Κινηματογράφος

And the Oscar goes to… sport-fm.gr

Είδαμε όλες τις ταινίες και γράφουμε την άποψη μας. Τώρα δεν σας εγγυόμαστε ότι βγάζουμε και συμπέρασμα, αφού ο κάθε συντάκτης γράφει την άποψη του για κάθε ταινία, συγκεκριμένο concept δεν υπάρχει οπότε στο τέλος μπορεί η ανάγνωση αυτών των κειμένων να μην προσφέρει μια αντικειμενική ετυμηγορία. Εμείς όμως δεν ασχολούμαστε με αντικειμενικές ετυμηγορίες. Είμαστε υποκειμενικοί τύποι.

Η βραδιά της απονομής των φετινών βραβείων όσκαρ πλησιάζει. Το βράδυ της Κυριακής θα γίνουμε για μία ακόμα χρονιά μάρτυρες μίας εντυπωσιακής τελετής που σπάνια αποδίδει δικαιοσύνη και θα μας δώσει τροφή για σχόλια για τα επόμενα χρόνια που θα έρθουν.

Αλλά εμείς στο sport-fm.gr δεν πτοούμαστε από οσκαρικές αδικίες.

Είδαμε όλες τις ταινίες και γράφουμε την άποψη μας. Τώρα δεν σας εγγυόμαστε ότι βγάζουμε και συμπέρασμα, αφού ο κάθε συντάκτης γράφει την άποψη του για κάθε ταινία, συγκεκριμένο concept δεν υπάρχει οπότε στο τέλος μπορεί η ανάγνωση αυτών των κειμένων να μην προσφέρει μια αντικειμενική ετυμηγορία.

Εμείς όμως δεν ασχολούμαστε με αντικειμενικές ετυμηγορίες. Είμαστε υποκειμενικοί τύποι.

Γι αυτό οκτώ συντάκτες γράφουν την άποψη τους για τις εννέα ταινίες που είναι υποψήφιες για το κορυφαίο αγαλματίδιο της χρονιάς. Αυτό της καλύτερης ταινίας δηλαδή. Αν δεν σας βγαίνουν τα μαθηματικά θα σας βοηθήσουμε. Ένας συντάκτης έγραψε για δύο ταινίες.


Γράφει η Φλώρα Μιχαλοπούλου

Διαφορετικό… Έτσι θα μπορούσα να περιγράψω μονολεκτικά το Artist.

Και εξηγώ τον όρο «διαφορετικό». Για να είσαι μυημένος στις ταινίες βωβού κινηματογράφου θα πρέπει ή να είσαι άνω των 90 ετών ή να παραείσαι… ψαγμένος. Για τους περισσότερους εξ ημών λοιπόν το δημιούργημα του Michel Hazanavicius αποτέλεσε (ή θα αποτελέσει) κάτι αλλιώτικο από όσα γνωρίζαμε. Δεν είναι εξάλλου ό,τι πιο συνηθισμένο στις μέρες μας οι μη ομιλούσες ταινίες. Αντίθετα τις περισσότερες φορές οι πρωταγωνιστές μιλούν πολύ χωρίς να «λένε» τίποτα.

Το γεγονός ότι εμείς, οι μαθημένοι στα εφέ, τα 3d και τα hd στηθήκαμε χωρίς διαμαρτυρία μπροστά από τη μεγάλη οθόνη και επί μιάμιση ώρα παρακολουθήσαμε με περισσή ευχαρίστηση μία ασπρόμαυρη ταινία όπου δεν ανταλλάχθηκε –σχεδόν- ούτε μιλιά λέει από μόνο του πολλά.

Θες οι ερμηνείες των Dujardin και Bejo; Θες η υπέροχη μουσική του Ludovic Bource; Θες ο τρόπος που έχει δομηθεί σεναριακά και σκηνοθετικά από τον Michel Hazanavicius; Όλοι αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους που το Artist απέσπασε για το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου δέκα υποψηφιότητες για χρυσό αγαλματίδιο, μεταξύ αυτών και της καλύτερης ταινίας!

Κάτι με άρωμα παλιού κι όμως τόσο καινούργιο για να μας θυμίσει ότι στα μπαούλα των γιαγιάδων μας βρίσκονται καλά κρυμμένοι θησαυροί παντός καιρού…




Γράφει ο Αλέξης Παπαχρήστος

Στα βρετανικά βραβεία BAFTA, ο σκηνοθέτης του Hugo, Martin Scorsese είπε πως δημιούργησε το συγκεκριμένο φιλμ επειδή η 5η γυναίκα του(!) Helen Morris, του είπε: «Ρε συ Μάρτι, κάνε και μία ταινία που να μπορεί να την δει και η κόρη σου». Αφού η αλήθεια είναι ότι ο Scorsese στο αίμα, την αλητεία, την μαφία, τις συμμορίες, τα θρίλερ με δράση, τους ψυχοπαθείς δολοφόνους και άλλα παρεμφερή θέματα, τα «έχει». Αλλά για την 12χρονη Φραντσέσκα θα ήταν οξύμωρο να παρακολουθεί τόσο σκληρές ταινίες.

Έτσι, ο Scorsese αποφάσισε να κινηθεί σε άλλα επίπεδα. Δημιουργώντας, το Hugo. Μία ταινία που πραγματεύεται την ιστορία ενός γλυκύτατου 11χρονου ορφανού που ζει στον σταθμό του τραίνου στο Παρίσι, «ψάχνοντας» εναγωνίως κάτι για να του θυμίζει τον μπαμπά του που έχασε λίγο καιρό πριν. Γενικά, η ταινία «παίζει» με τις χαμένες αναμνήσεις όλων των χαρακτήρων και είναι γυρισμένη σαν παραμυθάκι.

Και όπως αποδεικνύει ο Scorsese, μια χαρά τα πάει τελικά και σε αυτόν τον τομέα. Βέβαια, το καστ είναι φοβερό. Από τον βιβλιοπώλη Κρίστοφερ Λι (Σάρουμαν, Κόμη Δράκουλα) και τον απογοητευμένο σκηνοθέτη Μπεν Κίνγκσλεϊ(Γκάντι), μέχρι τον δύστροπο και ξινισμένο επιθεωρητή Σάσα Μπάρον Κοέν (Μπόρατ, Άλι Τζι).

Ε, για αυτούς τους λόγους σίγουρα το φιλμ του Scorsese δικαιούται κάποια Όσκαρ. Ίσως όχι της καλύτερης ταινίας μια και το «Artist» ενδεχομένως να είναι καλύτερο, αλλά αυτό του διασκευασμένου σεναρίου, του μοντάζ, των κοστουμιών, και υπό προϋποθέσεις της σκηνοθεσίας, νομίζω τα έχει στο τσεπάκι.




Γράφει ο Χρήστος Ρομπόλης

Θα πείτε «μια ακόμη ταινία με μηνύματα κατά του ρατσισμού». Μπορεί το σκηνικό να είναι ξεπερασμένο και η ιστορία να μοιάζει χιλιοειπωμένη, αλλά με την παρθενογένεση να έχει πεθάνει χρόνια τώρα, σημασία δεν έχει τι λες, αλλά πώς. Το «The Help» (κι όχι «Οι Υπηρέτριες» όπως ανεπιτυχώς μεταφέρθηκε ένας ακόμη ξένος τίτλος στα ελληνικά) θίγει την υποκρισία της κοινωνίας και τονίζει εμμέσως πλην σαφώς την αξία της αντίδρασης απέναντι σε όσους και όσα μας καταπιέζουν. (Έστω κι αν το στόρι εντοπίζεται στα ‘60s) Σας θυμίζει κάτι;

Στον αμερικανικό νότο, οι μαύρες (έγχρωμες είναι μόνο οι τηλεοράσεις) είναι τα δουλικά των λευκών γυναικών. Τους εμπιστεύονται την ανατροφή των παιδιών τους, αλλά την ίδια ώρα τους φέρονται ως κατώτερη μορφή ύπαρξης που κουβαλά αρρώστιες! Ο κανόνας θέλει τα περισσότερα παιδιά να μεγαλώνουν και να γίνονται σαν τα... μούτρα των γονιών τους, μέχρι να έρθει η εξαίρεση από μία νεαρή φιλόδοξη δημοσιογράφο/συγγραφέα (δεν είναι όλοι «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι). Ορμώμενη από την «εξαφάνιση» της δικής της μαύρης νταντάς όσο εκείνη ακολουθούσε σπουδές, πείθει τα δουλικά να σηκώσουν κεφάλι και να μιλήσουν για το ένοχο μυστικό της high society της εποχής.

Καθηλωτικές-αλλά εκ διαμέτρου αντίθετες-ερμηνείες από την Βαϊόλα Ντέιβις που αποτυπώνει ιδανικά τον σιωπηρό πόνο και την εξωστρεφή Οκτάβια Σπένσερ με την καλύτερη συνταγή σοκολατόπιτας. Δεν το χάνουν το αγαλματίδιο. Αξιόλογες επίσης η «σκύλα» Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, η θεόχαζη αλλά με χρυσή καρδιά Τζέσικα Τσαστέιν και η ραγδαία ανερχόμενη Έμα Στόουν. Το «The Help» σίγουρα θα σας βοηθήσει να δείτε καλύτερα κάποια πράγματα...




Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης

Αναμφίβολα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της χρονιάς με… υπογραφές που αποτελούν διαβατήριο για την επιτυχία. Κριτικός δεν είμαι (ούτε Κρητικός εδώ που τα λέμε), όμως τη γνώμη μου θα την διατυπώσω δίχως φόβο και πάθος. Στους «Απόγονους» ο Αλεξάντερ Πέιν κάνει αυτό που ξέρει –ενδεχομένως καλύτερα από κάθε άλλον- σκηνοθετώντας μια ταινία γεμάτη πικρόχολο χιούμορ, αδέξιες παρουσίες και φυσικά σκιαγράφηση ενός ακόμη αμερικανού με μπόλικη δόση σατιρικής διάθεσης και ειρωνείας.

Η ιστορία αρχίζει (και τελειώνει) όταν ο Τζορτζ Κλούνεϊ μαθαίνει πως η σε κώμα σύζυγός του τον απατούσε, γεγονός που έρχεται να «δέσει» με την εικόνα του workaholic τύπου που παραμελεί τη γυναίκα και τις δυο του κόρες χωρίς καλά-καλά να νοιώθει πως το κάνει. Είναι κάτι που απλά συμβαίνει, όπως το ίδιο απλά κυλά και το σενάριο. Δίχως εξάρσεις, εκπλήξεις ή την κορύφωση που ψάχνει ο θεατής. Υπό το βάρος της θλίψης, του πένθους και της επερχόμενης απώλειας, ο πρωταγωνιστής αναθεωρεί το σύστημα αξιών του.

Κάποιοι –και δεν είναι λίγοι- προτάσσουν την ερμηνεία του γοητευτικού γκριζομάλλη ως το δυνατό στοιχείο της ταινίας. Έχουν δίκιο. Όμως αν τώρα ανακάλυψε κάποιος πως ο Κλούνεϊ «το ‘χει» μάλλον θαμπωνόταν τα προηγούμενα χρόνια από την ομορφιά του. Είναι καλός. Για την ακρίβεια πολύ καλός, αλλά ας μη γελιόμαστε, δεν είναι η ερμηνεία της ζωής του, όπως ευρέως υποστηρίζεται εκεί έξω.

Ανάλογα, δεν είναι καν η κορυφαία στιγμή του Αλεξάντερ Πέιν. Φαντάζομαι πως και το ίδιο το «πατριωτάκι» θα συμφωνεί πως το «About Schmidt» με τον Νίκολσον ή το «Sideways» με τον Τζιαμάτι ήταν σαφώς ανώτερα. Και δεν θυμάμαι να πήρε τότε κάποιο χρυσό αγαλματάκι…




Γράφει ο Τάκης Καραγιάννης

Μία ταινία με θέμα τη σχέση του ανθρώπου με το Θείο είναι, εξ' ορισμού, μια δύσκολη ταινία. Βαριά. Ειδικά από την στιγμή που αυτή εξελίσσεται μέσα από μια αναδρομή στην παιδική ηλικία, η οποία γεμάτη βιώματα έρχεται στο μυαλό του Σον Πεν. Και όταν αυτά τα βιώματα έχουν να κάνουν με έναν καταπιεστικό Μπραντ Πιτ, στο συντηρητικό αμερικάνικο Νότο, τότε έχετε στα χέρια σας την υπόθεση του The Tree of Life.

Ωστόσο, δεν μιλάμε για όλα τα παραπάνω. H ταινία του Τέρενς Μάλικ δεν είναι αριστούργημα. Δεν θα αλλάξει τον κόσμο σας και το σινεμά. Οι μισοί θα ψάξετε να βρείτε λέξεις για να περιγράψετε το «έπος» και οι άλλοι μισοί θα προσπαθήσετε να αποδομήσετε το μύθο του Αμερικανού σκηνοθέτη. Δεν θα σαρώσει τα Όσκαρ, λογικά.

Όμως, μέσα από όλα αυτά τα «δεν» που είναι, είναι σίγουρα ένα και μόνο πράγμα: μια απόλυτα προσωπική ταινία.

Ο Μάλικ σκηνοθετεί, σχεδόν, εξ' ολοκλήρου μακριά από το στούντιο. Τα εξωτερικά γυρίσματα, το φως, το μοντάζ και οι μουσικές επιλογές κάνουν το The Tree of Life είτε καθόλου σινεμά, είτε πολύ σινεμά. Ανάλογα με τα γούστα σας. Σίγουρα, όμως, όχι -απλά- σινεμά.

Κάποιοι θα θεωρήσουν ότι έχασαν 2 ώρες από τη ζωή τους. Κάποιοι ότι «ανέβηκαν» ένα επίπεδο, με τις σκέψεις που προκαλεί αυτό το δίωρο. Ο ίδιος ο Πιτ, είπε ότι «ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει την ταινία, όπως θέλει». Σημασία έχει ότι αυτές οι 2 ώρες σας γυρίζουν στην παιδική ηλικία και την αθωότητά της.





Δεν χρειάζεται να είσαι fan του baseball. Δεν χρειάζεται καν να σ’ ενδιαφέρει. (Και για να μιλάμε ανοιχτά: Ποιος έχει την παραμικρή σχέση με το συγκεκριμένο σπορ στα μέρη μας;) Τίποτα, λοιπόν, απ’ αυτά τα δύο δεν απαιτείται για να δεις (και να ξαναδείς) το Moneyball. Αρκετοί θα ήθελαν να δουν τον εαυτό τους στον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Μπίλι Μπιν, τον οποίο υποδύεται ο Μπραντ Πιτ -που επίσης πολλοί θα ήθελαν να υποδυθούν στην πραγματικότητα (όχι λόγω Αντζελίνα Τζολί αν εκεί πάει το μυαλό σας).

Ενας ιδιόρρυθμος τύπος με προβλήματα μεν (και ποιος δεν έχει…), αλλά και κοφτερό μυαλό. Αφού από το τίποτα (μια απαξιωμένη ομάδα: Oakland Athletics) στηριζόμενος στην αλήθεια των αριθμών έφτιαξε κάτι μοναδικό (αξεπέραστο το ρεκόρ που δημιούργησε η ομάδα με τον ίδιο manager το 2002) κερδίζοντας πολύ περισσότερα από δημοσιότητα. Πολύ σωστά θα σκεφτήκατε: «Αυτά μόνο στα έργα γίνονται». Προφανώς. Όμως δεν είναι λίγες οι φορές που ισχύει το μότο του free: «Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε». Μια ιστορία που βασίστηκε σε ένα γεγονός (στο ομώνυμο βιβλίο του Michael Lewis) και στο... γυαλί την ξεπέρασε.

Το καστ (βλέπε Ααρον Σόρκιν, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) έβαλε τα δυνατά του για να βγει ένα φιλμ όχι «απλά για να περνάει η ώρα», αλλά για κάτι πολύ πιο αξιόλογο (πόσο πολύ είναι υποκειμενικό) και θέτει υποψηφιότητα για έξι χρυσά αγαλματίδια (κομματάκι υπερβολή) -μεταξύ των οποίων του καλύτερου έργου και α’ αντρικού ρόλου- στην απονομή των Oscar.




Γράφει ο Μιχάλης Ηλιού

Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ηχεί εξαιρετικά δυνατά και θα εξακολουθεί να βρίσκεται απίστευτα κοντά για τους Αμερικάνους, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο Στέφεν Ντάλντρι έχει μια πολύ καλή σχέση με τις υποψηφιότητες για Όσκαρ αφού έχει σκηνοθετήσει τέσσερις ταινίες και όλες τους έχουν βρεθεί κοντά στο αγαλματίδιο.

Η απόπειρα του να μεταφέρει κινηματογραφικά το βιβλίο του Φόερ ήταν ριψοκίνδυνο αφού η κριτική που είχε ασκηθεί στο μυθιστόρημα ήταν δριμεία. Πολλοί έλεγαν πως ο συγγραφέας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την τραυματική εμπειρία που έζησαν οι Αμερικάνοι την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.

Η ταινία «παίζει» πολύ με το συναίσθημα που το αποδίδει στα πρόσωπα των Τομ Χανκς, Σάντρα Μπούλοκ και Τόμας Χορν. Ο πρώτος έχει καταθέσει τα διαπιστευτήρια του στην Ακαδημία, η δεύτερη είναι «μέγεθος» στο Χόλιγουντ και ο πιτσιρικάς κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή με πολύ θετικά σχόλια.

Βαριά μεν αλλά με νόημα δε. Ο Όσκαρ Σελ (ο πιτσιρικάς δηλαδή) έδωσε στους Αμερικάνους το μήνυμα της ενότητας σε περίοδο κρίσης. Κάτι που απασχολεί και εμάς σε αυτή την εποχή της οικονομικής κρίσης που ζούμε. Ομοιότητες θα δούμε πολλές και αρκετοί θα βάλουμε τον εαυτό μας στην θέση του μικρού. Όσκαρ δεν γνωρίζουμε αν θα πάρει αλλά σίγουρα όσοι το δουν θα συγκινηθούν και θα αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους για αρκετά πράγματα.




Γράφει ο Μιχάλης Ηλιού

Δεν υπάρχει λόγος να χρονοτριβούμε και μπαίνουμε με την μία στο ζουμί. Είναι μια ταινία ίδια με εκείνες που βλέπουμε τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου. Ειλικρινά, δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί μπήκε στις υποψηφιότητες. Επίσης, δεν γνωρίζουμε αν μπορούμε να βρούμε κάτι έτσι ώστε να σας πείσουμε να δείτε την ταινία. Αλλά…

Βλέπεται ευχάριστα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Έχει ένα ενδιαφέρον. Πρωταγωνιστές είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένα αγόρι (ο Τζέρεμι Ιρβάιν) και ένα άλογο. Αυτό το άλογο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ήρωας ενός κόμικ αλλά όχι, δεν είναι έτσι.

Η ιδέα και μόνο πως ένα παιδί ταυτίζεται με ένα άλογο, το οποίο αποδεικνύεται υπερ-ήρωας, σου προκαλεί ένα γελάκι, όπως και να το κάνουμε. Αλλά στην συνέχεια, ο θείος Στίβεν καταφέρνει να συγκινήσει τον θεατή. Φτιάχνει ένα παραμύθι που ναι μεν θα εντυπωσιάσει τους μικρούς σε ηλικία που θα δουν την ταινία αλλά ίσως να κουράσει τους λίγο μεγαλύτερους.
Ο Σπίλμπεργκ πατάει γερά σε κλασσικές αξίες και βασίζει πολλά στην ψυχή που δείχνει ο Τζόι (το άλογο). Το συμπαθές ζώο κάνει τα αδύνατα, δυνατά και τελικά βγαίνει πρώτος μάγκας αλλά όλα αυτά χάρη σε όλα όσα έχει μάθει από το μικρό του αφεντικό, Άλμπερτ Νάρακοτ (το αγόρι).

Τέλος πάντων, η φιλότιμη προσπάθεια του Σπίλμπεργκ μας έδωσε μια ταινία για όλη την οικογένεια και θυμίζει πολλά σε «Free Willy» και «Peter Pan» αλλά έχει μηδαμινές πιθανότητες να κατακτήσει το επιχρυσωμένο αγαλματίδιο.




Γράφει ο Θανάσης Ράλλης

Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί που γουστάρουν τον Γούντι Άλεν και αυτοί που δεν μπορούν ούτε καν να ακούν για αυτόν. Θεωρώ τιμή να ανήκω στην πρώτη κατηγορία, γιατί ακόμα και στις μέτριες δουλειές του βρίσκω πράγματα που μ’ αρέσουν. Μία ατάκα, μία εικόνα, μια παράξενη κίνηση, κάτι τέλος πάντων.


Το «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» με έκανε να τον εκτιμήσω ακόμα περισσότερο. Όχι γιατί αλλάζει τα κινηματογραφικά δεδομένα. Ούτε γιατί είναι η καλύτερη του. Αλλά γιατί έχεις όλες του τις εμμονές με τις τέχνες φιλτραρισμένες τόσο καλά, που ακόμα και ο πιτσιρικάς που δεν έχει ακούσει στη ζωή του για τον Σκοτ Φιτζέραλντ ή τον Κόουλ Πόρτερ, μπορεί να την παρακολουθήσει άνετα χωρίς να νιώσει μειονεκτικά ή να σιχτιρίσει νομίζοντας ότι βλέπει μία επίδειξη γνώσεων από πλευράς Άλεν.

Η ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία του όμως για μένα είναι ότι πήρε έναν ηθοποιό όπως ο Όουεν Γουίλσον και τον μετέτρεψε σε μία μοντέρνα και πιο προσιτή εκδοχή του. Και έχω την εντύπωση ότι το έκανε άθελα του. Μόνο και μόνο με το σενάριο και τους διαλόγους που έγραψε. Ο Γουίλσον τους πήρε και προσθέτοντας το προσωπικό του στυλ έφτιαξε μέσα από μία απίστευτη κατάσταση, έναν πιστευτό χαρακτήρα.

Και αν δεν κερδίσει τίποτα στα φετινά όσκαρ δεν πειράζει. Θα έχει τουλάχιστον καταφέρει να μας ταξιδέψει και να μας κάνει να δούμε ότι αυτό που πιστέψαμε ότι είναι η μοναδική επιλογή στη ζωή μας ήταν τελικά σκαλοπάτι για κάτι πολύ καλύτερο.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x