Να λοιπόν που η «επίσημη αγαπημένη» έγινε... Λιμόζ. Εποχής Μάλκοβιτς! Δεν ξέρω εάν αυτό το «κάτι παραπάνω που χρειάζεται η ομάδα επιθετικά» είναι λίγο ή πολύ εφικτό ή ανέφικτο. Εικάζω ότι ποσοτικά αντιστοιχεί στο «κάμποσο παραπάνω». Υποθέτω ότι ανέφικτο δεν είναι. Ολα τούτα, όμως, κινούνται στη σφαίρα του «άσε να δούμε». Ο,τι ήδη βλέπουμε στο Ευρωμπάσκετ (από το ημέτερο συγκρότημα), απλώς... δεν βλέπεται. Κουράζει αφόρητα το μάτι. Αντε, να το αντιμετωπίσεις ως μέσο αγιασμένο από τον σκοπό: ούτε με αυτό το κριτήριο γεμίζει το κουρασμένο σου μάτι.
Ας πούμε και μια αλήθεια κι ας πέσει στο γιαλό, που τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος. Τους Σέρβους ΔΕΝ θα τους υποτάσσαμε, εάν στην αναμέτρηση εκείνη η διαιτητική υπέρ μας μεροληψία έμενε κάτω από τα επίπεδα του «75% - 25%». Εναντίον των Ρώσων δεν έγινε, βεβαίως, το ίδιο. Οι «άρχοντες του αγώνα» απλώς ανέχθηκαν κατ' εξακολούθηση τη σκληρή -συχνά εξεζητημένη- άμυνά μας. Η ήττα, όμως, δεν απετράπη. Η αναφορά στη διαιτησία εν προκειμένω δεν γίνεται για λόγους «ηθικής τάξης», αλλά μόνο για να φανεί πόσο αβέβαια είναι τα πλεονεκτήματα του «δόγματος Λιμόζ-Μάλκοβιτς».
Το θυμάστε, αλήθεια; «Κάντε ογδόντα φάουλ, τα σαράντα δεν θα τα σφυρίξουν». Κι αν το «χατιράκι» δεν φθάσει μέχρι του σημείου να παραγραφεί το 50% των «αδικημάτων»; Αν σταματήσει στο 25% ή το 35%, τι γίνεται; Ε, τότε, με τόση επιθετική χλομάδα, κινδυνεύεις να ηττηθείς κι από συγκροτήματα (πολύ) υποδεέστερα των Ρώσων.
Ορισμένοι αντιεξουσιαστές διατείνονται: «στην καταστροφή της χαράς, μόνη απάντηση είναι η χαρά της καταστροφής». Μέχρι τώρα το αγωνιστικό στυλ της ομάδας, κακά τα ψέματα, έχει καταστρέψει τη χαρά του παιχνιδιού. Αναμφιβόλως τη χαρά του θεατή, συμπεριλαμβανομένου και του «ωφελιμιστή με πατέντα», αλλά ενδεχομένως και τη χαρά του ίδιου του παίκτη. Απάντηση είναι, όντως, η «χαρά της καταστροφής». Της καταστροφής του παιχνιδιού των αντιπάλων.
Ναι, τούτο το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα σου δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να περιορίσει στους 60 πόντους την παραγωγικότητα ομάδων του ΝΒΑ που διακρίθηκαν ή διακρίνονται για την επιθετική τους δεινότητα. Να, ας πούμε των σημερινών Φοίνιξ Σανς ή των Ντένβερ Νάγκετς της δεκαετίας του '80. Το ερώτημα είναι:πόσο μετράει η «χαρά της καταστροφής» όταν εσύ... καταστρέφεσαι χειρότερα από τον αντίπαλο, ο οποίος τελικά, εκτός της νικητήριας χαράς, γεύεται και την ικανοποίηση πως επικράτησε αναμετρούμενος με ένα απωθητικό αγωνιστικό στυλ; Διότι τη νίκη ουδείς μίσησε, αλλά και τα «κληροδοτήματα» της «σχολής Λιμόζ» ουδείς αγάπησε. Σε τελική ανάλυση, κάποτε ήταν πρωτότυπα, τώρα όχι. Δεν αιφνιδιάζουν, όπως παλιά.
Να θεωρήσει, άραγε, κανείς αναγκαίο κακό αυτήν τη μετεξέλιξη του «αμύνομαι φοβερά και τρέχω» σε «γίνομαι νέα Λιμόζ»; Γιατί; Λείπουν απ' αυτήν την ομάδα οι παίκτες κλάσης και το ταλέντο; Λείπει, μήπως, η ικανότητα προσαρμογής; Μα σαν χθες δεν ήταν που κατατροπώναμε τους Γάλλους παίζοντας κοντρόλ μπάσκετ και υπερισχύαμε των Αμερικανών τρέχοντας «δαιμονισμένα»; Η ομάδα που «σκότωνε» τον αντίπαλο, εφόσον προηγουμένως αποδεχόταν τα προσφιλή του όπλα για τη διεξαγωγή της μονομαχίας, δρα σήμερα τόσο αργόσυρτα, αμήχανα κι ανέμπνευστα; Γιατί;
Απόψε η ομάδα καλείται να επιστρατεύσει πολλά εξ όσων μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχει «μαζέψει» στο οπλοστάσιό της. Αν υπάρχουν κρυφά όπλα, καλές ιδέες της στιγμής, δυνατότητες προσωπικής «αναγέννησης» ορισμένων παικτών, ας φανούν τώρα. Ειδάλλως, πολύ φοβάμαι ότι μένει μία, μόνο, πηγή άντλησης ικανοποίησης: το γεγονός ότι πληρώσαμε τους Σέρβους με το δικό τους -επί δεκαετίες- διαιτητικό, κάλπικο νόμισμα. Εάν, όμως, αγωνιστικά μοιάζεις με «νέα Λιμόζ» και... θεσμικά συμπεριφέρεσαι ως νέος χαλίφης στη θέση του παλιού, πληροίς όλες τις προϋποθέσεις για να δρέψεις, σε βάθος χρόνου, περισσότερες αντιπάθειες παρά επιτυχίες.