Fight Club - Στα χαρακώματα

FC: Some concerts are bigger than others

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι είδα επιτέλους τον Morrissey σε συναυλία για πρώτη φορά. Τον Άγγλο που σιχαίνεται την καταγωγή του, με τη βαρύτονη χροιά στη φωνή, που έχει λατρευθεί και ταυτοχρόνως κατηγορηθεί για τη ναρκισσιστική πλευρά του χαρακτήρα του όσο ελάχιστοι.

Disclaimer: Αυτό το κείμενο δεν αφορά ποδόσφαιρο, μεταγραφές, καυλάντα στα πρωτοσέλιδα και φαντασιώσεις οπαδών που παραλογίζονται λόγω καύσωνα. Αυτό το κείμενο αφορά έναν από τους επιδραστικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών και την απογοήτευση που μας πρόσφερε απλόχερα τη Δευτέρα στο θέατρο του Λυκαβηττού.

Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ότι είδα επιτέλους τον Morrissey σε συναυλία για πρώτη φορά. Τον Άγγλο που σιχαίνεται την καταγωγή του, με τη βαρύτονη χροιά στη φωνή, που έχει λατρευθεί και ταυτοχρόνως κατηγορηθεί για τη ναρκισσιστική πλευρά του χαρακτήρα του όσο ελάχιστοι.

Ονειρεύτηκα ότι για πάρτη του τίγκαρε το θεατράκι του Λυκαβηττού από συγκινημένους 35άρηδες που τον ακολουθούν πιστά από την εποχή των Smiths, αλλά και ψαγμένους πιτσιρικάδες που ανακάλυψαν στη μελαγχολία των στίχων του ένα κομμάτι του εαυτού τους και άκουσαν τον Oscar Wilde να τους ψιθυρίζει παρακμιακές ρίμες για την ομορφιά και την αισθητική στο αυτί.

Ονειρεύτηκα ότι, μια που έχει αφήσει σαφώς να εννοηθεί πως σε 2-3 χρόνια θα αποσυρθεί μουσικά, θα έδινε στο ακροατήριό του ένα best of του πολυσχιδούς εαυτού του. Πολύ λίγο για να το χορτάσεις, υπερ-αρκετό όμως για να χαθείς μέσα του. Θα λικνιζόταν νωχελικά όπως πάντα, θα απήγγειλε στίχους από το «Διδώ και Αινείας» ανάμεσα στα τραγούδια, θα έκανε ένα τουλάχιστον καυστικό πολιτικό σχόλιο, θα μοσχοβολούσε ο τόπος από το άρωμα της γλαδιόλας -κι ας μην κρέμονται πια από την πίσω τσέπη του τζιν του.

Πιο έντονα, όμως, απ’ όλα, ονειρεύτηκα ότι το setlist θα είχε την σωστή, την πρέπουσα μίξη. Ότι τα τραγούδια θα ήταν τουλάχιστον μοιρασμένα ανάμεσα στη χρυσή τετραετία των Smiths και την προσωπική του δισκογραφία. Κι ας μετράει η δεύτερη 24 χρόνια. Κι ας μην θέλει ν’ ακούει πια γι’ αυτούς. Δεν έχει σημασία. Ό,τι έχει γράψει ο χρόνος στη μνήμη, δεν σβήνεται ετσιθελικά. Τα εμβληματικά κομμάτια κάθε καλλιτέχνη άλλωστε δεν αποφασίζει ο ίδιος ποια θα είναι, το κοινό είναι που τα αναδεικνύει. Ο καλλιτέχνης -ακόμα κι αν είναι του διαμετρήματος και του κυκλοθυμικού χαρακτήρα του Morrissey- οφείλει να τα δίνει στο κοινό, γιατί αυτά είναι που τον ορίζουν, αυτός είναι ο βασικός λόγος που ήρθαν να τον ακούσουν. Για να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν τους, να βρουν το κοινό σημείο αναφοράς και να προσδιοριστούν.

Ξύπνησα απότομα στο θέατρο. Ναι, ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ναι, ο Morrissey ήταν στη σκηνή και ακκιζόταν. Ναι, μιλούσε και ειρωνευόταν. Ναι, πέταξε κι ένα από τα πουκάμισα που φορούσε σ’ αυτούς που ξεροστάλιαζαν στις πρώτες σειρές. Αυτά όμως ήταν happenings. Στην ουσία της συναυλίας η βουβαμάρα του κοινού στη μεγαλύτερη διάρκειά της μιλούσε δυνατότερα κι απ’ το πιο εκκωφαντικό ουρλιαχτό. Ναι, διάσπαρτα μέσα στα 20 τραγούδια που ακούσαμε ήταν τα «How soon is now?», «You have killed me», «Everyday is like Sunday», «Last night I dreamt that somebody loved me» και «Let me kiss you», ωστόσο οι απουσίες ήταν πολύ πιο χτυπητές. Να πούμε ότι για συναισθηματικούς, πολύ προσωπικούς λόγους, τα «Girlfriend in a coma» και «Suedehead» δεν θέλει να τα ξανατραγουδήσει ζωντανά; Να το πούμε. Ποια δικαιολογία, όμως, να βρούμε για την απουσία του «What difference does it make?»; Για την απουσία του «This charming man»; Που ήταν τα «Irish blood, English heart» και «The first of the gang to die»; Μα, κι αν ακόμα και γι’ αυτά τον συγχωρέσουμε λόγω της αδυναμίας που του έχουμε, πως είναι δυνατόν να λείπουν τα «πετράδια του στέμματος»; Πως είναι δυνατόν 6.000 κόσμου να κρέμονται από τα χείλη του κι αυτός να μην τραγουδάει ούτε το «Bigmouth strikes again» ούτε το «There is a light that never goes out»;

Δεν είναι. Κι όμως έγινε. Μιάμιση ώρα (και κάτι ψιλά) μετά την έναρξη, ο Morrissey βγήκε για το ανκόρ. Τραγούδησε βιαστικά το «Still ill» και αποχώρησε τρέχοντας, αφήνοντάς μας εμβρόντητους στη θέση μας να μην πιστεύουμε ότι αυτό ήταν, ότι δεν πρόκειται να ακούσουμε τα περισσότερα από τα τραγούδια για τα οποία είχαμε βρεθεί εκεί. Κι αυτό δεν ήταν, δυστυχώς, κομμάτι του ονείρου, αλλά η σκληρή πραγματικότητα. Ήταν η απογοήτευση που δημιουργεί η παταγώδης διάψευση μιας -όχι υψηλής αλλά- λογικής προσδοκίας από έναν τραγουδιστή με πολύ «βαρύ» και γεμάτο «οπλοστάσιο». Έμοιαζε σαν να πηγαίνεις σε ένα βραβευμένο εστιατόριο και να σε αφήνουν να δοκιμάσεις μόνο τα ορεκτικά. And that makes a hell lot of a difference, you know...

Γιάννης Τσαούσης

www.fightclub.gr

Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Σχετικά βίντεο

close menu
x