, απαρατήρητος. Ανύπαρκτος. Και ίσως, σε δέκα μέρες που έρχεται το πρώτο παιγνίδι με τη Σαραγόσα, συνειδητοποιήσει (ο Ισπανός) ότι ο Αρης δεν είναι «ομάδα επιπέδου Σεγούνδα».