Πάνε περίπου 12 χρόνια από μία βραδιά με πολλή κουβέντα με τον Αρι Χάαν. Ο Ολλανδός (τότε τεχνικός του ΠΑΟΚ) ήταν απολαυστικός συζητητής, με εξαιρετικές απόψεις και όχι μόνο για την μπάλα. Άνθρωπος οξυδερκής, που ως ποδοσφαιριστής κατέκτησε τόσους διεθνείς τίτλους όσο ελάχιστοι, ήταν πάντα ο αγαπημένος των προπονητών. Ο Στέφαν Κόβατς, στο σύντομο πέρασμά του από την Ελλάδα, το 1982, μου εκθείαζε τον Χάαν ως «τον πληρέστερο ποδοσφαιριστή με τον οποίο συνεργάστηκε». Ο Ρίνους Μίχελς, ο δημιουργός του τεράστιου Αγιαξ των 70’s, στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του είχε υπογραμμίσει την ανάγκη «οι παίκτες να σκέφτονται συνεχώς μέσα στο γήπεδο, όπως έκαναν ο Κρόιφ και ο Χάαν».
Η κουβέντα εκείνο το βράδυ είχε πάει και στη σχέση δημοσιογράφων και παικτών. Μέχρι πού φτάνουν τα όρια, πού σταματάει η ανάγκη για ρεπορτάζ και υπεισέρχονται οι προσωπικές βλέψεις. «Ξέρω πως κανείς δεν πρόκειται να πάψει να μιλά με τους ρεπόρτερ, οπότε επιλέγω στις γενικές ομιλίες μου να λέω πράγματα που δεν είναι μυστικά», μου έλεγε. «Στον Αγιαξ, ο Μίχελς όταν ήθελε να τσεκάρει ποιος βγάζει κάτι προς τα έξω, έκανε ένα τρικ». Ποιο ήταν αυτό, τον ρώτησα. Χαμογέλασε και άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα, λες και κάποιος μας κρυφάκουγε. «Εκανε μεμονωμένα ραντεβού και έλεγε κάτι διαφορετικό στον καθένα. Στους τρεις ή τέσσερις που γνώριζε ότι μιλούν με τους ρεπόρτερ έδινε και από μία ψεύτικη πληροφορία. Την επόμενη μέρα τα έβλεπε δημοσιευμένα και ήξερε τους ενόχους». Ωραία, αναρωτήθηκα, και τι έκανε γι’ αυτό; «Τίποτα. Η μεγαλύτερη τιμωρία τους ήταν πως οι ρεπόρτερ έβλεπαν πως αυτά που γράφουν ήταν ψέματα και στράφηκαν κατά των παικτών που τους τα έδιναν», συμπλήρωσε ο Χάαν. Και συνέχισε με το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας. «Μία φορά ο Μίχελς μας έδωσε την πληροφορία ότι θα φύγει στο τέλος της χρονιάς για την Μπαρτσελόνα. Σε όλους. Φυσικά μόλις φύγαμε από το γήπεδο, όλοι ψάξαμε κάπου να δώσουμε την πληροφορία. Σε μία εποχή που η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα, η διασταύρωση της είδησης ήταν δύσκολη μέσα στη νύχτα», είπε και τράβηξε ακόμα μία ρουφηξιά από το πούρο που συνόδευε τις νυχτερινές συζητήσεις. «Ξέρεις τι συνέβη μετά; Οι ρεπόρτερ που είχαν καεί στον χυλό με τις προηγούμενες λανθασμένες πληροφορίες αγνόησαν την πηγή τους. Και το πλήρωσαν!». Και σταμάτησαν οι ρουφιανιές; Ηταν η αφελής ερώτησή μου.
«Οχι βέβαια. Αυτό δεν γίνεται. Αποδυτήρια χωρίς ρουφιάνους είναι σαν τις Άλπεις δίχως χιόνια. Γίνεται;».
Αυτή η ιστορία μου έρχεται πάντα στο μυαλό όταν ακούω για το... νιοστό επεισόδιο σχέσεων ρεπόρτερ-ποδοσφαιριστών. Ο Σόλιντ, όπως πολύ σωστά έγραψε ο Πανούτσος, πρέπει να είναι ο πρώτος που δημόσια παραδέχεται στους παίκτες πως μιλά με τους δημοσιογράφους. Για την ακρίβεια, είναι ο δεύτερος, αφού εκείνος που ομολόγησε πρώτος πως μιλά και μάλιστα ανταλλάσσει γνώμη με τον Τύπο ήταν ο Φέρεντς Πούσκας. Ηταν όμως άλλη εποχή η δεκαετία του '70, όταν μπορούσες να το πεις χωρίς να παρεξηγηθείς. Φυσικά και υπήρχαν πάντα προπονητές που είχαν εξαιρετικές σχέσεις με τον Τύπο. Και έκαναν επιτυχίες. Αλλοι που είχαν κακή σχέση και πάλι έκαναν επιτυχίες. Και το ανάποδο. Αντιδημοσιογραφικοί που ήταν αποτυχημένοι και πολύ δημοσιογραφικοί που επίσης δεν προλάβαιναν να κάνουν... παρέλαση σε ομάδα. Γενικότητες στη ζωή δεν υπάρχουν.
Πιο δημοσιογραφικός προπονητής από τον Αλκέτα Παναγούλια δεν υπήρξε. Ο μόνος που επέτρεπε να παρακολουθούμε τη θεωρία που έκανε στους παίκτες πριν από τα ματς, με αποκορύφωμα το ιστορικό 1-0 στη Βουδαπέστη το 1993 με την Ουγγαρία, που ουσιαστικά μας έστειλε στο Μουντιάλ. Ο Οτο Ρεχάγκελ είναι αντιδημοσιογραφικός στην Ελλάδα από τη φύση του, αλλά εξαιρετικά συνεργάσιμος με τους Γερμανούς. Αυτό δεν τον εμπόδισε να κάνει πάντα καλά τη δουλειά του.
Πόσο παλιά πρέπει να πάει κανείς για να βρει τους παίκτες να μιλάνε με τον Τύπο; Στις αρχές της δεκαετίας του '50 υπήρξε δημοσίευμα σε ιταλικό περιοδικό πως η διοίκηση της Γιουβέντους ήθελε να τιμωρήσει κάποιους άσους της, «επειδή διαρρέουν μυστικά των προπονήσεων σε εφημερίδα»! Σήμερα με τα κινητά τηλέφωνα και τους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας οι «καλοί ρουφιάνοι» των αποδυτηρίων έχουν πολύ εύκολη ζωή. Πού είναι οι εποχές της δεκαετίας του '80, που με το σαμπουάν στο μαλλί, έφευγαν οι παίκτες από την προπόνηση για να βρουν γρήγορα περίπτερο στον δρόμο για να τηλεφωνήσουν στον «δικό τους» ρεπόρτερ!
Με το να ψάχνουν τόσο πολύ στις ομάδες τι φταίει, χάνουν τον χρόνο και την υπομονή τους άδικα. Η εποχή που ο Μίχελς τιμωρούσε τους... ρουφιάνους (που υπήρχαν ακόμα και στην τελειότερη ποδοσφαιρική μηχανή που είδε ο πλανήτης, τον Αγιαξ) με το να τους δίνει την είδηση και να μην τους πιστεύουν, είναι μακρινή. Ταυτόχρονα αποδεικνύει διαχρονικά πως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Γιατί, όπως έλεγε ο Χάαν, «Άλπεις χωρίς χιόνια γίνεται;».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.