Η συντεχνία των δημοσιογράφων είναι περίεργη φάρα. Αν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα… όσια και τα ιερά μας, πέφτουμε να τον φάμε. Ο Φάνης Γκέκας είπε προχθές μία σκληρή αλήθεια. «Οταν μιλάμε, μας κράζετε, αλλά αν βάλουμε ένα γκολ έρχεστε για δηλώσεις». Εχει δίκιο. Πρόλαβα τον καιρό που οι εφημερίδες ήταν μετρημένες στα δάχτυλα, που η λέξη «δημοσιογράφος» ήταν κάτι άξιο λόγου. Εμείς, φιντανάκια του χώρου τότε, δεν τολμούσαμε να αρθρώσουμε τη λέξη «δημοσιογράφος», αν μας ρωτούσαν τι δουλειά κάναμε. «Γράφω σε εφημερίδα», έλεγα δειλά. Σήμερα ακόμη και το τελευταίο παιδάκι που γράφει σε κουτσομπολίστικο έντυπο έχει και κάρτα με τυπωμένο το όνομα και από κάτω φαρδιά πλατιά τη λέξη «δημοσιογράφος».
Στα αθλητικά ειδικά, πρόλαβα την εποχή που οι παίκτες και οι προπονητές σέβονταν τη γνώμη μας. Εννοείται το ίδιο ίσχυε αντίστροφα. Δεν έχω ιδιαίτερη λατρεία στο παρελθόν όταν μιλάμε για συνθήκες, γιατί σήμερα οι εφημερίδες βγαίνουν με υπερσύγχρονα μέσα, στα κανάλια υπάρχουν τελευταίας λέξης μηχανήματα. Τότε γράφαμε με στυλό και σε χαρτί, τώρα έχουμε laptop. Τότε, όμως, λειτουργούσαμε σαν άνθρωποι. Η κοινωνία σήμερα μεταβάλλει τον ρεπόρτερ σε ένα άγριο ζώο που βγαίνει στη ζούγκλα να κυνηγήσει. Για να φέρει πίσω στο κοινό φρέσκο αίμα. Δεν φταίει μόνο ο δημοσιογράφος που το κοινό σαν μοντέρνα ρωμαϊκή αρένα απαιτεί άρτον και θεάματα. Αλλά έχει την κύρια ευθύνη. Είναι δεδομένο πως τα τελευταία 15 χρόνια η κατάσταση όπως και σε όλα τα πράγματα έτσι και στη δημοσιογραφία ξέφυγε από τον έλεγχο. Κάποτε όταν έπεφτε στα χέρια μας μία πληροφορία διασταυρώναμε την είδηση. Τώρα ό,τι ακούσει κάποιος το αναπαράγει. Τότε, πριν ακόμη και από μία εικοσαετία, οι δημοσιογράφοι ένιωθαν πως ο άλλος είναι συνάδελφος, όχι εχθρός. Οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, τα περιοδικά και η τηλεόραση έδειχναν έως και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90 πως σέβονται το κοινό. Τώρα πια τα πάντα μπήκαν σε μία μηχανή του κιμά που αλέθει συνειδήσεις. Το να δουλεύεις ως δημοσιογράφος και να κομπορρημονείς για το τι ομάδα υποστηρίζεις σήμερα θεωρείται μαγκιά. Ουσιαστικά, όμως, είναι υψίστης μορφής κρετινισμός. Αποτελεί καθρέπτη των ενεργειών μιας κοινωνίας που έχασε τον αυτοσεβασμό της. Ο κόσμος θέλει να ξέρει τι ομάδα είναι ο τάδε ή ο δείνα. Γιατί; Οχι για να ενημερωθεί καλύτερα, αλλά διότι έχει εθιστεί από την κουτσομπολίστικη διάθεση που προκαλούν οι εκπομπές οι οποίες κοιτάνε από την κλειδαρότρυπα στη ζωή μας.
Θέλω πολλές φορές να απαντήσω, όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, με κανέναν. Με τη δουλειά μου. Με τον εαυτό μου. Με την αξιοπρέπειά μου. Σκέφτομαι πως έχουμε αναγάγει σε σημαντικό ζήτημα ένα παιχνίδι. Ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο σε ένα βιβλίο του εξηγούσε πως νιώθει «ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου». Εκπληκτική ατάκα. Αλλά αν την πεις σε κάποιον που επίμονα ρωτά «τι ομάδα είσαι;» τον βραχυκυκλώνεις. Υστερα σε κοιτά με ένα απορημένο βλέμμα που σύντομα συννεφιάζει με καχυποψία! Ειδικά αν είναι νέο παιδί. Γιατί έχουμε μεγαλώσει μία ολόκληρη γενιά με εικόνες και πρότυπα τόσο λανθασμένα που απορώ αν μπορούν να ξεχωρίσουν κάτι καλό αν το δουν. Εχουμε γεμίσει γύρω μας οργισμένους νέους που κανένας δεν μπήκε στον κόπο να χαλιναγωγήσει, να μορφώσει, να τους κάνει να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και να τους αναπτύξει τα όμορφα ένστικτα. Βλέπεις και ακούς ανθρώπους μόνο με θεωρίες συνωμοσίας στον εγκέφαλο, που αισθάνονται παντού αόρατους εχθρούς.
Και η δημοσιογραφία έχει τεράστια ευθύνη για αυτό. Με τον αθλητικό Τύπο να σέρνει τον χορό. Θα στραβομουτσουνιάσουν πάλι οι ειδήμονες του γλυκού νερού, όλοι αυτοί που παρασιτικά ζουν ανάμεσά μας και γράφοντας κατάπτυστα κείμενα αφοδεύουν στις καρδιές και τις συνειδήσεις του κοινού, χωρίς το θάρρος της υπογραφής και της γνώμης τους. Θα αρχίσουν να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους και να μας κατηγορούν πως κρυβόμαστε πίσω από τον μανδύα της αντικειμενικότητας, ενώ αυτοί άσπιλοι και αμόλυντοι σημαιοφόροι του καφρισμού έχουν ουσιαστικά οδηγήσει στην απαξίωση ενός επαγγέλματος που κάποτε είχε αίγλη. Δεν ξέρω αν υπήρξα καλός ή κακός δημοσιογράφος στην καριέρα μου, αλλά το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιος είναι πως σε όλα αυτά τα 27 χρόνια κανείς δεν μπορεί να μου προσάψει πως λειτούργησα ως κάτι άλλο εκτός από αυτό: δημοσιογράφος. Βίωσα την εποχή που ο κόσμος διαχώριζε τους καλούς και τους κακούς του χώρου, με βάση και γνώμονα την αξία τους και μόνο. Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο το κοινό βάζει το συνάφι στην ίδια μοίρα. «Ρουφιάνοι και λαμόγια είναι όλοι οι δημοσιογράφοι», ακούς όλο και πιο πολύ. Με ενοχλεί. Αλλά είναι η φυσιολογική εξέλιξη μιας κοινωνίας που οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι δημιούργησαν. Τουλάχιστον όσοι είδαν φως και μπήκαν στα δεκάδες κακής ποιότητας έντυπα και μέσα, με την τηλεόραση να διαλύει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας που υπήρχε.