Ο Μίμης Πιερράκος, άσος των ποδοσφαρικών γηπέδων των δεκαετιών του 20΄ και του 30΄ ήταν ο πρώτος Έλληνας αθλητής που έδωσε τη ζωή του στον βωμό της ελευθερίας της Ελλάδας.
Γεννημένος το 1909 στο Γύθειο, ο Πιερράκος ήταν τριών ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Μυήθηκε στο ποδόσφαιρο από τον Ήφαιστο Αμπελοκήπων, εκεί τον εντόπισε ο Παναθηναϊκός για να τον εντάξει στο δυναμικό του στα 17 του, το 1926.
Με συμπαραστάτες τον Άγγελο Μεσσάρη και τον Αντώνη Μηγιάκη συγκρότησαν την υπερηχητική ομάδα του «τριφυλλιού» των τελών της δεκαετίας του 20΄. Φορώντας τα πράσινα για έντεκα χρόνια, ο Πιερράκος κατακτά επτά φορές την κορυφή της ΕΠΣ Αθηνών και το Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1930, το πρώτο ιστορικά που κατέληξε στην τροπαιοθήκη της Λεωφόρου.
Μεγαλούργησε στο θριαμβευτικό 8-2 έναντι του αιώνιου αντιπάλου Ολυμπιακού τη 1η Ιουνίου 1930 στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, σκοράρε δις και σμπαράλιασε κάθε προσπάθεια αναχαίτησης της ερυθρόλευκης άμυνας.
Ήταν ένας επιθετικός που... γεννήθηκε νωρίς. Διέθετε σπάνια, για την εποχή, αθλητικά προσόντα. Ταχύτατος, με εκτόπισμα που τρόμαζε τους αντίπαλους αμυντικούς και με το μικρόβιο του γκολ ποτισμένο στο αίμα του.
Τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο αποκρουστικός ήχος των σειρήνων κόβει την ανάσα των Αθηναίων. Από συνοικία σε συνοικία τα νέα μεταφέρονται σαν σφαίρες, όπως αυτές που θα σφύριζαν πάνω από τα χώματα της Ελλάδας για την επόμενη δεκαετία. Η κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας είναι γεγονός.
Ο Μίμης, με το θάρρος που τον χαρακτήριζε και εντός του τερέν, αγωνιά να βρεθεί στην καρδιά των γεγονότων. Την είδηση του την μεταφέρει ο αδερφός του, Στέφανος , ανθυποσμηναγός και επίσης βετεράνος του Παναθηναϊκού.
Ήταν κυνηγός σε όλα και αρνήθηκε κατηγορηματικά να παραμείνει στην Αθήνα, όπως του πρότεινε ο οπλαρχηγός της πυροβολαρχίας του. Η θέση του ήταν στην πρώτη γραμμή. Και πράγματι, στα ξημερώματα της 29ης Οκτωβρίου έφθασε στο αλβανικό Μέτωπο, υπερασπιζόμενος τα σύνορα της πατρίδας του ως ασυρματιστής του Πυροβολικού.
Για δεκαοχτώ μερόνυχτα ο Πιερράκος πάλεψε σαν λιοντάρι, κουβάλησε κοπιαστικά το δικό του λιθαράκι στο έπος του Ιταλοελληνικού πολέμου.
Στις 18 Νοεμβρίου 1940, στο περιθώριο μιας αιματηρής συμπλοκής με ιταλικά βομβαρδιστικά, ο ήρωας του Παναθηναϊκού ξαποσταίνει για λίγο προκειμένου να συντάξει γράμμα στους δικούς του ώστε να περιγράψει την εξέλιξη των μαχών. Η νέα επίθεση των εχθρικών αεροπλάνων ήταν αιφνιδιαστική και ο Πιεράκος, χτυπημένος στο δεξί μέρος του κεφαλιού από μια ιταλική οβίδα, σκοτώθηκε ακαριαία. Δεν πρόλαβε να υπογράψει το τελικό σίγμα του ονόματός του.
«Αγαπητέ μου αδελφέ Στέφανε,
Σας έστειλα πέντε γράμματα. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σας έστειλα τη σύστασίς μου, η οποία σήμερα άλλαξε, μην ανησυχείτε όμως διότι και με την παληά θα το λάβω.
Τώρα η σύστασίς μου είναι: Σ’ Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού, 2α Μοίρα διοικήσεως Τ.Τ. 212
Μη ξεχάσεις Στέφανε να μου στείλεις ένα πουλόβερ, μερικά ξυραφάκια, τσιγάρα και λίγο χαρτζιλίκι για κανένα καφεδάκι όταν μπαίνουμε σε κανένα χωριό και για κονιάκ.
Σήμερα, όπως και κάθε μέρα, μας επισκέφθηκαν εχθρικά αεροπλάνα. Έγινε αερομαχία. Τους ρίξαμε τρία. Το ένα από αντιαεροπορικό πυροβολικό.
Από το ένα αεροπλάνο γλύτωσαν τρεις με αλεξίπτωτο. Τον έναν εξ αυτών τον έπιασα εγώ. Είχε πέσει 5 χιλιόμετρα μακρυά μας. Αν έβλεπε το τρέξιμό μου ο Σίμιτσεκ σίγουρα θα με έβαζε στην εθνική για τα 5.000 μ. Τον έφερα στο Διοικητή. Επήρα το αλεξίπτωτο το οποίο είχε σχισθή από ένα δένδρο και το μοιράσαμε στους άνδρες για μαντηλάκια. Έχω φυλάξει για τη Μαρία. Έπειτα από τα σχετικά συγχαρητήρια κάθησα να σας γράψω με ένα φόβο μήπως αυτά που γράφω δεν εγκριθούν και δεν λάβετε το γράμμα μου, γι’ αυτό περιορίζομαι και δεν σας γράφω νέα του Μετώπου παρά μόνο πως πάμε Υπερ-Υπέροχα.
Αν δεν είχα έλλειψι νέων σας θα νόμιζα πως βρίσκομαι σε εξοχή. Αυτό όμως με κάνει να ανησυχώ και να περιμένω με αγωνία γράμμα σας που να μου λες πως η Μαμά, η Μαρία κι ο Γιάννης είναι τελείως καλά.
Φίλησέ μου τη Μαμά και τη Μαρία, πολλές φορές καθώς και τον Γιάννη, κι εγώ φιλώ εσένα, αδελφέ μου Στέφανε.
Μίμης
Μαμακούλα μου γεια σου. Είμαι πολύ – πολύ καλά, να είσαι ήσυχη, πες το και της Μαρίας και δέξου ακόμα ένα φιλί.
Μίμης
Μαρία μου σε φιλώ και σε παρακαλώ να είσθε τελείως ήσυχοι. Γράψε στη Νίκη, αν σου είνε εύκολο, όχι όμως καλλιγραφικά.
Μίμης».
Η οικογένεια του Πιερράκου θρηνούσε ένα ακόμη θύμα. Είχε προηγηθεί ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, Τάκη, αξιωματικού της αεροπορίας και η απώλεια του πατέρα του, που δεν άντεξε και λύγισε από την στεναχώρια.
Θάφτηκε σε νεκροταφείο της Αλβανίας μαζί με άλλους στρατιώτες. Μετά τον πόλεμο ο αδερφός του Στέφανος, με τη βοήθεια του έφεδρου λοχία Χαράλαμπου Παπαδόπουλου που συνυπηρετούσε με τον Μίμη, εντόπισε τον τάφο του, δέκα ολόκληρα χρόνια αργότερα.
Το 1950 μετέφερε τα οστά του, τα οποία θάφτηκαν στο νεκροταφείο Ζωγράφου, όπου πλήθος κόσμου παρευρέθηκε. Ο Πιερράκος οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία σκεπασμένος με το λάβαρο του Παναθηναϊκού και χώμα από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Επιμέλεια: Λευτέρης Παύλου
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.