Δελτία Τύπου

Είναι στημένο!

Διαβάστε στο sport-fm.gr την προδημοσίευση του βιβλίου του Χρήστου Ελευθερίου «Είναι στημένο», που κυκλοφορεί από την MVP Publications.

Μια ετερόκλητη παρέα τεσσάρων παλιόφιλων. Ένας ψωνισμένος συγγραφέας σε αναμονή, που βγάζει τον επιούσιο ως αργόμισθος δημόσιος υπάλληλος. Ένας αγριεμένος μαντράχαλος, που του έλαχε να γίνει πατέρας και μάνα μαζί. Ένας καλοπερασάκιας υπουργός. Ένας αλκοολικός μικροαπατεώνας, παιδί της νύχτας μια ζωή.

Μαζί τους, μια αισθησιακή γραμματέας, δύο έμπειροι μπάτσοι, ένας ιδιόρρυθμος δημοσιογράφος κι ένας 16χρονος ταλαντούχος ποδοσφαιριστής που πετυχαίνει το καλύτερο γκολ τη χειρότερη στιγμή.

Διαβάστε στο sport-fm.gr την προδημοσίευση του βιβλίου του Χρήστου Ελευθερίου «Είναι στημένο», που κυκλοφορεί από την MVP Publications.

Κυριακή, 17 Απριλίου 2011, ώρα 20:50

Έπιασε το σουτ γεμάτα! Το κατάλαβε μόλις η λευκοκίτρινη Nike συναντήθηκε με τα ολοκαίνουργια, μαύρα Adidas, που εδώ και λίγα λεπτά έκαναν τα πρώτα τους, σεμνά βήματα σε χορτάρι γηπέδου Α΄ Εθνικής. Ο προσωρινός, ιστορικός συμβιβασμός των δύο αντίπαλων αθλητικών εταιριών εξελίχθηκε όπως αναμενόταν. Επεισοδιακά! Η Nike, μετά το χτύπημα που δέχθηκε από τα Adidas, έφυγε με δύναμη, πέρασε πάνω από το ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής, συνέχισε την ανοδική της πορεία «πετώντας» σχεδόν μισό μέτρο δεξιά από τη βούλα του πέναλτι, άφησε κάτω της τη μικρή περιοχή και τίναξε τα πλαϊνά δίχτυα του τερματοφύλακα, που έμεινε στη θέση του, στο κέντρο της εστίας, με λυγισμένα τα γόνατα, κατεβασμένα τα χέρια και το βλέμμα γεμάτο απόγνωση, να παρακολουθεί απλά την πορεία ενός άπιαστου σουτ. «Γκοοολ», ακούστηκε από τους λιγοστούς οπαδούς που βρίσκονταν στην εξέδρα, ενώ ο μικρός Αρτέμης κατευθυνόταν ξανά προς τον πάγκο, με τη φανέλα σημαία στα απλωμένα χέρια κι ακόμα πιο απλωμένο χαμόγελο. Από αυτόν τον πάγκο είχε σηκωθεί λίγα λεπτά νωρίτερα, αφού πρώτα έδεσε τα κορδόνια του κι έκανε το σταυρό του, λίγο πριν την πρώτη του συμμετοχή στο πρωτάθλημα. Το ήξερε πως τον πίστευε ο προπονητής του, ο «κόουτς Σάκης» όπως τον φώναζαν οι πιτσιρικάδες, όμως δεν περίμενε πως την πρώτη φορά που τον συμπεριέλαβε στην αποστολή θα του έδινε χρόνο συμμετοχής σε αγώνα πρωταθλήματος. Κι ας ήταν τελευταία αγωνιστική. Κι ας ήταν αυτός ο χρόνος συμμετοχής το πολύ δύο λεπτάκια, αφού λίγο πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο ο τέταρτος διαιτητής είχε σηκώσει το ταμπελάκι με τα λεπτά των καθυστερήσεων: «3»!

Τρέχοντας προς τον πάγκο το απλωμένο χαμόγελο άρχισε να μαζεύεται και να παγώνει. Μπορεί οι νεαροί συμπαίκτες του να σηκώθηκαν για να τον αγκαλιάσουν, όμως σίγουρα περίμενε καλύτερη υποδοχή, τόσο από τον κόουτς Σάκη όσο και από τον φροντιστή, τον κυρ-Πέτρο, που είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του. Τους δικαίωσε, δεν τους δικαίωσε; Γιατί δεν χαίρονταν μαζί του; Ο κόουτς Σάκης σήκωσε ψηλά τα χέρια υποδυόμενος πανηγυρισμό, όμως αμέσως τα κατέβασε για να κοιτάξει το ρολόι του και τον απέναντι πάγκο. Επιστρέφοντας στον αγωνιστικό χώρο είδε τον διαιτητή να υψώνει την κίτρινη κάρτα μπροστά στα μάτια του. «Γεμάτο στατιστικό», σκέφτηκε, «για δυο λεπτά συμμετοχής». Είχε βάλει το πρώτο του γκολ, είχε δει την πρώτη του κάρτα, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα θα έπαιρνε και την πρώτη του νίκη, καθώς ο ρέφερι δεν άφησε να παιχτεί η μπάλα μετά τη σέντρα: 1-0!

Αποχωρώντας από τον αγωνιστικό χώρο κι αφού χαιρέτησε έναν έναν συμπαίκτες, αντιπάλους και διαιτητές -με τόση χαρά θα μπορούσε να χαιρετίσει και όλους τους φιλάθλους δια χειραψίας- κατευθύνθηκε προς τον κυρ-Πέτρο, που τον αισθανόταν σαν πατέρα του αυτά τα τέσσερα χρόνια που βρισκόταν στον Αττικό, ξεκινώντας υπομονετικά από τα τμήματα υποδομής -αν υποθέσουμε πως υπήρχε υποδομή-, πριν διακριθεί με την ομάδα των Νέων και κερδίσει μια θέση στις προπονήσεις της πρώτης ομάδας. Ο κυρ-Πέτρος, στην είσοδο της φυσούνας, ήταν βλοσυρός. Στο βάθος άκουγε φωνές. Ποιανού ήταν η φωνή που έβριζε Χριστούς και Παναγίες; Του προέδρου; Έτσι του φάνηκε. «Μα γιατί; Αφού κερδίσαμε και πάμε πλέι-οφ», σκέφτηκε, αλλά τα «γιατί» μαζεύονταν. Σκέφτηκε να τα καταθέσει όλα μαζί, ένα ένα, στον κυρ-Πέτρο, όταν είδε στο βάθος το ...θεριό. Τον τρομακτικό, δίμετρο «ισχυρό άνδρα» του συλλόγου, με το ξυρισμένο κεφάλι, το διπλοσάγονο, το κεχριμπαρένιο κομπολόι και το τσιμπούκι - σήμα κατατεθέν, που είχε πάντα στραβά δαγκωμένο, σαν ναυτικός της παλιάς εποχής. Με κραυγαλέο ντύσιμο ανθρώπου της νύχτας -όπως ήταν άλλωστε-, ο Μπάμπης Μπεράτης κάλλιστα θα μπορούσε να παίζει σε γκανγκστερική ταινία του Σκορτσέζε. Άλλωστε, «είχε κάνει και Αμερική», όπως του είχε εκμυστηρευτεί μια φορά ο κυρ-Πέτρος. «Και τι δουλειά έκανε, κυρ-Πέτρο;», τον είχε ρωτήσει τότε ο Αρτέμης κι εκείνος του απάντησε γελώντας: «Ήταν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ». Χωρίς άλλο σχόλιο...

Τώρα, όμως, ήθελε ένα σχόλιο από τον δεύτερο Πέτρο της ζωής του, τον δεύτερο πατέρα του. Μια απάντηση στα «γιατί» που ακολούθησαν το πρώτο γκολ της επαγγελματικής του καριέρας. Αντί γι΄ αυτό, ο φουρκισμένος γέροντας, με τα φρύδια κατεβασμένα σαν σύννεφα απάνω από τα μάτια του, έσκυψε και σχεδόν συνωμοτικά του είπε στο αυτί: «Να προσέχεις...».

Κυριακή, 17 Απριλίου 2011, ώρα 21:50

Σημάδευα ακριβώς στο κέντρο της λεκάνης. Αυτό το κατούρημα ίσως ήταν η μοναδική απόλαυση μιας δύσκολης ημέρας. Πάνω που ένιωσα τη φούσκα μου να ξαλαφρώνει, άκουσα τον μονότονο ήχο του παλαιολιθικού, ασπρόμαυρου Ericsson με το πορτάκι. Του κινητού που με συντρόφευε για χρόνια, παρότι στο ντουλάπι του γραφείου μου βρίσκονταν, μέσα στα κουτιά τους και με τις ζελατίνες ακόμα, ένα iPhone, ένα ολοκαίνουργιο Xperia με μεγάλη οθόνη και ένα Galaxy. Κινητά με κόστος έναν μισθό. Και μάλιστα μισθό ημερών προ κρίσης. «Πριν πετσοκόψουν τον κοσμάκη», σκέφτηκα, όμως το Ericsson επέμενε να μου κόψει τις ...φιλοσοφικές αναζητήσεις και το κατούρημα στη μέση. «Να πάει να γαμηθεί. Μου τα έχουν κάνει τσουρέκια», σκέφτηκα φωναχτά τώρα, καθώς ήταν Κυριακή βράδυ και ήμουν μόνος στο γραφείο μου στο υπουργείο. Άκουγα το μονότονο «ντριν» των παλιών, σταθερών τηλεφωνικών συσκευών, να ταράζει την ηρεμία της στιγμής, ένιωσα τη δόνηση να μου τραντάζει τα κωλομέρια -μάλλον το είχα ρίξει ασυναίσθητα στην κωλότσεπη- ωστόσο συνέχιζα να αδιαφορώ. Όχι να αδιαφορώ, να τσαντίζομαι και να βλαστημάω. Και να αδειάζω τη φούσκα μου. Λίγο πριν αρχίσω το τίναγμα, η δόνηση σταμάτησε, μαζί και ο ήχος κλήσης. «Βαρέθηκαν» σκέφτηκα, αλλά δεν δικαιώθηκα. Πάλι «ντριν», πάλι δόνηση, πάλι αδιαφορία. Ολοκλήρωσα το τίναγμα, μαζεύτηκα και κούμπωσα αργά - αργά το φθαρμένο 501, για το οποίο το τελευταίο εξάμηνο είχα πολλές διαμάχες με τον υπουργό. «Ρε Μίλτο, φόρα κανένα παντελόνι της προκοπής. Σύμβουλος υπουργού είσαι, δεν μπορείς να κυκλοφορείς με τα τζιν και τα κουρέλια», μου ΄λεγε, αλλά τον είχα γραμμένο. «Δεν μας χέζεις, ρε μαλάκα Παππού», του έλεγα όταν ήμασταν μόνοι. «Επειδή εσύ ξεπουλήθηκες στους Αρμάνηδες, θα γίνουμε όλοι ίσα κι όμοια;», του απαντούσα, επιμένοντας να ξεπουλιέμαι στον Λέβι Στράους. Γέλαγε τότε, μου έλεγε και μου ξανάλεγε να κόψω αυτό το «Παππού» για να μην μου ξεφύγει καμιά φορά σε δημόσια εκδήλωση και ξεφτιλιστούμε, αλλά μέχρι τώρα δεν μου είχε ξεφύγει ποτέ. Έξω από τις πόρτες του κλειστού γραφείου ήταν πάντα ο Χρόνης Μάσσιος, ο επικεφαλής του νεοσύστατου υπουργείου Αγροτουρισμού, ο ...υπουργός μας. Ο υπουργός μου, ο παλιός συμμαθητής μου. Ο οποίος είχε προσφερθεί μια νύχτα του περασμένου Οκτώβρη, λίγες μέρες μετά την υπουργοποίησή του, να μου προσφέρει μια θέση συμβούλου.

«Και τι θα σε συμβουλεύω, ρε μαλάκα; Πώς να βάζεις την όπισθεν στην νταλίκα;», του είχα πει εκλαμβάνοντας ως αστείο την πρότασή του. «Γιατί, ρε Μιλτάκο; Νταλικέρης είσαι;», απάντησε για να θίξει μια παλιά ιστορία, που μου είχε δώσει ένα παρατσούκλι που ποτέ δεν αποτέλεσε επαγγελματική ιδιότητα. Νταλικέρης της μιας νύχτας. Και μιας άλλης, παλιάς ιστορίας. Με έπεισε να δεχτώ τη θέση χτυπώντας στο αδύνατο σημείο μου. «Ρε ψωνάρα, αργομισθία σου προσφέρω, μπας και βρεις χρόνο να τελειώσεις εκείνο το γαμημένο βιβλίο, που όλο λες πως γράφεις κι όλο άγραφτο είναι. Άντε, κύριε συγγραφέα. Δευτέρα πρωί πρωί σε περιμένω στο γραφείο μου στο υπουργείο», είπε και δέχτηκα χωρίς να πω «ναι», μη με πει και λιγούρη. «Και πού είναι το υπουργείο, ρε Παππού;», τον ρώτησα, πριν με επιπλήξει και για τις σχέσεις μου με την τεχνολογία, προτείνοντάς μου να επισκεφθώ το dromoi.gr: «Υπολογιστή δεν έχεις;». Είχα. Ίντερνετ δεν είχα...

Από τη μέρα που ανέλαβα τα καθήκοντα του συμβούλου, δεν είχα γράψει ούτε λέξη. Ο υπουργός είχε μοιράσει τις αρμοδιότητές του. Τις μισές τις είχε φορτώσει σε μένα και τις υπόλοιπες στον κόκορα. Τώρα ετοιμαζόταν για 15ήμερο ταξίδι στην Κίνα. «Τι θα κάνεις, ρε Παππού, δυο βδομάδες στην Κίνα; Ψάχνεις για καμιά γιαγιά Κινέζα;», ρώτησα περιπαικτικά. «Μπίζνες, αγοράκι μου. Μπίζνες», είπε και με «τάπωσε» με ένα ατράνταχτο επιχείρημα: «Δεν νομίζεις ότι χρειάζεσαι κι εσύ δυο βδομαδούλες άδεια;». Χρειαζόμουν...

Χρειαζόμουν γιατί ως σύμβουλος του υπουργού Αγροτουρισμού δεν έπαιρνα ανάσα. Γραμματείς, Φαρισαίοι, δημοσιογράφοι, εκδηλώσεις, γεύματα, δείπνα, εγκαίνια, ομιλίες, συνεστιάσεις, όλα από τα χέρια μου πέρναγαν και κυρίως από τα αυτιά μου, μέσω του παλαιολιθικού Ericsson, που τώρα ξανάρχιζε να δονείται, ενόσω έπλενα τα χέρια μου στους ολοκαίνουργιους νιπτήρες με τις μοναδικές, διαστημικές μπαταρίες που έβγαζαν νερό μόλις έβαζα τα χέρια μου αποκάτω, δίχως να γυρίσω κανένα ρουμπινέ. «Κι αν αρχίσουν να τρέχουν μοναχές τους οι βρύσες, πώς θα τις κλείσουμε, ρε Παππού; Θα πλημμυρίσουμε», του είπα πριν μερικές εβδομάδες, όταν ολοκληρώθηκε η χλιδάτη ανακαίνιση και κατάφερα να κλείσω το στόμα μου, που είχε μείνει ανοικτό από την έκπληξη της πολυτέλειας. Αυτή δεν ήταν τουαλέτα γραφείου συμβούλου υπουργείου. Ήταν σουίτα στο Χίλτον...

Προτίμησα να μη στεγνώσω τα χέρια στο θορυβώδες μηχάνημα που είχαν τοποθετήσει στον τοίχο, δίπλα στους νιπτήρες. Αντ΄ αυτού, επέστρεψα στην τουαλέτα, τράβηξα μπόλικο ρολό χαρτί και τα σκούπισα. Το μισό χαρτί κόλλησε στα χέρια μου. Το τηλέφωνο ξανάρχισε να δονείται. Άρχισα να φορτώνω. «Δεν πάει άλλο, μετά την άδεια θα παραιτηθώ», ξανασκέφτηκα, όπως συνέβαινε συχνά το τελευταίο διάστημα. Ήμουν κουρασμένος σωματικά και ψυχολογικά, δεν κοιμόμουν καλά, μίλαγα πολλές ώρες στο τηλέφωνο κι αυτό το μισούσα. «Να αλλάξεις την μπακατέλα που έχεις για τηλέφωνο και να πεις στην Αλεξάνδρα να σου δείξει πώς λειτουργεί το iPhone. Κι αν δεν σου κάνει το iPhone, της είπα να σου φέρει καναδυό καινούργια κινητά ακόμα, να διαλέξεις ποιο σε βολεύει. Δεν γίνεται να είσαι σύμβουλος υπουργού και να μην μπορείς να μπεις στο Ίντερνετ». Ούτε να φοράς Λέβις 501...

Συνέχιζα, όμως, να κυκλοφορώ με αυτά τα δύο. Το Ericsson και το 501, το 501 και το Ericsson. Και τώρα, το ένα μέσα στο άλλο, μου έσπαγαν τα νεύρα. Δεν ξέρω πόση ώρα βάραγε το ρημάδι, με μικρές διακοπές. Τόση όση χρειάζεται ένας άνθρωπος να απολαύσει ένα κατούρημα, να πλύνει τα χέρια του και να ξεκολλήσει από πάνω τους τα λιωμένα χαρτιά υγείας με τα οποία είχε τη φαεινή ιδέα να σκουπιστεί. «Από τι τα φτιάχνουν οι πούστηδες;», γκρίνιαξα πάλι φωναχτά, λες κι είχα κανένα λόγο να σκουπιστώ με αυτά και να μη χρησιμοποιήσω το φουτουριστικό μηχάνημα, που αν δεν ήταν στεγνωτήρας, με τόσο θόρυβο που έκανε θα μπορούσε να είναι διαστημικό λεωφορείο. Μόλις ξέμπλεξα από τα χαρτιά, επέστρεψα στο γραφείο. Πέταξα το κινητό πάνω στο καναπεδάκι που πολλά βράδια είχε αντικαταστήσει το κρεβάτι μου. Απόψε δεν θα κοιμόμουν εκεί. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, είχα ραντεβού. Στις 10 και μισή, με την εντυπωσιακή -και αισθησιακή στα μάτια μου- Αλεξάνδρα, που εκτός από τα κινητά με τα οποία γέμιζε τα ράφια μου, τώρα τελευταία έβαζα με το νου μου πώς θα ήταν να γεμίζει και τα βράδια μου. Ωραία γκόμενα, αλλά τέτοιο κομμάτι ο Παππούς αποκλείεται να το είχε αφήσει αχτύπητο αφού το είχε στα χαρέμι του, στο ...ιατρικό τιμ των γραμματέων του, που είχαν την ιδιότητα να γιατρεύουν κάθε στραβό πρωινό ξύπνημα με το χαμόγελό τους. Και με άλλα πολλά, εδώ που τα λέμε...

Η Αλεξάνδρα αποδείχθηκε παιδί για όλες τις δουλειές και τελικά κατέληξε να είναι δική μου ιδιαιτέρα, παρά γραμματέας του υπουργού -εντάξει, ο Παππούς είχε άλλες τρεις να τον γιατροπορεύουν-, ωστόσο ποτέ δεν την είδα διαφορετικά, πέρα από τα όρια της συνεργάτιδας. Ίσως και γιατί, παρότι έβαζα με το νου μου, πάντα είχα στον ίδιο νου ότι μπορεί να έχει κάποια ειδική σχέση με τον υπουργό. Η διακριτικότητα με έφαγε, καθώς πράγματι αποδείχθηκε πως είχε ειδική σχέση με τον Παππού. «Κάστινγκ έχεις κάνει για τη γραμματεία;», τον ρώτησα κάποια στιγμή χαλάρωσης, μετά από σχεδόν τρεις μήνες συνεργασίας. «Για τις τρεις δικές μου, ναι. Η Αλεξάνδρα είναι κόρη του νονού μου. Οικογενειακό ρουσφέτι», μου απάντησε και μου άνοιξε το δρόμο. Ωστόσο, μέχρι να μπει το νερό στ΄ αυλάκι, πέρασαν ακόμα τρεις μήνες κι απόψε είχαμε το πρώτο μας ραντεβού. Της είχα πει πως θα την έπαιρνα τηλέφωνο μετά τις 10, για να τη ρωτήσω το περίφημο «από πού να σε μαζέψω;» που μου είχε ξεφύγει ένα πρωί πριν λίγο καιρό, μετά από κάποια εκδήλωση στην οποία είχε συνοδέψει τον υπουργό μας. «Και τι είμαι; Κανένα σκουπίδι να με μαζέψεις;», έγινε έξαλλη τότε και μετά, εκτός από την ίδια, έπρεπε να μαζέψω και τα ασυμμάζευτα.

Τηλέφωνο. Να την πάρω. Πάτησα ασυναίσθητα το κουμπί της 46άρας τηλεόρασης - κινηματογράφου που βρήκα ένα πρωί στο γραφείο μου, στο πλαίσιο της ανακαίνισης. Κάμποσες από δαύτες είχαν γεμίσει όλα τα γραφεία του ορόφου, ενώ ο Παππούς προσφέρθηκε να μου στείλει και μία σπίτι μου, ως δώρο κάποιου -ανώνυμου- χορηγού. «Άσε, αν έχω και τηλεόραση στο σπίτι, τότε είναι που δεν θα το τελειώσω ποτέ το βιβλίο», του είπα, αλλά στο θέμα του γραφείου δεν σήκωνε κουβέντα, παρά τις αντιρρήσεις μου μετά την τοποθέτηση της γιγαντοοθόνης. «Θα την κρατήσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι. Πρέπει να βλέπεις ειδήσεις», επέμεινε κι έτσι έγινε. Ακριβώς έτσι. Όλη μέρα η τηλεόραση έπαιζε τραγούδια, κάποια τα έλεγα κι εγώ, ενώ ειδήσεις έβλεπα μόνο όταν έμπαινε φουριόζα μέσα η Αλεξάνδρα και άλλαζε το κανάλι γιατί «μιλάει ο υπουργός». Ο βαφτιστήρας του μπαμπά της. Αυτή τη φορά την τηλεόραση την άνοιξα μόνος μου. Μπορεί να την άνοιξα και συνειρμικά, επειδή σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στην Αλεξάνδρα. Ωστόσο, ήθελα να δω και καμιά είδηση, γιατί τα είχα τελείως χαμένα από το πρωί. Πρέπει να ήμουν ο μοναδικός ...αργόμισθος υπάλληλος υπουργείου που δούλευε Κυριακάτικα.

Έπεσα πάνω στα αποτελέσματα της τελευταίας αγωνιστικής του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Ο Πειραϊκός ήταν πάλι πρωταθλητής, αλλά αυτό δεν αποτελούσε είδηση. Το είχε πάρει από καιρό και είχε ξεσπάσει σάλος μετά το επεισοδιακό ντέρμπι του 2ου γύρου με τον Αθηναϊκό. Η είδηση της αγωνιστικής ήταν άλλη. Ο Αττικός είχε νικήσει στο τοπικό ντέρμπι τον Τυφώνα «με γκολ του νεαρού Αζουμανίδη στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων», όπως ενημέρωνε ο εκφωνητής, ο οποίος συμπλήρωνε πως «με τη νίκη αυτή ο Αττικός πάει στα πλέι-οφ, ενώ ο Τυφώνας υποβιβάζεται στη δεύτερη κατηγορία». Κρατούσα το τηλέφωνο στα χέρια μου για να πάρω την Αλεξάνδρα, αλλά αυτό πάλι κουδούνιζε, ενώ μαζί του κουδούνιζε και το κεφάλι μου. Κι άλλοι συνειρμοί. Πώς τον λέγανε τον Πέτρο τον Αρμένη, τον παλιό φίλο και συμμαθητή; Αζουμανιάν. Πώς λεγόταν τώρα, μετά τις απαραίτητες ενέργειες στο ληξιαρχείο; Αζουμανίδης. Λες κι αυτό ήταν πιο εύηχο από το Αζουμανιάν. Καλά, αυτός δεν μου είχε πει πριν λίγο καιρό πως ο γιος του παίζει μπάλα σε μια ομάδα Α' Εθνικής; Στον Αττικό είχε πει; Βρε, λες;

Κοίταξα την ασπρόμαυρη οθόνη του αρχαίου Ericsson. Μόλις είχε σταματήσει να κουδουνίζει, ωστόσο το φωτάκι ήταν ακόμα αναμμένο. Έξι αναπάντητες. Πάτησα το κουμπί για να τις δω. Όλες από τον ίδιο αριθμό, τον οποίο είχα καταχωρίσει στη μνήμη...

«Αζουμανιάν»!

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x