Μία ώρα, 59 λεπτά και 59 δευτερόλεπτα(ούτε καν δυο ώρες), τιμωρία με τους Locomondo σε μια αίθουσα του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ, είναι αρκετός χρόνος για να αντιληφθεί κάποιος το ποιόν τους. Οι άνθρωποι είναι ξενέρωτοι και …«γατάκια»! Και αυτό δεν είναι εικασία αλλά διαπίστωση. …Τέλος.
Εμείς τους προκαλέσαμε και αυτοί έκαναν «κοκοκο». Τους ζητήσαμε να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας σε ένα τουρνουά (βγήκε και το PRO 10 τώρα, ευκαιρία ήταν) και αυτοί μας απάντησαν ότι είναι τόσο άσχετοι με το άθλημα, που τους «μαλακώνουν» (τους νικάνε σύμφωνα με την ορολογία των αθλητών του καναπέ) ακόμη και τα εννιάχρονα ανιψάκια τους. Περιμέναμε από αυτούς να μας πουν ιστορίες για… αγρίους και οι εν λόγω Κύριοι μας έκαναν μαθήματα Βιολογίας, Ανατομίας, Μάρκετινγκ και Οικονομικών.
Μα καλά, είναι δυνατόν να πιστέψατε ότι λέμε αλήθεια;
Συνέντευξη στους: Κώστα Τσούγκο, Φλώρα Μιχαλοπούλου, Αργίτη Δημήτρη (Σπουδαστής ΚΑΡ), Περσία Ελένη (Σπουδάστρια ΚΑΡ), Πεχλιβανίδη Αλέξανδρο (Σπουδαστής ΚΑΡ), Γιώργο Βουργανά(Σπουδαστής ΚΑΡ)
«Οι Locomondo είναι μια παρέα ανθρώπων που τους αρέσει να παίζουν μουσική και η reggae είναι ο κοινός παρονομαστής τους», σύμφωνα με τον Μάρκο Κούμαρη.
Από την άλλη πλευρά, η ήρεμη δύναμη της επταμελούς μπάντας, «το μπλε χρώμα που λένε και στον Βουδισμό», ο Γιάννης Βαρνάβας, μας είπε: «Το ευχάριστο με τους Locomondo είναι ότι μπορεί όλοι να βιοποριζόμαστε από αυτό, αλλά κανένας από εμάς δεν αισθάνεται ότι εκτελεί καταναγκαστικά έργα».
Κοινή διαπίστωση όλων όσων ξέρουν τους Locomondo, είναι ότι αυτά τα τυπάκια με τα περίεργα μαλλιά, έχουν καταφέρει να κάνουν το Mondo (στην ‘ιταλική’ mondo=κόσμος) μας λίγο πιο Loco (στα ισπανικά loco=τρελός), απ’ ότι ήταν.
H παρέα των Locomondo:
Μάρκος Κούμαρης – φωνή, κιθάρα
Γιάννης Βαρνάβας – φωνή, κιθάρα
Σταμάτης Γούλας – πλήκτρα, sampler
Σπύρος Μπεσδέκης- μπάσο
Στράτος Σούντρης -τύμπανα
Μιχάλης Μούρτζης – κρουστά
Θανάσης Ταμπάκης – υπεύθυνος ήχου
Που θα τους βρείτε:
www.locomondo.gr
www.myspace.com/locomondo
www.facebook.com/pages/Locomondo
Τα συγκροτήματα στην Ελλάδα, που έχουν αντέξει στο χρόνο, είναι ελάχιστα. Πώς καταφέρνετε να τα βγάζετε πέρα στις δύσκολες στιγμές; Πώς κρατούνται οι ισορροπίες ανάμεσα σε εφτά διαφορετικούς ανθρώπους και μέχρι στιγμής δεν έχει αποφασίσει κανείς να ακολουθήσει το δικό του δρόμο;
Μ.Κ: Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός, από μικρός μου άρεσε να αποτελώ μέρος μιας ομάδας. Υπάρχουν πάντα οι αφανείς ήρωες ή αυτοί που θα κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Μπορεί να δοξάζεται για παράδειγμα ο εκάστοτε επιθετικός, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι τα μπακ κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Κάτι παρόμοιο είναι και οι Locomondo. Ο τερματοφύλακάς μας ας πούμε είναι ο ντράμερ. Αν αυτός δεν είναι σε καλή μέρα, τότε είναι σίγουρο ότι θα χάσουμε. Η ήρεμη δύναμη πάντως της παρέας είναι ο Γιάννης. Το μπλε χρώμα που λένε και στον Βουδισμό. Όσο για τις ισορροπίες μας, αυτό έχει να κάνει με το σαφή καταμερισμό των ευθυνών. Δεν κυλούν πάντα όλα ομαλά.
Γ.Β.: Οι Locomondo δεν είναι επτά άνθρωποι που μαζεύονται για να παίξουν μουσική και να βγάλουν το μεροκάματο. Νιώθουμε διαφορετικά και αυτή είναι η επιτυχία μας. Είμαστε δεμένοι σαν ομάδα.
Είσαστε όλοι στους Locomondo επαγγελματίες μουσικοί ή είχατε σπουδάσει κάτι διαφορετικό, και όλο αυτό το πράγμα προέκυψε στην πορεία;
Μ.Κ.Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία. Ο ντράμερ μας για παράδειγμα ήταν ανέκαθεν επαγγελματίας μουσικός. Εγώ σπούδαζα Βιολογία στη Γερμανία, αλλά με κέρδισε η μουσική. Προσωπικά, πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα ταλέντο, αλλά πρέπει να ευδοκιμήσουν έτσι οι συνθήκες, ούτως ώστε να το ακολουθήσει. Υπάρχει μια φωνή μέσα σε όλους που καμιά φορά δεν την ακούμε.
Γ.Β. Εγώ μπορεί να είχα από μικρός πάθος με τη μουσική, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι αυτό θα είχε επαγγελματική κατάληξη. Σπούδασα οικονομικά και έκανα ένα παράξενο μεταπτυχιακό σε έναν τομέα που λέγεται επιχειρησιακή έρευνα, η οποία, βέβαια, δεν έχει καμία σχέση με τις επιχειρήσεις. Για καλή μου τύχη όμως έπεσα στο δρόμο του κ. Κούμαρη.
Ένας από τους δίσκους σας ηχογραφήθηκε στην Τζαμάικα. Ιδανικό μέρος για να αφουγκραστεί κάποιος τη φιλοσοφία της reggae. Όμως πως ήταν η εμπειρία;
Μ.Κ. Στη Τζαμάικα πήγαμε μέσω Τορόντο και τραγουδώντας: «Για τη Τζαμάικα μέσω Τορόντο, ώρα Locomondo, οι κόποι μας δεν πήγανε στο βρόντο». Στην ουσία ταξιδέψαμε εκεί για να δούμε από πού προέρχεται η μουσική που παίζουμε. Θέλαμε να δούμε που γεννήθηκε η Reggae. Ήμασταν σαν κάποιους Σουηδούς που τους αρέσουν τα ρεμπέτικα, και έρχονται στην Ελλάδα για να ακούσουν πώς αποδίδεται εδώ αυτό το είδος. Το όνειρό μας ήταν να ηχογραφήσουμε στο Kingston, στο στούντιο που έγραφε ο Βob Marley, αλλά τελικώς δεν τα καταφέραμε. Πηγαίνοντας εκεί τα… «χρειαστήκαμε» λίγο. Πρόκειται για μια χώρα με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη Καραϊβική. Μιλάμε για έξι φόνους την ημέρα, ληστείες, απαγωγές, κόκες και τα σχετικά. Οποιοσδήποτε «μάγκας» από την Ελλάδα πάει εκεί, θα φαίνεται φλώρος. Εγκατασταθήκαμε λοιπόν στη βόρεια Τζαμάικα όπου τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Συγκεκριμένα, το στούντιο που κάναμε τις ηχογραφήσεις ήταν πάνω από το Blue Lagoon(σ.σ. Γαλάζια λίμνη) που γυρίστηκε η ταινία με τη Μπρουκ Σιλντς. Κάναμε και βουτιά στο Blue Lagoon, …έτσι;
Δεν σας ενοχλεί που υπάρχουν άτομα στην Ελλάδα, που ενώ έχετε μια πορεία στο χώρο, σας γνωρίζουν μόνο από τις δύο μεγάλες σας επιτυχίες; Το trendy και το pro.
Μ.Κ. Έτσι είναι τα πράγματα στη χώρα μας. Οτιδήποτε και να κάνεις, αυτό που κερδίζει πάντα είναι ο χαβαλές. Τα δύο αυτά τραγούδια κρύβουν ένα πολύ σοβαρό μήνυμα, το οποίο καλύπτεται με μια χιουμοριστική διάθεση. Αυτός είναι ο τρόπος που εκφραζόμαστε μέχρι σήμερα. Έχουμε συνηθίσει αυτού του είδους την αντιμετώπιση και δεν μας ενοχλεί. Ο Μάνος Χατζιδάκης, που άφησε ένα τεράστιο έργο πίσω του, τσαντιζόταν όταν κάποιος ανέφερε τη μεγάλη του επιτυχία «τα παιδιά του Πειραιά». Το θεωρούσε, από όσο μπορώ να ξέρω, ένα ευτελές πράγμα που είχε γράψει για τις ανάγκες μιας κινηματογραφικής ταινίας. Με την επιτυχία που γνώρισε το pro, κινδύνεψαν να ισοπεδωθούν όλες οι δουλειές που είχαμε κάνει στο παρελθόν. Χαίρομαι, όμως, γιατί το pro ήταν ένα κομμάτι το οποίο περιέγραφε πάρα πολύ εύστοχα μια κατάσταση. Θέλαμε να περιγράψουμε ένα φαινόμενο και όχι να προτρέψουμε κάποιον να «καεί».
Γιατί αναφερθήκατε στους στίχους του pro μόνο στον Σαμουέλ Ετό και στον Ντιντιέ Ντρογκμπά;
Μ.Κ. Εκείνη την εποχή, παίζανε όλοι Μπαρτσελόνα εναντίον Τσέλσι, επειδή ήταν οι καλύτερες ομάδες. Βάζαμε και εμείς τους παίκτες στα κόκκινα(σ.σ. σε άριστη αγωνιστική κατάσταση) και το διασκεδάζαμε. Όταν πηγαίναμε για περιοδείες στην επαρχία και παίζαμε pro, μας «σκίζανε». Καμία σχέση με τους Αθηναίους. Η ουσία πάντως μετά από ό, τι συνέβη με το pro είναι ότι καταγράψαμε ένα φαινόμενο. Το κακό είναι ότι υπάρχουν ακόμη ορισμένοι, που πρώτα ξέρουν το pro και μετά τους Locomondo. Το θεωρώ, όμως, λογικό, καθότι η προβολή οποιουδήποτε γεγονότος στην Ελλάδα, όπως και σε όλες τις τριτοκοσμικές χώρες, γίνεται μέσω της τηλεόρασης. Η τηλεόραση είναι αυτή που επιλέγει το τι είναι σημαντικό.
Γιατί αργήσατε τρία χρόνια να βγάλετε επίσημα σε CD το pro, από τη στιγμή που όλη η Ελλάδα χόρευε στου ρυθμούς του;
Μ.Κ. Αναμφισβήτητα το pro είναι το κομμάτι με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα της μπάντας. Όμως, στο ευρύ κοινό έγινε γνωστό παρά τη θέλησή μας. Το τραγούδι τότε βρισκόταν σε πειραματικό στάδιο. Το είχαμε παίξει σε δύο συναυλίες. Ήταν απίστευτο αυτό που έγινε. Μέσα σε ένα διάστημα έξι μηνών, από τότε που το παίξαμε, βρισκόταν στα κινητά της μισής Ελλάδας σε μορφή mp3. Εμείς είχαμε μια έντονη ανησυχία ότι θα παρερμηνευτούν τα μηνύματά μας. Φοβηθήκαμε ότι θα ακυρωθούν πράγματα από τη δουλειά που είχαμε κάνει πριν από το pro, και αποφασίσαμε να μην το βάλουμε πουθενά. Δεν το παίζαμε ούτε στις συναυλίες μας και ακούγαμε πολλά παράπονα από τον κόσμο. Δεν μπορούσαμε να τραγουδάμε το pro και στο κοινό να υπάρχουν εννιά χρονών παιδιά. Το pro ακύρωσε το marketing. Έκανε τεράστια επιτυχία μέσα από το ίντερνετ και τα κινητά και άνοιγε όλα τα προγράμματα στα σκυλάδικα. Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό σαν φαινόμενο ήταν απολαυστικότατο. Φανταστείτε ότι έχω ακούσει διασκευή του pro από κάτι τύπους με κλαρίνα, που τραγουδούσαν: «Δεν μπορώ μανούλα μου, δεν μπορώ… Αϊ συρε να φέρεις τον …Ετό».
Γ.Β. Το pro είναι ένα άξιο φαινόμενο για να το παρατηρήσει κάποιος. Για το πώς λειτουργεί το όλο σύστημα πια με τα κινητά και με το ίντερνετ. Δηλαδή ένα κομμάτι για το οποίο δεν δαπανήσαμε ούτε ένα ευρώ για την ηχογράφησή του, έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία μας.
Με ποιους τρόπους αντιμετωπίζετε την κρίση που υπάρχει στη μουσική. Σχετικά με τις χαμηλές πωλήσεις των CD και τη δισκογραφία που «πιάνει» πάτο σιγά-σιγά;
Γ.Β.: Ότι έχει συμβεί στη μουσική, με τα mp3, το ίντερνετ κτλ, είναι ένα φαινόμενο που έχει τα υπέρ και τα κατά του. Μπορεί πολύ εύκολα πλέον ένας Ισπανός να μπει στο myspace και να βρει τη δουλειά μας. Μπορεί να δει και δύο-τρία βίντεο στο youtube και να σχηματίσει μια άποψη. Στον Έλληνα ακροατή δεν έχει περάσει η νοοτροπία ότι ένα τραγούδι είναι προϊόν εργασίας κάποιων ανθρώπων. Οι Radiohead έβγαλαν το δίσκο τους στο ίνερνετ και είπαν ότι μπορεί ο καθένας να το κατεβάσει με όποιο αντίτιμο θέλει. Ήταν και ένα τεστ για αυτούς να δουν πώς ο κόσμος κοστολογεί τη δουλειά τους. Πρέπει όλοι να καταλάβουν πώς, όπως σε ένα περίπτερο, θα πληρώσουν τη σοκολάτα που θα αγοράσουν, έτσι πρέπει να κάνουν και με τη μουσική. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θεωρώ το downloading παράνομο.
Πώς είναι να μοιράζεσαι την ίδια σκηνή με τον Manu Chao;
Μ. Κ. Μετά από αυτό επί μια εβδομάδα ονειρευόμουν. Εγώ, ιδίως, λόγω του Manu Chao που είναι ο προσωπικός μου ήρωας, είχα πάθει σοκ. Πιο πολύ κρατάω τη συναυλία στη μνήμη μου όπως την έζησα δίπλα του, παρά την ώρα που ήμασταν εμείς πάνω στη σκηνή. Πρόκειται για πολύ μεγάλο καλλιτέχνη και τεράστια προσωπικότητα για την παγκόσμια μουσική σκηνή. Ήταν το πιο σπουδαίο Live που έχουμε κάνει.
Γ.Β.: Για εμένα εκείνη η μέρα ήταν σαν όνειρο. Παίξαμε μπροστά σε 15.000 κόσμο και, ύστερα, στην ίδια σκηνή είδαμε να ανεβαίνει ο Manu Chao. Ήταν κάτι εξωπραγματικό. Το γκρουπ του, ήταν σαν να βλέπεις μια ποδοσφαιρική ομάδα να ετοιμάζεται πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο. Όταν ανέβηκαν στη σκηνή, βλέποντας όλα αυτά τα καπνογόνα που είχε ανάψει ο κόσμος, ήταν ανατριχιαστικό.
Η διασκευή που κάνατε στη «φραγκοσυριανή» έντυσε το soundtrack της ταινίας του Φατίχ Ακίν και «ταξίδεψε» στο κόκκινο χαλί στις Κάννες. Πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσε ύστερα από αυτό, αν ήταν εν ζωή, ο Μάρκος Βαμβακάρης;
Μ.Κ. Ο Μάρκος είχε καταφέρει πολύ περισσότερα πράγματα από αυτό που καταφέραμε εμείς διασκευάζοντας το κομμάτι του. Δεν νομίζω να είχε πρόβλημα με την γκλαμουριά που προσδίδει το κόκκινο χαλί. Ο Βαμβακάρης ήταν ένας από αυτούς που έχουν δώσει απίστευτα πράγματα στην τέχνη και δεν πήραν πίσω σχεδόν τίποτα. Πέθανε πολύ φτωχός, παρόλο που έχει συνθέσει μερικά από τα σημαντικότερα κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας.
Γ.Β Ήταν μια τεράστια φιγούρα της ελληνικής μουσικής και, αν δεν στεκόταν εμπόδιο ο ελληνικός στίχος, το ταλέντο του θα είχε αναγνωριστεί από όλο τον πλανήτη.
Με τις γυναίκες πώς τα πάτε;
Μ.Κ. Μια χαρά. (…Γέλια). Παλιά έλεγαν ότι ο πρώτος λόγος για να ασχοληθείς με το rock n’ roll είναι οι γυναίκες. Αυτή, βέβαια, είναι μια τσίχλα που την τρως γύρω στα 20- 25. Εμείς, επειδή ήμαστε λίγο μεγαλύτεροι, οι επιλογές μας έχουν γίνει πιο συγκεκριμένες. Είναι ωραίο πράγμα όμως οι γυναίκες.
Έχετε κάνει περιοδείες στην Ολλανδία και κυρίως στην Γερμανία. Πώς σας υποδέχεται εκεί ο κόσμος; Πώς αντιλαμβάνεται τη μουσική, αλλά και τον ελληνικό στίχο;
Γ.Β Σε αυτές τις χώρες ακούνε reggae περισσότερο από την Ελλάδα και ίσως το κοινό εκεί να είναι πιο εύκολο. Δεν τους προκαλεί σχεδόν καμία εντύπωση όταν ακούνε ένα συγκρότημα που παίζει reggae με ελληνικό στίχο. Πιο πολλές απορημένες φάτσες είδαμε όταν κάναμε την πρώτη μας συναυλία στην Ελλάδα, παρά όταν εμφανιστήκαμε για πρώτη φορά στη Γερμανία. Αν τους αρέσει αυτό που κάνεις, σου το δείχνουνε και συμμετέχουν. Στη Γερμανία, ιδίως, όσο περνάει ο καιρός μας γνωρίζει όλο και περισσότερος κόσμος.
Αν σου ζητούσαν για τις ανάγκες μιας ταινίας να κόψεις το μαλλί, θα το δεχόσουν; (ερ. Προς τον Μ.Κ.)
Μ. Κ.(…Γέλια) Αυτό το μαλλί έχει το εξής πρόβλημα. Η διαφορά του με το μακρύ μαλλί είναι ότι χρειάζεται να περάσουν πολλά χρόνια για να φτάσει σε αυτό το σημείο. Δηλαδή εγώ είχα τζίβες από το 1993, όταν είχαν ελάχιστοι στην Ελλάδα. Μετά τα έκοψα για το στρατό. Στην Τζαμάικα, όμως, ξεκίνησαν να μου κάνουν οι μαύρες κοτσιδάκια και προέκυψε αυτό που βλέπεται τώρα. Το μαλλί αυτό, αν το κόψω, δεν πρόκειται να ξαναφτάσει σε αυτό το σημείο ποτέ. Οπότε, δεν νομίζω ότι θα δεχόμουν κάτι τέτοιο.
Ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει;
Μ.Κ. Και βέβαια υπάρχει. Στο ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια, όμως, λόγω θεμιτών αλλά και αθέμιτων μέσων(σ.σ. αναβολικά), η φυσική κατάσταση των παικτών έχει βελτιωθεί πολύ συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Βλέπουμε αθλητές που στην ουσία είναι 400ρηδες και μένει ελάχιστος χώρος για τη φαντασία και το θέαμα. Αυτό είναι κάτι που με χαλάει μερικές φορές. Έχει γίνει τόσο γρήγορο το ποδόσφαιρο που έχει χάσει από την καλλιτεχνική του υπόσταση. Το ελληνικό ποδόσφαιρο πρέπει να πούμε ότι έχει αναβαθμιστεί. Έχουμε λάβει μέρος, μέσα σε έξι χρόνια, σε δύο Euro και ένα Μουντιάλ. Χαίρομαι πολύ που θα πάμε και τώρα στα γήπεδα της Νοτίου Αφρικής, αν και θα μπορούσαμε να είχαμε προκριθεί πολύ πιο εύκολα. Βρεθήκαμε πρόσφατα και με τον Σαλπιγγίδη, που έβαλε το γκολ στην Ουκρανία, και μας είπε ότι είναι fan των Locomondo. Οι ποδοσφαιριστές, οι εκφωνητές ειδήσεων και μερικοί σκυλο-ποπάδες είναι οι μεγαλύτεροι star της εποχής μας. Τα κασέ τους είναι αστρονομικά. Πέρα, όμως, από όλα αυτά, η μπάλα είναι πολύ ωραίο πράγμα. Τα παιδιά θα πρέπει να παίζουν πολύ περισσότερο παρά να βλέπουν. Άσε που δεν μπορώ καθόλου τους προπονητές του καναπέ. Πρέπει να παίζουμε όλοι περισσότερη μπάλα και να βλέπουμε και να μιλάμε γι’ αυτήν λιγότερο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.