Ο «Κάιζερ» πολύ συχνά κάνει λόγο για την έλλειψη οργανωμένης πολιτικής για την αξιοποίηση ταλέντων στις γερμανικές ομάδες. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει υποστηρίξει ότι στις γερμανικές ομάδες πρέπει να παίζουν 7 ποδοσφαιριστές, που να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα της χώρας.
Αυτή η διαπίστωση για την έλλειψη ταλέντων έχει βάση και οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες. Στις αλλαγές που έχουν συμβεί στη γερμανική κοινωνία, στην οποία οι νεαροί Γερμανοί δεν δείχνουν διάθεση να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο, αφήνοντας ανοικτό το πεδίο για τα παιδιά των μεταναστών που εισέρρευσαν στη Γερμανία και έχουν πλέον τη γερμανική υπηκοότητα.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον νόμο Μποσμάν που άνοιξε τα σύνορα, αλλά αυτό επηρέασε όλα τα πρωταθλήματα εξίσου. Η Μπουντεσλίγκα δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανοικτή στους ξένους ποδοσφαιριστές, όσο τουλάχιστον ήταν πρωταθλήματα όπως το ιταλικό, το αγγλικό ή το γαλλικό. Στο πρώτο ενιαίο γερμανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου του 1963, στις ομάδες της πρώτης κατηγορίας αγωνίζονταν τρεις, μόλις, ξένοι ποδοσφαιριστές. Ο αυστριακός Βίλεμ Χούμπερτς στην Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, ο Ολλανδός Γιάκομπ Πρινς στην Καϊζερσλάουτερν και ο Γιουγκοσλάβος τερματοφύλακας της Μόναχο 1860 Πέταρ Ραντένκοβιτς. Από τους τρεις ξένους του 1963 φθάσαμε στους 158, όσοι ήταν οι ξένοι που είχαν στο ρόστερ τους οι γερμανικές ομάδες στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου του 2006/07.
Στο τέλος της δεκαετίας του '70 η έλευση στο γερμανικό ποδόσφαιρο δύο πολύ μεγάλων ποδοσφαιριστών, του Κέβιν Κίγκαν στο Αμβούργο και του Δανού Αλαν Σίμονσεν στην Γκλάντμπαχ, ενός πολύ γρήγορου και με εξαιρετική ντρίμπλα εξτρέμ, άνοιξε την πόρτα του γερμανικού πρωταθλήματος στους ξένους ποδοσφαιριστές. Στη δεκαετία του '80, μετά την απόκτηση του Βραζιλιάνου Τίτα από την Μπάγερ Λεβερκούζεν, οι Γερμανοί άρχισαν να ανακαλύπτουν τη δεξαμενή της Λατινικής Αμερικής.
Ο ερχομός του Αντονι Γεμπόα στην Αϊντραχτ το 1990 σηματοδότησε τη στροφή των γερμανικών συλλόγων στην πολύ φθηνότερη αγορά της Αφρικής. Αλλωστε, οι γερμανικές ομάδες με δυο-τρεις εξαιρέσεις, ποτέ δεν ξόδεψαν τεράστια ποσά για την απόκτηση ξένων ποδοσφαιριστών. Αν κοιτάξει κανείς τις μεταγραφές των γερμανικών συλλόγων από το 1963 και μετά, θα διαπιστώσει ότι πέραν από την παραδοσιακή σχέση των Γερμανών με τα Βαλκάνια, μία σχέση που υπογραμμίστηκε κυρίως από την πολυπληθή και αξιόλογη παρουσία Γιουγκοσλάβων ποδοσφαιριστών και προπονητών στην Μπουντεσλίγκα -με καλύτερη αυτή του Μπράνκο Ζέμπετς στο Αμβούργο-, οι Γερμανοί είχαν συγκεκριμένες προτιμήσεις. Οι χώρες που βρίσκονταν γύρω από τη Γερμανία και μέσα στην παλιά ζώνη επιρροής του μάρκου, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Αυστρία αποτέλεσαν μεγάλη δεξαμενή ποδοσφαιριστών για το γερμανικό ποδόσφαιρο.
Μπορεί ο Μπεκενμπάουερ να θεωρεί ότι ο περιορισμός των ξένων ποδοσφαιριστών θα είναι η σωτηρία του γερμανικού ποδοσφαίρου, αλλά ως φαίνεται «ξεχνά» ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πάρα πολύ δύσκολο να κλείσεις τα σύνορα για να αμυνθείς. Πέρυσι, οι 158 ξένοι ποδοσφαιριστές συνολικά που αγωνίστηκαν στο γερμανικό πρωτάθλημα είναι αριθμός-ρεκόρ και με βάση τις μεταγραφές που είχαν γίνει μέχρι την περασμένη Τετάρτη, οι ξένοι ποδοσφαιριστές στα ρόστερ των ομάδων της Μπουντεσλίγκα έφθαναν τους 124.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο αφορά τα χρήματα που έχουν δαπανήσει μέχρι τώρα οι Γερμανοί για μεταγραφές. Οι 18 σύλλογοι έχουν ξοδέψει μέχρι τώρα 135 εκατ. ευρώ και όλα δείχνουν ότι θα σπάσουν το ρεκόρ των 147 εκατ. ευρώ που σημείωσαν την περίοδο 2001/02. Τα περισσότερα μέχρι τώρα -και παραπάνω από τα μισά- έχει ξοδέψει η Μπάγερν Μονάχου (69 εκατ. ευρώ) δείχνοντας τη θέλησή της να ενισχυθεί για να επανέλθει στην κορυφή.
Για την Πορτογαλία
Υποθέτω ότι η περιπέτεια της Πορτογαλίας θα είναι η ανάμνηση ζωής για όλους όσοι παρακολούθησαν έστω και ένα παιχνίδι από κοντά. Για τους περισσότερους από όσους μείναμε πίσω, στη μνήμη μας θα μείνει περισσότερο εκείνο το απίστευτο ξέσπασμα χαράς, που μας έβγαλε στους δρόμους.
Από εκείνο το καλοκαίρι της Πορτογαλίας μού άρεσε πολύ και κράτησα το σύνθημα του κόσμου που περίμενε μέσα στη ζέστη, στο Καλλιμάρμαρο την Εθνική. «Φέρε όπως θα' ρχεσαι νεράκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη». Μου άρεσε ο συμβολισμός. Από εκείνη τη στιγμή, με ένα αίσθημα δυσφορίας κατάλαβα ότι αυτή η σπάνια επιτυχία για το ελληνικό ποδόσφαιρο θα χανόταν ανεκμετάλλευτη με την ίδια ευκολία που κάνουμε γαρύφαλλα στο σκυλάδικο ένα απρόσμενο, αλλά όχι τόσο μεγάλο κέρδος στον τζόγο. Βέβαια, σε ό,τι αφορά το νεράκι, ο Θοδωρής, όπως είδαμε και από τη διαφήμιση που προβλήθηκε μετά στις τηλεοράσεις, το κράτησε για πάρτη του και καλά έκανε.
Η επιτυχία της Εθνικής ομάδας στην Πορτογαλία ήταν η θαυμαστή περιπέτεια μίας παρέας ανθρώπων, δεν ήταν καμία αντανάκλαση του προσώπου που έχει το σύγχρονο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενα πρόσωπο που κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν μπορούσε να αντέξει, γιατί η προσπάθεια αθλητικής επιβίωσης ενός παίκτη της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο ελληνικό πρωτάθλημα ισοδυναμούσε με την προσπάθεια του τύπου που προσπαθεί να επιβιώσει, τρώγοντας υγιεινά σε ένα μολυσμένο περιβάλλον. Το αποτέλεσμα θα είναι είτε ο τύπος να βγάλει ουρά και λέπια είτε να αλλάξει τόπο διαμονής για να μη μεταλλαχθεί.
Οι παίκτες της Εθνικής ήταν απολύτως φυσιολογικό να αναζητήσουν την αθλητική τους επιβίωση σε ένα άλλο, περισσότερο υγιεινό περιβάλλον. Η εκμετάλλευση της επιτυχίας της Πορτογαλίας είχε δύο σκέλη. Το προσωπικό, που αφορούσε τους ποδοσφαιριστές, και το γενικό. Αυτό αφορούσε την Ομοσπονδία και την πολιτεία. Εκείνο που μας αφορά είναι το δεύτερο, γιατί το ποδόσφαιρο δεν είναι ιδιωτικός χώρος. Είναι ένας δημόσιος χώρος, ένας καθρέφτης του πολιτισμού ενός λαού. Οι άνθρωποι, όμως, που έπρεπε να επωμιστούν το βάρος της αξιοποίησης, προτίμησαν να εμφανίσουν την επιτυχία σαν δική τους, μιμούμενοι τα σαπρόφυτα που αναπτύσσονται δίπλα σε υγιείς οργανισμούς απομυζώντας τους.
Γι' αυτό και τίποτε δεν έχει αλλάξει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Κι ούτε πρόκειται, αν δεν αλλάξουν οι άνθρωποι και οι αντιλήψεις. Αλλά γιατί να αλλάξουν οι αντιλήψεις; Μια χαρά βολευόμαστε όλοι, έτσι όπως είναι τα πράγματα.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.