Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Έχω να λέω πως τους είδα να παίζουν (SportDay / Χρήστος Σωτηρακόπουλος)

Εκανε πολύ κρύο εκείνη την Κυριακή του Φλεβάρη του 1972. Μουντό πρωινό, με τον ουρανό να έχει απειλητικά συγκεντρώσει πυκνά σύννεφα. Η επιλογή για το ποιο ματς θα βλέπαμε στο γήπεδο είχε γίνει μέρες πριν. Θα κατηφορίζαμε στο Στάδιο Καραϊσκάκη, για την αναμέτρηση του Ολυμπιακού με την Παναχαϊκή για έναν πολύ βασικό λόγο:

Ο Γιώργος Σιδέρης επέστρεφε από το Βέλγιο φορώντας και πάλι τη φανέλα των «ερυθρολεύκων». Ο θείος μου ο Γιάννης, ο αδελφός της μητέρας μου, Απολλωνιστής γέννημα θρέμα από τη Σμύρνη, ήταν τεράστιος θαυμαστής του «Φόντακα». Τον έβαζε στην ίδια μοίρα μόνο με τον «δικό του», τον Γιώργο Καμάρα. Έναν χρόνο πριν, τη μέρα που με ένα γκολ του Συμιγδαλά ο Απόλλων είχε φύγει νικητής από το Φάληρο, βάζοντας τον Ολυμπιακό -για πρώτη φορά στην ιστορία του, κάτω από τη ζώνη του υποβιβασμού- ο θείος μου (μέσα στην ανείπωτη χαρά του για την ομάδα της καρδιάς του) είχε και τη δικαιολογία έτοιμη για την κατάντια των Πειραιωτών: «Εξώθησαν τον Σιδέρη να φύγει και την αχαριστία δεν τη συγχωρεί ούτε ο Θεός», έλεγε.

Η επιστροφή του Σιδέρη από την Αντβέρπ, εκεί που έγινε ο πρώτος Έλληνας εμιγκρές στο ποδόσφαιρο, συνέπεσε με αντίπαλο την Παναχαϊκή του Λιούμπισα Σπάιτς. Ο πρώην προπονητής του Ολυμπιακού είχε αρχίσει να βάζει τις βάσεις για την εξαιρετική ομάδα των Αχαιών που την επόμενη σεζόν, το 1972-73, θα έγραφε ιστορία ως η πρώτη επαρχιακή ομάδα που θα έπαιρνε το εισιτήριο για την Ευρώπη. Στο άκουσμα του ονόματος του Σιδέρη, θαρρείς πως θα έπεφτε το γήπεδο. Οταν μπήκε μέσα στον αγωνιστικό χώρο, έκανε ένα γύρο στο ταρτάν, χαιρετίζοντας το πλήθος. Έμοιαζε με φιλικό παιχνίδι, αλλά ήταν επίσημο και αυτό παραλίγο να το πληρώσει ο Ολυμπιακός. Πριν συμπληρωθεί το πρώτο λεπτό, ο Κώστας Δαβουρλής με ωραίο σουτ σημείωνε το 0-1. Από το ματς δεν θυμάμαι πάρα πολλά. Όμως, οι στιγμές των δύο γκολ του Σιδέρη μένουν χαραγμένες στη μνήμη γιατί απλούστατα επιβεβαίωναν την κλάση του. Ενα σουτ στην κίνηση και μία κεφαλιά-δυναμίτης ήταν το ονειρικό σενάριο επιστροφής του ανθρώπου που γύριζε σαν σωτήρας. Το τελικό 3-2 διατηρούσε τον Ολυμπιακό σε τροχιά τίτλου. Το τελευταίο πρωτάθλημα το είχε πάρει το 1967, όταν ο Σιδέρης ήταν στα ντουζένια του, όμως η επιστροφή του δεν έμελλε να συνδυαστεί με έναν ακόμη τίτλο. Ο Παναθηναϊκός κράτησε τη διαφορά του και έκοψε πρώτος το νήμα, με τον Σιδέρη να αποφασίζει πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου.

Ο «Φόντακας» είχε το στυλ του σέντερ φορ που σε οποιαδήποτε εποχή θα ήταν απαραίτητος σε μία ομάδα. Άνθρωπος χαμηλών τόνων έξω από το γήπεδο, δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του για αστέρια που έλαμψαν παράλληλα με αυτόν στον ποδοσφαιρικό μας ουρανό. Κυρίως για τον Μίμη Δομάζο, τα λόγια του στάζουν μέλι. Αλλά και με όποιον σταρ εκείνης της εποχής μιλήσεις για τον Σιδέρη, ακούς τα ίδια καλά λόγια.

Ηταν η μοναδική φορά που είδα τον Σιδέρη να αγωνίζεται στο γήπεδο. Όπως μόνο μία ήταν και η οπτική μου επαφή με τον Τάκη Λουκανίδη. Ηταν το 1971 στα τελειώματα της καριέρας του, με τη φανέλα του Αρη πια, κόντρα στον Φωστήρα στη Λεωφόρο, όταν με λόμπα από τα 35 μέτρα είχε ισοφαρίσει το ματς. Οι ποδοσφαιρικοί θεοί μού χάρισαν σε αυτές τις ελάχιστες στιγμές που απόλαυσα αυτά τα ιερά τέρατα μέσα στο γήπεδο κάποια ψήγματα μαγείας. Kάποιους άλλους της ίδιας εποχής (Δομάζο, Παπαϊωάννου, Κούδα, Δεληκάρη), ευτυχώς τους απόλαυσα πολύ περισσότερο.

Σε μία εποχή που τα γήπεδα αδειάζουν, που οι ανεγκέφαλοι έχουν το πάνω χέρι και οι διοικήσεις των ομάδων δεν επιχειρούν την ολομέτωπη σύγκρουση με αυτούς, στενοχωριέμαι που ολοένα και λιγότερα παιδιά θα έχουν σε λίγα χρόνια την ευκαιρία να αναπολούν πως είδαν μέσα στο γήπεδο κάποιους αληθινούς σταρ.

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x