Ήταν ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Μαϊου του 2002, στο Χάμπντεν Παρκ της Γλασκώβης. Ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ Ρεάλ Μαδρίτης - Μπάγερ Λεβερκούζεν έχει ξεκινήσει και χαζεύουμε από την κερκίδα τους πρωταγωνιστές. 1-0 ο Ραούλ, 1-1 ο Λούσιο με κεφαλιά, ο Ζιντάν κάνει τα μαγικά του. Η Ρεάλ κυριαρχεί εντός αγωνιστικού χώρου και στο 37’ ο Κλάους Τοπμέλερ αποφασίζει να αντικαταστήσει τον αριστερό του χαφ, Τόμας Μπρντάριτς, δίνοντας επιθετική πνοή στην ομάδα του με την τοποθέτηση ενός επιθετικού στο πλευρό του Νοίβιλ.
Και τότε σηκώνεσαι ΕΣΥ. Με το νο 12 στην πλάτη και τη λάμψη της αυτοπεποίθησης στα μάτια, παρότι είχες μόλις κλείσει τα 21. Από τη στιγμή που μπήκες στο παιχνίδι τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ούτε το γκολ του «Ζιζού», το καλύτερο που έχει σημειωθεί ποτέ στη διοργάνωση, ούτε το τελικό αποτέλεσμα ούτε τίποτα δεν στάθηκε δυνατό από το να αποσπάσει το βλέμμα μας από πάνω σου. Γιατί ήσουν η επιτομή του coolness, μια αρωματική σταγόνα δροσιάς μέσα στη βρωμιά και τον ιδρώτα, το απαστράπτον φύλλο χρυσού μέσα σε μια αποθήκη με παλιατζούρες. Τόσο πολύ ξεχώριζες.
Αφού φόρτωσες τα δίχτυα με γκολ στη Γερμανία, ήρθες στα 25 σου στην Πρέμιερ. Πιο ικανός, πιο ώριμος, πιο κατασταλαγμένος, με την αύρα του «χαρισματικού» να σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα. Σταδιακά «πέταξες από πάνω σου» τα Βαλκάνια και υιοθέτησες το μόνο στυλ που πραγματικά σου ταίριαζε και συμπλήρωνε ιδανικά το χαρακτήρα σου: έγινες ένας κομψός δανδής. Στο γήπεδο αυτό εκφραζόταν με τον αγέρωχο καλπασμό σου όταν σπρίνταρες για να πάρεις θέση στην περιοχή, με τον «δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, βρε κουτά» πανηγυρισμό σου μετά το γκολ, με τα υψηλής κλάσης τακουνάκια σου και τα μαγευτικά «ένα-δύο» που έπαιζες με τους συμπάικτες σου χρησιμοποιώντας πάντα το εξωτερικό του ποδιού.
Εκτός γηπέδου πάλι, ήσουν το πιο σικάτο «αλάνι» που κυκλοφορούσε στην πιάτσα. Bon vivant από επιλογή κι όχι για το θεαθήναι, συχνά-πυκνά έριχνες πάνω σου ένα απλό λινό, λευκό πουκάμισο, ένα ζευγάρι Aviator, έβαζες λίγο τζελ στο μαλλί κι έτσι -τελείως ανεπιτήδευτα- βόλταρες στα μπαρ για ένα ποτό. Όχι, δεν ήσουν «προκλητικός» και «ψώνιο», όπως λέγανε, κάθε άλλο. Αλλά τι να απαντήσεις, Ντίμιταρ, σε ανθρώπους που έχουν τη φόρμα της ομάδας για κοστούμι και τη σαγιονάρα για loafer; Σε καταλαβαίνω. Όλοι σε καταλαβαίνουμε.
Είσαι τόσο μεγαλόψυχος, δε, που όσο και να σε αγνοούσε ο σερ Άλεξ μια κακή κουβέντα γι’ αυτόν δε βγήκε από το στόμα σου. Έτσι κάνουν οι τζεντλμεν. Τι να καταλάβει ο Σκωτσέζος από fashion icons, σάματις θα έπαιρνε στροφές αν του εξηγούσες πως στο Χόλιγουντ σταματάνε τον Άντι Γκαρσία στο δρόμο και του ζητάνε να τους υπογράψει αυτόγραφα με το όνομά σου; Απλώς βαρέθηκες στο Μάντσεστερ και είπες να χαρίσεις λίγη από τη λάμψη σου και σε κάποια άλλη πόλη.
Η Φλωρεντία και το Τορίνο τόσο θαμπώθηκαν στη θέα σου, που τρόμαξαν στην ιδέα ότι θα τους έκλεβες τη δόξα. Έτσι, καθώς φαίνεται, επιστρέφεις στο Λονδίνο μέσω της Φούλαμ. Για μερικά γκολ κι ένα καλό μαρτίνι με πούρο ακόμα. Για αρκετά πρωτοσέλιδα που θα δώσουν ψωμί τόσο στους παπαράτσι όσο και στα editorial μόδας. Κι επειδή το στυλ δεν αγοράζεται, ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι σαν κι εσένα: Που επειδή το έχουν έμφυτο και μπόλικο από γεννησιμιού τους, το χαρίζουν απλόχερα σε όλους εμάς, τους κοινούς θνητούς, που μόνιμα διψάμε για λίγο Ντίμιταρ ακόμα.
Γιάννης Τσαούσης
www.fightclub.gr
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.