Η προσέγγιση του ζητήματος των τμημάτων υποδομής των ομάδων, μετά τον νόμο Μποσμάν, απέκτησε για όλους τους συλλόγους στην Ευρώπη εξαιρετική σπουδαιότητα. Εγραφα τις προάλλες για την έλλειψη αξιόλογων γηγενών ποδοσφαιριστών που αντιμετωπίζουν αρκετές εθνικές ομάδες στην Ευρώπη. Η οργάνωση και η λειτουργία των τμημάτων υποδομής μπορεί να δώσουν λύσεις μακροπρόθεσμα, αλλά χρειάζονται υπομονή, γνώσεις, κεφάλαια, εγκαταστάσεις και, φυσικά, οι κατάλληλοι άνθρωποι.
Βέβαια, υπάρχουν σύλλογοι που έχουν δημιουργήσει μια παράδοση στη λειτουργία των τμημάτων υποδομής τόσο λαμπρή που θα είχε ενδιαφέρον για τους ελληνικούς συλλόγους να αναζητήσουν τον τρόπο, τη μέθοδο και το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας αυτών των τμημάτων υποδομής. Ισως η πιο θαυμαστή περίπτωση παραγωγής ταλέντων να είναι αυτή του Αγιαξ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των τμημάτων υποδομής η ολλανδική ομάδα έχει μία μακρά παράδοση που ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Τότε, ένας παλιός Εγγλέζος ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Σίτι και της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ο Τζακ Ρέινολτς, που κάθισε στον πάγκο του Αγιαξ 27 χρόνια, έθεσε τις βάσεις για τη λειτουργία των φυτωρίων του «Αίαντα». Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Ρέινολτς δούλευε με τους πιτσιρικάδες περισσότερο από 8 ώρες τη μέρα.
Στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, τα τμήματα υποδομής του Αγιαξ ανέδειξαν πολλούς ποδοσφαιριστές, μέτριους, καλούς, πολύ καλούς και Κρόιφ. Ο «ιπτάμενος Ολλανδός» ήταν ένα από τα 30 παιδιά που επέλεξε ο Βικ Μπάκιγχαμ το 1958 για να στελεχώσουν τις μικρές ομάδες του συλλόγου του Αμστερνταμ. Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι αν η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για την υπόθεση Μποσμάν καθυστερούσε ένα χρόνο, ο Αγιαξ θα ήταν πάμπλουτος σήμερα, αφού θα μπορούσε να πουλήσει ακριβά μια εξαιρετική φουρνιά ποδοσφαιριστών, «τα μωρά του Φαν Γκάαλ», τα οποία το 1995 πήραν το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η παραγωγή ταλαντούχων ποδοσφαιριστών από τον Αγιαξ είναι σταθερή τα τελευταία χρόνια και μάλιστα τόσο αποδοτική, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την κατασκευή ενός σταδίου τόσο σύγχρονου όσο το «Amsterdam Arena».
Στον Αγιαξ έχουν συνδυάσει αρμονικά τη λειτουργία των τμημάτων υποδομής με το τμήμα των ανιχνευτών ταλέντων. Οι άνθρωποι της ομάδας του Αμστερνταμ αναζητούν σε όλο τον κόσμο νεαρούς ταλαντούχους ποδοσφαιριστές, που τους αγοράζουν και τους μπολιάζουν με την αγωνιστική φιλοσοφία του συλλόγου, με αποτέλεσμα αυτοί οι νεαροί να ενσωματώνονται απολύτως στην ομάδα. Ετσι, από καιρό σε καιρό, ο Αγιαξ παρουσιάζει ένα αρμονικό σύνολο ταλαντούχων ποδοσφαιριστών μεγάλων αγωνιστικών δυνατοτήτων. Στον Αγιαξ, όσον αφορά τα τμήματα υποδομής, έχουν επιλέξει την τακτική να βάζουν τους νεαρούς ποδοσφαιριστές να αγωνίζονται με ομάδες μεγαλύτερης ηλικίας και έτσι να κερδίζουν σε εμπειρίες και δύναμη, με αποτέλεσμα από νωρίς να είναι έτοιμοι να πάρουν παιχνίδια στην πρώτη ομάδα, ακόμα και στην ηλικία των 17, όπως έγινε στην αρχή του '90 με τον Κλάρενς Ζέεντορφ.
Σε ό,τι αφορά τα τμήματα υποδομής, θα πρέπει κάποιος να διαχωρίσει τις ενσωματωμένες ακαδημίες (build in) που λειτουργούν μέσα στις αθλητικές εγκαταστάσεις του συλλόγου, στις οποίες η παρακολούθηση των ποδοσφαιριστών είναι περισσότερο στενή, και τις κατά τόπους ακαδημίες που λειτουργούν με την εποπτεία του συλλόγου σε διαφορετικές περιοχές. Οι περισσότερες μεγάλες ομάδες τώρα πια χρηματοδοτούν σε πολλές περιπτώσεις τέτοιες ακαδημίες –ιδίως στην Αφρική– αλλά αυτό δημιουργεί και αρκετά προβλήματα, αφού τα καλύτερα ταλέντα ενός τόπου ξενιτεύονται.
Στην περίπτωση των ακαδημιών που λειτουργούν σε διαφορετικές περιοχές, σπουδαίο ρόλο παίζουν οι άνθρωποι που εντοπίζουν και διακρίνουν τα παιδιά που έχουν ταλέντο. Ομως, η εξέλιξη ενός ταλέντου προς την ποδοσφαιρική ωρίμανση δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Ενας ταλαντούχος ποδοσφαιριστής στα 16 του πέντε χρόνια μετά μπορεί να μην ασχολείται καν με το παιχνίδι. Και εδώ είναι η μεγάλη πρόκληση. Η προσοχή και η επιστημονική προσέγγιση που χρειάζεται η προσπάθεια βελτίωσης και εξέλιξης ενός ταλέντου είναι ασυγκρίτως δυσκολότερες –και κοστίζουν πολύ περισσότερο– από την ανακάλυψή του.
Η εκπαίδευση του πελάτη
Παραδοσιακά, οι ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ έδιναν, αφενός, για την κυβέρνηση την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και, αφετέρου, για την αντιπολίτευση τον τόνο της κριτικής στις κυβερνητικές επιλογές. Σε ό,τι αφορά τα δύο μεγάλα κόμματα, πάντα οι ομιλίες των ηγετών τους διανθίζονταν με την απαρίθμηση των αναπτυξιακών έργων στη Β. Ελλάδα, την οποία όλη την υπόλοιπη χρονιά έχουν στο περιθώριο.
Φέτος, λόγω και της ιδιομορφίας της προεκλογικής περιόδου, που περιλαμβάνει κατά τη διάρκειά της και τη ΔΕΘ, οι ομιλίες των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων δεν ακολούθησαν τα χαρακτηριστικά που είχαν τις προηγούμενες χρονιές. Εκείνο που παρακολουθήσαμε, τουλάχιστον στον γράφοντα, προκάλεσε μια μεγάλη απέχθεια. Και οι δύο χρησιμοποίησαν τις συνεντεύξεις Τύπου σαν τρέιλερ των ομιλιών που είχαν πραγματοποιήσει νωρίτερα, οι οποίες δεν ήταν τίποτα λιγότερο από ένα απαράδεκτο παροχολόγιο. Ενα παροχολόγιο που φέρνει ψήφους και μπορεί να εξασφαλίσει την εκλογική νίκη και τη διαχείριση της οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού.
Οι αρχηγοί των δύο κομμάτων εξουσίας, γνωρίζοντας ότι η επιβίωσή τους εξαρτάται από την ικανοποίηση των πελατειακών απαιτήσεων του εκλογικού σώματος, υπόσχονται πράγματα που είτε δεν θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν είτε αν τα πραγματοποιήσουν το κόστος για το σύνολο θα είναι δυσβάσταχτο. Οι αρχηγοί των δύο μεγάλων κομμάτων εκπαιδεύουν τους πολίτες για να γίνουν πελάτες. Να μάθουν να αξιολογούν το βραχυπρόθεσμο και προσωπικό τους συμφέρον πάνω από το μακροπρόθεσμο και συλλογικό. Οι ίδιοι οι αρχηγοί έχουν αξιολογήσει την –καθ’ υπερβολήν χαρακτηριζόμενη– πολιτική τους πρόταση σαν ένα απλό εμπόρευμα, που η τύχη του εξαρτάται από τη συμμόρφωσή του στους κανόνες της αγοράς.
Οταν, λοιπόν, γίνεται λόγος για την απαξίωση της πολιτικής και την εξομοίωσή της με μια χυδαία εμπορική συναλλαγή –ψήφισέ με για να σου δώσω–, τότε η μετεξέλιξη της κοινωνίας μας σε μία κοινωνία ιδιοτέλειας και ωφελιμιστική στο έπακρο δεν θα αργήσει, αν δεν έχει ήδη συντελεστεί. Και σε μία τέτοια κοινωνία οι δεσμοί μεταξύ των μελών της χαλαρώνουν σε βαθμό τέτοιο που προσεγγίζει τη σήψη.