Έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας επέστρεψαν για να επικοινωνήσουν μαζί μας, αλλά και για να πραγματοποιήσουν μία εσωτερική τους ανάγκη. Οι Άγαμοι Θύται, σχεδόν δύο δεκαετίες από την ίδρυσή τους και το ντεμπούτο τους επί σκηνής, επανεμφανίζονται στο Ζυγό στην Πλάκα. Με σάτιρα που, θέλοντας και μη, σε κάνει να συλλογίζεσαι για όσα συμβαίνουν γύρω σου, με ανεξάντλητο χιούμορ από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό και με ταξιδιάρικη αλλά και ξεσηκωτική μουσική, τα παιδιά (γιατί παιδιά θέλουν να θεωρούνται κι αυτό βγάζουν) από τη Θεσσαλονίκη αποδεικνύουν, για άλλη μία φορά, γιατί η ανατρεπτική τους ομάδα βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο και θεωρείται από τις πλέον εξαιρετικές σε μία εποχή αποθέωσης του τίποτα.
Συνέντευξη του Ιεροκλή Μιχαηλίδη στον Νίκο Ράλλη & στην Φλώρα Μιχαλοπούλου
Ο εκπληκτικός και αυθόρμητος Δημήτρης Σταρόβας, η κορυφαία τραγουδίστρια, Ρούλα Μανισάνου, ο πάντα παρών, Χρήστος Μητρέντζης, ο αγαπημένος Ταξιάρχης Χάνος, αλλά και οι «νέοι», η κούκλα και φωνάρα, Μπέσυ Μάλφα, οι ταλαντούχοι Κρατερός Κατσούλης και Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης, οι Cabaret Balkan, αλλά και ο άνθρωπος που παίζει ότι όργανο του δώσεις, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, είναι εδώ (και πάλι). Οι ατάκες τους εύστοχες και καυστικές. Τραγούδι, παιχνίδι και χορός συνθέτουν ένα αποτέλεσμα, το οποίο σε κάνει να φεύγεις ...σκασμένος από τα γέλια, αλλά και προβληματισμένος για την Ελλάδα του σήμερα και του αύριο. Τα κείμενα του Γιώργου Κλήμεντου και του Χρήστου Τολιάδη είναι, το λιγότερο, πανέξυπνα. Το σύνθημα; «'Η σαρκάζουμε ή βουλιάζουμε».
Αφήσαμε τελευταίο τον σκηνοθέτη και επίσης κειμενογράφο, Ιεροκλή Μιχαηλίδη. Μιλήσαμε μαζί του μία ώρα πριν ξεκινήσει η παράσταση. Σε μία καφετέρια της Πλάκας. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, ανέλαβε το δύσκολο, όπως το χαρακτηρίζει, έργο της γενικής ευθύνης της παράστασης. Οι ιστορικοί του ρόλοι (της γιαγιάς και του νονού) είναι εκπληκτικοί, ανελέητοι και σαρωτικοί. Σε μία καθ’ όλα ενδιαφέρουσα συνέντευξη, για την εκπομπή του novaΣΠΟΡ FM, «Δάσκαλε που δίδασκες», κομμάτια της οποίας σας παρουσιάζουμε στο ΑΒΑΠΤΙΣΤΟ, μας μίλησε για ότι τον ενοχλεί στην ελληνική κοινωνία, για θέματα επικαιρότητας, για το ποδόσφαιρο, αλλά κυρίως για τους Άγαμους. Για το τι πρεσβεύουν, γιατί υπάρχουν και γιατί τους γουστάρουμε τόσο...
Οι εμφανίσεις των Αγάμων στο Ζυγό στην Πλάκα κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή είναι μόνο ένα από τα πράγματα με τα οποία ασχολείται αυτό τον καιρό και όπως εξηγεί η δουλειά αυτή για να γίνει σωστά θέλει και κόπο και χρόνο, γι' αυτό και υπάρχουν μεγάλα διαστήματα παύσης. «Δεν είναι μόνο η προετοιμασία η οποία είναι κουραστική, είναι η διαρκής επανάληψη, η καθημερινή. Οπότε όταν έχεις αυτά τα διαστήματα της αγρανάπαυσης ή ανδρανάπαυσης - γιατί είμαστε και οι περισσότεροι άνδρες - η επιθυμία σου να ξαναπαίξεις είναι μεγαλύτερη. Έχεις πάθος, έχεις μεράκι. Είναι μια δύσκολη δουλειά, αν παίζεις συνέχεια κουράζεσαι και μετά από κάποιο σημείο πηγαίνεις με τις ανάγκες της αγοράς και όχι τις εσωτερικές σου ανάγκες», μας λέει και εξηγεί πως έτσι είναι τα πράγματα από το ξεκίνημα: «Εγώ ήμουν ο μόνος ηθοποιός. Στην αρχή ήτανε μικρότερο το σχήμα αλλά σκεφτείτε ότι είχα κάθε μέρα δύο παραστάσεις στο θέατρο και μετά πήγαινα στους Άγαμους. Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί που ήρθανε οι περισσότεροι έχουν και παραστάσεις στο θέατρο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να το εξαντλούμε το θέμα. Πρέπει να παίζουμε τόσο, όσο νομίζουμε - έστω και υποθετικά - ότι αυτό που κάνουμε θα το κάνουμε καλύτερα, με απολύτως επαγγελματική βάση, αλλά με ερασιτεχνική ματιά. Τουλάχιστον αυτό προσπαθούμε».
Στην μουσικοθεατρική παράσταση «Αλλιώς δεν γίνεται» παίζει, σκηνοθετεί και γράφει μέρος των κειμένων χωρίς αυτό να οφείλεται στην οικονομική κρίση: «Αυτό το κάνω εδώ και χρόνια. Άλλη «κρίση» είναι αυτή, δεν έχει να κάνει με την οικονομική. Στους Άγαμους, ούτως ή άλλως, από την αρχή αυτή τη δουλειά έκανα. Δε γίνεται αλλιώς... Απλώς δεν παίζουμε πολύ τακτικά. Αυτό είναι θέμα επιλογής».
Οι εμφανίσεις της πολυπληθούς παρέας θα διαρκέσουν μέχρι τις γιορτές - ίσως πάρουν παράταση κάποιων εβδομάδων - και μετά θα ανηφορίσουν εκεί όπου άρχισαν όλα, στη Θεσσαλονίκη, μένοντας πάντα πιστοί στη «νύφη» του Θερμαϊκού. Συνηθίζουν να ξεκινούν από εκεί και όχι να τελειώνουν, αλλά: «Φέτος οι δουλειές δεν το επέτρεπαν. Οι υποχρεώσεις των περισσοτέρων. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, είμαστε άνθρωποι από πολλούς χώρους και από πολλές πόλεις και πρέπει να βρούμε κοινό χρονικό σημείο αναφοράς. Ακόμα και στις πρόβες δυσκολευτήκαμε, είμαστε και 19 άτομα. Ο καθένας όμως είναι εξαιρετικός στο είδος του, οπότε χαλάλι ο κόπος»
Τα κείμενα της παράστασης αντλούνται από τα πάντα, δεν υπάρχει πεπατημένη οδός, καλούπια και στερεότυπα: «Οτιδήποτε γύρω σου μπορεί να είναι αφορμή για να μιλήσεις γι' αυτό. Συνήθως είναι πράγματα που τα αγαπάς ή πράγματα που σε ενοχλούν πάρα πολύ. Μπορεί να είσαι οργισμένος, να αναφέρεσαι στα υπαρξιακά σου προβλήματα. Να ψάχνεις το νόημα της ζωής σου και να θες να το κάνεις παράσταση. Η καθημερινότητα και η τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα καταλαμβάνουν ένα πολύ μικρό μέρος της παράστασης. Υπάρχει η γιαγιά, ένας τύπος που παίζω από το 1990 που κυρίως εκεί υπάρχουν αυτά τα στοιχεία. Δεν είναι ένα κείμενο θεατρικό όπως όλα τα άλλα μοιάζει με standup comedy, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Παρ' όλα αυτά είναι η πιο δημοφιλής, παρότι είναι ο πιο αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας. Κάνουμε σκληρή δουλειά και σκληρή επιλογή στην προετοιμασία. Θεωρούμε ότι είμαστε αυτοσαρκαζόμενοι και στο αντικείμενο αυτό που θεωρείται σάτιρα είμαστε και εμείς μέσα, δηλαδή βάζουμε ερωτήματα, δεν προσπαθούμε να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο λέγοντας ''κοιτάξτε τα χάλια σας'', αυτό είναι μια λάθος στάση. Όμως, τα κείμενα πρέπει να προβληματίζουν, να έχουν και ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, τουλάχιστον δεύτερο. Η τέχνη πρέπει πρώτα να είναι ψυχαγωγία, τώρα αν διδάσκει και κάτι, τόσο το καλύτερο».
Πιαστήκαμε από τα λόγια του και τον ρωτήσαμε τόσο για τα όρια της σάτιρας όσο και για την «καλλιτεχνική» ευθύνη που νιώθει απέναντι στο κοινό: «Η σάτιρα πρέπει να έχει περιεχόμενο ανεξαρτήτως ορίων. Και λέγοντας περιεχόμενο εννοώ να είναι αποτελεσματική. Και αυτό ισχύει στην τέχνη γενικότερα. Πολλές φορές μπερδεύουμε τον τρέχοντα σχολιασμό ή το λίβελο με τη σάτιρα. Είναι διαφορετικά πράγματα. Νομίζω ότι τα όρια τα θέτεις εσύ. Ό,τι και να γίνει πάντα βάζεις όρια, είτε γιατί αυτολογοκρίνεσαι είτε αισθητικά πρέπει να φτάσεις σε ένα ορισμένο σημείο και πέρα από αυτό δεν προχωράς. Άρα, αναγκαστικά υπάρχουν όρια. Εμείς δεν είμαστε καθοδηγητές ούτε παροτρύνουμε τον κόσμο να κάνει κάτι. Είναι σημαντικό και επιμένω σε αυτό γιατί εμείς βάζουμε ερωτήματα, φωτίζουμε μία πλευρά. Είναι ανοησία να πιστεύεις ότι ο καταγγελτικός λόγος (τον οποίο εμείς κιόλας προσπαθούμε να αποφύγουμε) θα αλλάξει κάτι. Συνήθως βρίζοντας το σύστημα βγάζεις περισσότερα χρήματα εσύ. Η τέχνη είναι παρηγορία δεν είναι τρόπος για να αλλάξεις την κοινωνία».
Οι περισσότεροι νέοι δείχνουν ένα είδος αποστροφής στη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο έχοντας σαν αποτέλεσμα ένα «φτωχότερο» πνευματικό επίπεδο. Σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της καθημερινότητας αυτό είναι ορατό, όπως επίσης και η έλλειψη προτύπων από τον χώρο της τέχνης: «Χάσαμε λίγο την μπάλα. Σε αυτό φταίμε εμείς οι μεγαλύτεροι. Καμιά φορά με ρωτάνε, γιατί να διαβάσω ένα βιβλίο; Γιατί να δω μια ταινία; Ε! Του λες, ένα ωραίο ταξίδι είναι… Υπάρχει μία πλευρά της ζωής την οποία αν δεν την ανακαλύψεις δεν μπορείς να την εκτιμήσεις. Ειδικά μετά το 1974 όλη η γενιά από τη λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξουσία και τα χρήματα. Χάσαμε λίγο τη δική μας ταυτότητα αυτό που παραδοσιακά είχε η ελληνική κοινωνία και γίναμε περισσότερο συνδικαλιστές σε όλα τα ζητήματα. Το βιοτικό μας επίπεδο μάλλον ανέβηκε αισθητά αλλά χάσαμε άλλα πράγματα. Οι χώρες οι δυτικές, που σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια εμείς ενταχθήκαμε, έχουν παράγει σκέψη και τα έχουν χειριστεί αλλιώς αυτά τα ζητήματα. Εμείς φτάσαμε σε μία έλλειψη, όχι μόνο πνευματικής φύσης, αλλά να μην μπορούμε να διαχειριστούμε απλά πράγματα της καθημερινότητας. Σκοτωνόμαστε στους δρόμους πολύ περισσότερο από τους άλλους. Αυτό είναι τραγικό. Είναι χειρότερο να σκοτώνεις με το αυτοκίνητο παρά να μη διαβάζεις ποίηση…»
Δε ζει σε γυάλα, ούτε κάθεται σε μπλε σύννεφο. Υπάρχουν πράγματα που τον «χαλάνε» και που τελικά δε διαφέρουν από αυτό που όλοι σκεφτόμαστε: «Με ενοχλεί η αγένειά μας. Η τρέλα μας. Έχουμε φτάσει σ' ένα σημείο που άνθρωποι που συνυπάρχουν στην ίδια πολυκατοικία, στο ίδιο στενό, στο ίδιο τετράγωνο, όχι μόνο δεν ανταλλάσσουν καλημέρα αλλά αντ’ αυτού σε βρίζουν κιόλας. Έχουμε εξαγριωθεί. Έχουμε την εντύπωση ότι όλα μας ανήκουν. Χάσαμε την επαφή με την πραγματικότητα. Απλώς πρέπει να υπάρχει λίγη συγκατάβαση και λίγο χαμόγελο για ν' αρχίσουμε να συνεννοούμαστε. Δεν μπορεί μια κοινωνία να πάει έτσι μπροστά. Θα σκοτωθούμε μεταξύ μας στο τέλος. Δεν λέω ότι παλιά ήταν ιδανικά. Δεν είμαι νοσταλγός του παρελθόντος, ούτε λέω ότι οι μικρότερες κοινωνίες είναι σε καλύτερη μοίρα. Έχουν τα προβλήματα τους. Σφάζονται για ένα μέτρο χωράφι. Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας με έναν τρόπο που τους λέμε ότι είσαι ο καλύτερος, μη σε ενδιαφέρει κανένας, κάνε ότι γουστάρεις. Οπότε δεν φταίει μόνο το σχολείο, αλλά και η οικογένεια».
Δε θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε και για τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 2008 και τα όσα επακολούθησαν: «Αισθάνομαι τρομερή θλίψη για το ίδιο το γεγονός. Ειδικά εμάς που έχουμε νέους στο σπίτι, που είμαστε πατεράδες. Είναι κι αυτή η παρανοϊκή συμπεριφορά των αστυνομικών. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία γι' αυτό το πράγμα. Καταλαβαίνω την οργή. Όμως, η οργή αυτή και η θλίψη αυτών των ανθρώπων μετατράπηκε σ' ένα παραλήρημα, το οποίο, από κάποιο σημείο και μετά, από τη δεύτερη, τρίτη μέρα, δεν είχε πια νόημα. Και κάποιοι έχασαν και το δίκιο τους. Νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται στην αναμπουμπούλα και τους ενδιέφερε αυτό... Είναι μηδενιστικό. Η απόλυτη ισοπέδωση. Δεν μπορούμε όποτε μας τη βιδώνει να τα σπάμε όλα. Δεν έχουμε σκεφτεί πάνω σε σοβαρά ζητήματα. Καλώς, όμως, ο κόσμος και αντέδρασε. Και είναι υγιές το ότι δεν πέρασε ''έτσι'' η δολοφονία ενός παιδιού. Αλλά αυτό πρέπει να συμβαίνει σ' όλα. Δεν μπορεί να έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Κι άλλοι άνθρωποι έχουν υποστεί ανάλογες τραγωδίες. Καθημερινά. Και πολύ μεγαλύτερες και πολύ μικρότερες και ενδεχομένως το ίδιο. Αλλά αυτό πρέπει να σ' έχει διαρκώς ευαισθητοποιημένο. Και να ξέρουμε τι κάνουμε».
Όσο για το αν άλλαξε κάτι ένα χρόνο μετά (η συνέντευξη έγινε πριν τα επεισόδια στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις), ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης λέει τα πράγματα με τ' όνομά τους: «Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ακόμα δεν έχουμε πάρει χαμπάρι τίποτα σαν κοινωνία. Ακόμα είμαστε αρκετά πίσω. Το μόνο που συζητάμε τις τελευταίες μέρες είναι η οικονομική κρίση και πως θα βυθιστεί η Ελλάδα. Είμαστε τριτοκοσμικοί σε τέτοια θέματα. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα γίνει. Θα πάμε μπροστά η δε θα πάμε; Τι ν' αλλάξει; Πρέπει να αλλάξουμε συνολικά στάση ζωής ως κοινωνία. Να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Να βρούμε ταυτότητα. Αυτό μας λείπει νομίζω και δεν είναι γκρίνια. Έχουμε ακόμα κάποια στοιχεία που μας χαρακτηρίζουν. Ξέρουμε να περνάμε καλά. Αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα μας. Αλλά δε γίνεται να περνάμε μόνο καλά και να μην κάνουμε και πέντε πράγματα. Οι παππούδες μας είχαν βρει μια άλλη λύση. Κάποτε... Τώρα εμείς πάμε να έχουμε τα δικά μας κακά, τη σκοτεινή πλευρά που είχαμε πάντα οι Έλληνες, αλλά να 'χουμε και τη σκοτεινή πλευρά των Ευρωπαίων. Δηλαδή, κάτσε. Εμείς είπαμε να έχουμε τα καλά μας και να βελτιωθούμε λίγο παραπάνω σαν κοινωνία. Κάπου να ισορροπήσει... Κάποτε η τρέλα των Ελλήνων ήταν ένα πανηγύρι, αλλά έλεγες εντάξει, είναι ανθρώπινη χώρα. Τώρα αρχίζουμε και γινόμαστε μη ανθρώπινη, όπως οι δυτικές κοινωνίες. Θέλει σκέψη. Δεν υπάρχουν πλέον και διανοούμενοι, πνευματικοί ηγέτες να μας οδηγήσουν».
Σιγά-σιγά φτάναμε προς το τέλος. Η ώρα πλησίαζε 11 και μας παρακάλεσε να τον αποδεσμεύσουμε γιατί έπρεπε να πάει να ετοιμαστεί για την παράσταση. «Θα με φάνε», μας είπε χαμογελώντας και του κάναμε την τελευταία ερώτηση για τη σχέση του ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό, έτσι, για να κλείσουμε με κάτι ανάλαφρο και πιο χαρούμενο: «Ήμουν φανατικός του ποδοσφαίρου μέχρι τα 16 μου. Μετά, για έναν περίεργο λόγο, έπαθα μία μεταστροφή. Άρχισα να βλέπω, πια, πολύ ερασιτεχνικά μπάλα. Γεννήθηκα ΑΕΚτζής και έγινα Ηρακλής με το που πήγα στη Θεσσαλονίκη, γιατί έπαιζε ο Χατζηπαναγής. Τον θαύμαζα πολύ, όπως θαύμαζα και τον Γκάλη. Ως πρότυπα και οι δύο ήταν πολύ ισχυρά. Και έτσι έπρεπε να λειτουργούν. Σ' εμένα τουλάχιστον λειτούργησαν θετικά. Ο μεν πρώτος πριν την εφηβεία μου, ο δε δεύτερος μετά την εφηβεία μου. Τους θαύμαζα και τους θαυμάζω ακόμα. Δε σημαίνει ότι επειδή ο Γκάλης είναι αθλητής είναι λιγότερο σημαντικός από έναν ποιητή. Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αυτονόητο ότι κάποιος θα πήγαινε στο θέατρο, αλλά και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Είναι και οι δύο εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής. Η μία του σώματος και η άλλη του πνεύματος, οι οποίες είναι εξαιρετικές. Το ότι βλέπει δηλαδή κάποιος έναν αγώνα σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαβάσει ένα βιβλίο; Αυτό είναι παρανοϊκό και μόνο στην Ελλάδα μπορεί να συμβεί. Πολλές φορές ένα ωραίο ματς μπορεί να είναι καλύτερο από ένα μέτριο βιβλίο. Τα παραδείγματα που χρησιμοποίησα δεν είναι τυχαία. Δεν είναι μόνο η σχέση του Χατζηπαναγή και του Γκάλη με τον αθλητισμό. Είναι η γενικότερη κοσμοαντίληψή τους. Είναι ήρωες…»
Η συζήτηση με έναν άνθρωπο που έχει άποψη είναι ενδιαφέρουσα, η συζήτηση με κάποιον που έχει τεκμηριωμένη άποψη είναι ένα ταξίδι σκέψης και προβληματισμού…
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.