Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Ένα «αντίο» αντάξιο της προσφοράς του (SportDay / Χρήστος Σωτηρακόπουλος)

Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έμαθε ποτέ τον τρόπο να λέει «αντίο» στους ανθρώπους που το υπηρέτησαν. Γιατί σχεδόν ποτέ άλλωστε δεν τιμήσαμε στην ώρα τους τόσους και τόσους μεγάλους. Ο Μίμης Παπαϊωάννου έφυγε από την Εθνική χωρίς κάποιος να του δώσει μία πλακέτα και ας ήταν τη στιγμή που έλεγε «αντίο» ο πρώτος σε συμμετοχές και γκολ. Ο Γιώργος Σιδέρης επίσης τελείωσε σιωπηλά. Ο Κώστας Ελευθεράκης, νεότερος σκόρερ και νεότερος αρχηγός σε επίσημο ματς, το ίδιο. Ο Σταύρος Σαράφης, ο μοναδικός που φόρεσε περιβραχιόνιο αρχηγού στα 20 του χρόνια, δεν έφυγε με τιμή και δόξα από την Εθνική ομάδα. Τον Γιώργο Κούδα τον τιμήσαμε σχεδόν 12 χρόνια μετά την αποχώρησή του, τον Βασίλη Χατζηπαναγή εννέα σεζόν μετά το «αντίο» στα γήπεδα. Ο Θωμάς Μαύρος είδε το ματς προς τιμήν του το 1993 να εξελίσσεται σε αποτυχία λόγω καταρρακτώδους βροχής, ο Νίκος Αναστόπουλος, που παραμένει πρώτος σκόρερ στο εθνικό συγκρότημα, δεν είχε καν την ευκαιρία να δει παιχνίδι να διοργανώνεται προς τιμήν του. Ο Στράτος Αποστολάκης, που έφτασε μια ανάσα από το απαγορευμένο όνειρο των 100 συμμετοχών, αν και άκουσε ότι θα γινόταν ματς για να τιμηθεί, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Τον μόνο που θυμάμαι να τιμήθηκε στην ώρα του είναι ο Μίμης Δομάζος, αφού η ΕΠΟ κάλεσε σε ένα παιχνίδι, ειδικά για εκείνον, την Αυστραλία στη Λεωφόρο τον Οκτώβριο του 1980.

Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν αξίζει να σταθούμε στον σωστό χρόνο που διοργανώνεται το αποψινό ματς με την Ισπανία. Ο άνθρωπος που είναι το τιμώμενο πρόσωπο το δικαιούται απόλυτα. Γιατί ο Θόδωρος Ζαγοράκης, που απόψε στο πνευματικό σπίτι του, την Τούμπα, θα φορέσει για 120ή και τελευταία φορά τη φανέλα με το εθνόσημο, αποτέλεσε το σημείο αναφοράς αυτής της ανάβασης της Εθνικής ομάδας στα ποδοσφαιρικά Ιμαλάια. Κανείς άλλος παίκτης από την εποποιία του 2004 δεν μπορεί να θεωρηθεί κλασικότερος εκπρόσωπός του, από όσα κύματα πέρασε το εθνικό μας συγκρότημα από εκείνη την πρώτη εμφάνισή του στα Νησιά Φερόε το 1994 έως απόψε.

Οπως δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το Λονδίνο χωρίς το Μιγκ Μπεν, το Παρίσι χωρίς τον Πύργο του Αϊφελ ή την Αθήνα χωρίς την Ακρόπολη, έτσι και την Εθνική ομάδα χωρίς Ζαγοράκη δεν τη συνηθίζουμε εύκολα. Ισως δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη ήττα της εποχής Ρεχάγκελ σε επίσημο ματς, μετά την «πεντάρα» στη Φινλανδία, στην πρεμιέρα του το 2001, ήρθε στο πρώτο παιχνίδι χωρίς τον αρχηγό, τον Μάρτιο με την Τουρκία. Μπορεί και να ήταν τυχαίο. Οποιοι όμως έχουν παρατηρήσει συστηματικά την πορεία αυτής της ομάδας μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι ο Ζαγοράκης ήταν κάτι παραπάνω από ένας αναντικατάστατος παίκτης. Ηταν ο αληθινός ηγέτης, ο πραγματικός αρχηγός. Ποτέ δεν υπήρξε με την μπάλα στα πόδια Κούδας, Δομάζος, Δεληκάρης, Παπαϊωάννου. Για να μην πάμε τόσο μακριά, από τους παίκτες που αγωνίστηκε μαζί ήξερε λιγότερη μπάλα από τον Τσιάρτα ή τον Νικολαΐδη π.χ. Αλλά αυτό που τον έκανε να διαφέρει από όλους ήταν τα κότσια του. Η καρδιά του χτυπούσε πάντα για την Εθνική ομάδα. Μη λησμονούμε ότι δεν έλειψε από επίσημο ματς για σχεδόν 11 χρόνια, διαλύοντας το ρεκόρ του Μπίλι Ράιτ, που έμοιαζε ακατάρριπτο.

Ο Ζαγοράκης σε αυτόν τον έρωτά του με τη γαλανόλευκη φανέλα έζησε το σύνδρομο του κέτσαπ. Κουνάς και ξανακουνάς το μπουκάλι και δεν βγαίνει τίποτα. Και ξαφνικά χύνεται το περιεχόμενο όλο μαζί. Δέκα χρόνια με την Εθνική βίωνε πίκρα και αποτυχία. Παραλίγο να βρεθεί με την ομάδα στο Μουντιάλ το 1998, αλλά και τότε μάλλον πίστεψε πως η σειρά του δεν θα έρθει ποτέ. Πάλεψε και επέμεινε όμως. Δεν πειράχτηκε ούτε όταν ο Ρεχάγκελ στα τελευταία ματς των προκριματικών το 2003 με την Αρμενία τον έβαλε αλλαγή και με τη Βόρεια Ιρλανδία τον είχε... ξεχάσει έως το τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων. Εκείνος ήταν εκεί, στρατιώτης, παρά τα γαλόνια του. Στην Πορτογαλία πήγε, αλλά όχι χαριστικά, όπως έλεγαν κάποιοι. Ηταν εκεί διότι ο Ρεχάγκελ ήξερε πως θα χρειαστεί μαχητές. Από το πρώτο ματς, στο οποίο η τεχνική επιτροπή τον ανέδειξε MVP, έως τον τελικό, που ξαναπήρε το ίδιο βραβείο, ο Ζαγοράκης ήταν καθρέπτης της ελληνικής ψυχής. Το ότι η ΟΥΕΦΑ τον ανέδειξε κορυφαίο παίκτη της διοργάνωσης, το ότι βγήκε πέμπτος στην ψηφοφορία για τη «Χρυσή Μπάλα», όπως και το ότι οι ομοσπονδιακοί τεχνικοί τον είχαν στην τελική δεκάδα για την ανάδειξη του κορυφαίου της ΦΙΦΑ για το 2004 ήταν απλά κερασάκια στην τεράστια τούρτα της μοναδικής στιγμής που κάθε ποδοσφαιριστής ονειρεύεται να ζήσει. Το να σηκώσεις το τρόπαιο του Εuro και ως αρχηγός όχι της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Γαλλίας, αλλά του μεγαλύτερου αουτσάιντερ ποτέ σε μία διοργάνωση, όπως η μικρούλα Ελλάδα, αποτελεί κάτι που δεν αγοράζεται με όλα τα λεφτά του κόσμου.

Απόψε στην Τούμπα το ελληνικό ποδόσφαιρο λέει το οριστικό «αντίο» στον άνθρωπο που μπόρεσε να το οδηγήσει στην υλοποίηση των πιο τρελών ονείρων του. Την ώρα του ύστατου χειροκροτήματος ας αναλογιστούμε πόσα πρόσφερε αυτό το παλικάρι στην Εθνική ομάδα. Και ας του πούμε από τα βάθη της ψυχής μας ένα τεράστιο «ευχαριστώ».

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x