Ποιος ξέρει, ίσως είναι κι αυτή μια επίκτητη λόξα. Γεννημένη από την πολυετή ενασχόληση –επαγγελματική ή μη– με το ποδόσφαιρο: απολαμβάνοντας τη βόλτα σου σε κάποια πόλη του εξωτερικού, να παρατηρείς τις φανέλες ομάδων που φορούν οι περαστικοί, γηγενείς και τουρίστες. Σαν να κάνεις ένα είδος πρόχειρου γκάλοπ…
Αυτό –μεταξύ άλλων– έκανε ο γράφων κατά τη διάρκεια πρόσφατης, σύντομης επίσκεψής του στη Βαρκελώνη. Από τον άτυπο συναγωνισμό εξαιρέθηκαν, φυσικά, όσοι σουλατσαδόροι φορούσαν φανέλες της Μπαρτσελόνα. Φανέλες που αν είχαν στόμα θα ψιθύριζαν τις σκέψεις ή ευχές των κατόχων τους: τέτοια χρονιά να μην ξανάρθει, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουμε κ.λπ., κ.λπ. Ποιες γνωστές ομάδες ανέδειξε ως «νικήτριες» τούτο το… κακέκτυπο δημοσκόπησης –με την Μπάρτσα, όπως προείπαμε, εκτός συναγωνισμού; Μίλαν, Αρσεναλ και Μπάγερν. Με αυτή, περίπου, τη σειρά.
Ευχάριστη έκπληξη για εμένα είναι η Αρσεναλ, τις φανέλες της οποίας φορούσαν, αποκλειστικά σχεδόν, άνθρωποι με μαύρο δέρμα. Ανάμεσά τους πολλοί Αφρικανοί μικροπωλητές στην παραλία της πόλης. Να οφείλεται, άραγε, αυτό στις γνωστές αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες του Ανρί; Στη φυσιογνωμία της Αρσεναλ των τελευταίων ετών, ως ομάδας που διαθέτει πολλούς μαύρους παίκτες; Κάθε υπόθεση δεκτή.
Εθεάθησαν, επίσης, κάμποσοι τύποι με φανέλες της Μπόκα Τζούνιορς κι ένας με προτίμηση στη Ρίβερ Πλέιτ. Αυτό, όμως, επιδέχεται ειδικής εξήγησης: τις ημέρες εκείνες στη Βαρκελώνη είχε καταφθάσει ένα πολυάριθμο γκρουπ νεαρών ροκάδων Αργεντινών για τη συναυλία των Rolling Stones στο Στάδιο «Μονζουίκ». Αναρωτιέστε, μήπως, πώς κατάφεραν να συνυπάρξουν οπαδοί της Μπόκα και της Ρίβερ; Μάλλον ανέτρεξαν στις παραδόσεις που θέλουν το Rock and Roll κήρυκα του «Peace and Love». Την ημέρα της (εξαιρετικής, παρεμπιπτόντως) συναυλίας, έβλεπες ορισμένους από τους ίδιους Αργεντινούς να ανηφορίζουν στο «Μονζουίκ» φορώντας αυτή τη φορά T-shirts των Stones.
Είδατε; Ακόμα κι αν θέλεις να ξεφύγεις για λίγο από την επίδραση του ποδοσφαίρου, αυτό σου υπενθυμίζει ανελλιπώς πως βρίσκεται παντού. Επιφυλάσσοντας, ενίοτε, εκπλήξεις: την τελευταία ημέρα της παραμονής μου στη Βαρκελώνη, ενώ απολάμβανα τη βόλτα μου στα πιο απομακρυσμένα –από το λιμάνι– σημεία της παράκτιας γραμμής της πόλης, ανάμεσα σε πιτσιρίκια που μόλις είχαν βγει από τη θάλασσα και καλλίγραμμα κορίτσια που έκαναν τζόκινγκ, να σου η… ελληνική ποδοσφαιρική «πινελιά».
Ενας τύπος ξανθός, ψηλός, με τυπικά χαρακτηριστικά Βορειοευρωπαίου, φορούσε φανέλα του Ολυμπιακού και δη του Ζιοβάνι. Οταν τον ρώτησα αν είναι Ελληνας περίμενα την αρνητική απάντηση. Επιθυμούσα, όμως, να ακούσω την εξήγηση –για τη φανέλα, φυσικά. Ο άνθρωπος ήταν κάτοικος Στοκχόλμης και μέγας θαυμαστής του Ζιοβάνι, όταν εκείνος αγωνιζόταν ακόμα στην Μπάρτσα. Πριν από λίγα χρόνια επισκέφθηκε την Ελλάδα. Γνώριζε φυσικά πως το ίνδαλμά του ήταν, πλέον, παίκτης του Ολυμπιακού και προτίμησε τη φανέλα ως σουβενίρ, αντί για κάποιο γύψινο τσολιά ή για καμιά μπλούζα που απεικόνιζε την Ακρόπολη.
Οι μεγάλοι παίκτες, βλέπετε, είναι αξίες αυτοτελείς και αυτόφωτες. Γνωστό αυτό. Να, λοιπόν, που ταξιδεύοντας στο εξωτερικό μπορείς, βλέποντας ορισμένους ξένους φίλαθλους τουρίστες να προσδιορίσεις πότε περίπου επισκέφθηκαν την Ελλάδα: φοράει, ας πούμε, φανέλα Ριβάλντο-Ολυμπιακού ή Ριβάλντο-ΑΕΚ; Αν τον δεις με ερυθρόλευκη φανέλα Ριβάλντο, πιάνεις κουβέντα και του λες: «Α, εσύ ήρθες στην Αθήνα και πρόλαβες να εισπνεύσεις αέρα Πάρνηθας. Good for you…».
Υποθέτετε, μήπως, ότι στη Βαρκελώνη είναι ευκολότερο να δείτε κάποιον με φανέλα του… Ηρακλή, παρά της Ρεάλ; Αν ναι, δεν έχετε απόλυτο δίκιο. Ετυχε να δω μπλουζάκι Ρεάλ-Μπέκαμ πάνω στο σώμα μιας αγγλόφωνης τουρίστριας, μέλος παρέας έξι-επτά ατόμων. Δεν παρατήρησα μορφασμούς δυσφορίας ή ξινισμένα πρόσωπα στα πέριξ. Ομολογώ ότι δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν σχετικά παρακινδυνευμένο να κυκλοφορείς «κατά μόνας» με καστιγιάνικα εμβλήματα σε απόμερα σημεία της πόλης. Αν κρίνει κάποιος με γνώμονα την ανοιχτόκαρδη και φιλόξενη αύρα που αποπνέει η πόλη, η απάντηση είναι όχι. Ξέρετε, όμως, αυτό που υπάρχει είναι πάντα κατά τι μεγαλύτερο απ' ό,τι φαίνεται. Το… υπόλοιπο; Αυτό που δεν «χωράει» στην πολύβουη Plaza Catalunya ή στο χαρωπό «τρελοκομείο» της La Rambla και το οποίο δεν τα πάει καλά με την ανεκτικότητα και τη λογική; Αυτό το «υπόλοιπο», λοιπόν, του οποίου την ύπαρξη μπορούμε να πιθανολογήσουμε, δεν αποκλείεται να ελλοχεύει, κάπου αλλού, κάπου παράμερα, νύχτα κυρίως. Προς τι το ρίσκο, λοιπόν;
Σε τελική ανάλυση, αν κάτι δεν είναι εντελώς ακίνδυνο στους «μεν», πιθανόν να μην είναι και στους «δε»: πριν από μερικά χρόνια κάποιος γνωστός μου επισκέφθηκε τη Μαδρίτη. Κάθισε σε μια καφετέρια κοντά στο ξενοδοχείο όπου διέμενε φορώντας φανέλα της Μπαρτσελόνα. Χαμογελώντας, το γκαρσόνι την ώρα που σέρβιρε τον καφέ τον συμβούλευσε ευγενέστατα: «Κύριε, θα ήταν καλύτερα να το αποφύγετε σε αυτή την πόλη. Ποτέ δεν ξέρεις». Ο δικός μου είχε διάθεση για κουβέντα –βρήκε, άλλωστε, αγγλομαθή σερβιτόρο: «Ευχαριστώ, φίλε μου, αλλά πες μου, τι ακριβώς θα γινόταν εάν ερχόμουν εδώ πριν από το 1975; Πριν μου μιλήσεις εσύ θα κατέφθανε η αστυνομία του Φράνκο; Και τι θα πάθαινα; Θα με έδιωχναν από τη χώρα ή θα μου έκαναν με το ζόρι τατουάζ της Ρεάλ;».
Ο σερβιτόρος γέλασε καλόβολα και απάντησε: «Κύριε, πρώτον, το 1975 η καφετέρια αυτή δεν νομίζω ότι υπήρχε. Δεύτερον, εγώ είμαι οπαδός της Ατλέτικο, δεν ψηφίζω Αθνάρ, οπότε χαίρομαι να σας ακούω…». Ο Αθνάρ ήταν ο τότε πρωθυπουργός της Ισπανίας, γνωστός για την «τρέλα» του με τη Ρεάλ… Ο γνωστός μου το κράτησε μανιάτικο και δεν έβγαλε από πάνω του τη φανέλα της Μπάρτσα μέχρι την ημέρα της επιστροφής του στην Ελλάδα. Αργότερα μου είπε: «Εισέπραξα κάποια επιφωνήματα αποδοκιμασίας και μερικές χειρονομίες, αλλά μέχρις εκεί. Ομως απόμερα σημεία βραδιάτικα τα απέφυγα…».
Επιστροφή στη Βαρκελώνη και στο σήμερα: στη La Rampla και στην (γειτονική) περιοχή El Raval βλέπεις μαγαζιά –ενδεχομένως υπάρχουν κι αλλού– που πουλούν φανέλες της Ρεάλ. Ξέρετε, μία στη βιτρίνα, ίσα ίσα να φαίνεται, «πνιγμένη» από αναρίθμητα προϊόντα Μπάρτσα αλλά και από φανέλες άλλων ευρωπαϊκών ομάδων. Υπάρχουν, όμως. Η καλή εκδοχή παραπέμπει στην επαγγελματική ευσυνειδησία των ιδιοκτητών των μαγαζιών αυτών. Η κακή; Δόλωμα! Κάποια «σαΐνια» παρακολουθούν όποιους τυχόν τολμήσουν να αγοράσουν, επιφυλασσόμενα για τα περαιτέρω… Οπως καταλαβαίνετε, η δεύτερη εκδοχή μόνο ως σενάριο φαντασίας στέκει. Ούτως ή άλλως, όμως, η Βαρκελώνη ευνοεί τις ασκήσεις φαντασίας: από τα άφθονα μουσεία μέχρι τις παντομίμες της La Rambla και τους «σωσίες» του Νταλί, όλοι και όλα σε ωθούν σε νοερά ταξίδια. Περισσότερα, αύριο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.