Η αλήθεια είναι ότι με τους Γερμανούς δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Από μικρός. Μπορεί να έφταιγαν οι ιστορίες του μακαρίτη του παππού μου για τις δοκιμασίες της Κατοχής. Μπορεί να έφταιγαν οι ταινίες του Τζέιμς Πάρις και του Φώσκολου που έβλεπα πιτσιρικάς.
Σίγουρα φταίει το γεγονός ότι νίκησαν τους Ολλανδούς στον τελικό του Μουντιάλ του '74. Οπως και το ότι η τριετία κυριαρχίας της Μπάγερν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών έβγαλε –με τον τρόπο που το έκανε– έξω απ' το παιχνίδι τη Λιντς και τη Σεντ Ετιέν. Αντε και την Ατλέτικο, με εκείνο το απίστευτα τυχερό γκολ του Σβάρτσεμπεκ στο τελευταίο λεπτό, που οδήγησε στον επαναληπτικό τελικό.
Αργότερα αυτή η αντιπάθειά μου μεγάλωσε, όταν διαπίστωσα ότι η γλώσσα τους δεν μου πήγαινε, έτσι που ποτέ δεν θα είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω πραγματικά. Και μου έμεινε το απωθημένο ότι δεν μπόρεσα να διαβάσω στο πρωτότυπο πολλά σπουδαία κείμενα. Την αποστροφή μου για τους Γερμανούς τη μοιράζονταν μαζί μου και οι Αγγλοι, αν και για τελείως διαφορετικούς λόγους. Τουλάχιστον έτσι πίστευα μέχρι πρόσφατα. Από το καλοκαίρι του 2006, όμως, μετράω 11 πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που άφησαν το γερμανικό πρωτάθλημα για τα σαλόνια της Πρέμιερσιπ. Ροζίτσκι, Μπάλακ, Μπερμπάτοφ, Μπουλαρούζ, Πιζάρο, Ρόκε Σάντα Κρουζ, Βορονίν, Μπενζά, Πίενααρ, Μπόατενγκ, Χάργκριβς. Βέβαια, τα πολλά χρήματα που δίνουν ο εγγλέζικες ομάδες είναι μια εξήγηση, αλλά δεν είναι η μόνη. Διότι κι άλλες χρονιές οι Αγγλοι είχαν χρήματα, αλλά αυτή την εισαγωγή ταλέντου και σε αυτή την έκταση δεν την είχαν επιχειρήσει ποτέ. Πολύ απλά, αυτή η αλλαγή οφείλεται περισσότερο στην ανάγκη των Γερμανών να αλλάξουν τον χαρακτήρα του ποδοσφαίρου τους και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες των ομάδων τους. Οι Γερμανοί θέλουν να κάνουν ένα πρωτάθλημα που θα είναι ευθέως ανταγωνιστικό με το αγγλικό και το ισπανικό.
Μέχρι τώρα οι μεγάλοι και ακριβοί ποδοσφαιριστές προτιμούσαν το αγγλικό, το ισπανικό ή το ιταλικό πρωτάθλημα, διότι εκεί τα χρήματα ήταν πιο πολλά αλλά και ο ανταγωνισμός ήταν σε υψηλότερο επίπεδο. Οι γερμανικές ομάδες την τελευταία διετία άρχισαν να πουλάνε ακριβά –και όχι μόνο στους Αγγλους– και να ξοδεύουν περισσότερα από ποτέ.
Είναι ενδεικτικό ότι οι ομάδες της Μπουντεσλίγκα φέτος το καλοκαίρι ξόδεψαν το ποσό-ρεκόρ των 180.000.000 ευρώ για μεταγραφές, με την Μπάγερν να κατέχει τη μερίδα του λέοντος, ξοδεύοντας περίπου 75 εκατομμύρια. Το ερώτημα είναι αν αυτά τα δεδομένα θα μεταβάλουν το γερμανικό πρωτάθλημα σε μια διοργάνωση στην οποία θα προπονείται η Μπάγερν για να διακριθεί στην Ευρώπη ή ο ανταγωνισμός για τον τίτλο θα απλωθεί σε 4-5 διεκδικητές.
Θυμίζω ότι τις εποχές της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας των Βαυαρών το γερμανικό πρωτάθλημα ήταν απίστευτα βαρετό. Η γερμανική λίγκα πρόσφατα απέκτησε νέο και φιλόδοξο διευθυντή, τον Ράινχαρντ Ράουμπαλ, που υποστηρίζει ότι οι Γερμανοί θέλουν να διεκδικήσουν μια τέταρτη θέση στο Τσάμπιονς Λιγκ και παράλληλα να υπογράψουν μια νέα συμφωνία για τα τηλεοπτικά δικαιώματα, που θα φέρει περισσότερα χρήματα στα ταμεία των γερμανικών ομάδων, οι οποίες θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να βγουν στη μεταγραφική αγορά με απαιτήσεις. Ακόμα, όμως, δεν έχω καταλάβει τι είναι σπουδαιότερο για τους Γερμανούς τώρα. Η συμφωνία για τα τηλεοπτικά δικαιώματα ή μία επιπλέον θέση στο Τσάμπιονς Λιγκ;
Οι Γερμανοί κυνηγούν τους Αγγλους
Αυτή η τάση που δείχνουν φέτος οι Γερμανοί, να ξεπεράσουν μια εσωστρέφεια που είχε τα τελευταία χρόνια το ποδόσφαιρό τους, σημειώνεται αμέσως μετά το επιτυχημένο οργανωτικά Παγκόσμιο Κύπελλο που διεκπεραίωσαν πέρυσι.
Ενα Κύπελλο που δημιούργησε μια δυναμική που αποτυπώθηκε, όχι μόνο στις φετινές μεταγραφές των γερμανικών ομάδων, αλλά και σε μερικά ακόμα δομικά στοιχεία του γερμανικού ποδοσφαίρου. Για παράδειγμα, στις 380.000 διαρκείας που είχαν πουλήσει μέχρι την έναρξη του πρωταθλήματος οι 18 ομάδες της Μπουντεσλίγκα. Ετσι κι αλλιώς, οι μέσοι όροι εισιτηρίων του γερμανικού πρωταθλήματος κυμαίνονταν μέσα στις τρεις πρώτες θέσεις πανευρωπαϊκά.
Βέβαια, σε αυτό το γεγονός συμβάλλουν καθοριστικά και οι χαμηλότερες τιμές των εισιτηρίων, ακόμα και από πρωταθλήματα όπως το ελληνικό! Μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή, αλλά το γερμανικό πρωτάθλημα μοιάζει «δημοκρατικότερο» από πολλά άλλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και όχι μόνο διότι αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο σαν την κατ' εξοχήν λαϊκή διασκέδαση, οπότε την κοστολογεί αναλόγως και επιτρέπει την παρουσία φιλάθλων στις κερκίδες των ορθίων με πάμφθηνα εισιτήρια. Παραδοσιακά είναι ο χώρος όπου συγκεντρώνονταν οι μετανάστες, που είχαν λιγότερα χρήματα να ξοδέψουν.
Ισως το γεγονός ότι το ζήτημα της επαναφοράς των κερκίδων ορθίων αρχίζουν να το συζητούν ξανά οι Αγγλοι, περίπου 15 χρόνια μετά την κατάργησή τους, κάτι δείχνει. Ολα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι οι Γερμανοί έχουν αποκηρύξει την εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου τους. Το αντίθετο συμβαίνει, αλλά το θέαμα δεν θυσιάζεται άκριτα στον βωμό του κέρδους. Σημειώνω ότι τα ετήσια έσοδα των γερμανικών ομάδων από τη διαφήμιση στη φανέλα ξεπερνούν τα 120.000.000 ευρώ και ίσως να αυξηθούν περισσότερο, αν με τη νέα συμφωνία τηλεοπτικών δικαιωμάτων τα παιχνίδια του γερμανικού πρωταθλήματος φτάσουν να μεταδίδονται σε περισσότερες από 70 χώρες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Η προσπάθεια των Γερμανών να κάνουν ένα πιο γκλάμορους, ένα πιο δημοφιλές ποδοσφαιρικό προϊόν είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά θα κριθεί πρωτίστως από τις αγωνιστικές επιδόσεις των ομάδων τους στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.