Στη δεκαετία του '60 και για πολλά χρόνια το αγγλικό πρωτάθλημα χαρακτηριζόταν το ωραιότερο του πλανήτη. Είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε κάποιος, η ουσία παρέμενε, πως σίγουρα η αγγλική λίγκα ήταν η πιο δύσκολη της Ευρώπης. Πάνω απο δέκα ομάδες κάθε χρόνο ξεκινούσαν με ίδιες πιθανότητες να πάρουν τον τίτλο.
Απο το 1959 μέχρι το 1977 καμία ομάδα δεν κατέκτησε συνεχόμενα πρωταθλήματα! Το κύπελλο του πρωταθλητή πήγαινε απο τη Γουλβς στην Μπέρνλι, απο την Τότεναμ στην Αρσεναλ, απο την Ιπσουιτς στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, από τη Μάντσεστερ Σίτι στη Λίβερπουλ, απο την Εβερτον στην Ντέρμπι Κάουντι, απο τη Λιντς Γιουνάιτεντ στη Νότιγχαμ Φόρεστ, σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι που όμοιό του δεν είχε δει ποτέ πριν κανένα πρωτάθλημα. Στην Ισπανία ο τίτλος άλλαζε τρία ή τέσσερα χέρια (Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Βαλένθια, Ατλέτικο Μαδρίτης), στην Ιταλία το ίδιο (Γιουβέντους, Μίλαν, Ιντερ) με τις σπάνιες εκπλήξεις (Κάλιαρι, Φιορεντίνα) να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Στη Δυτική Γερμανία η Μπάγερν και η Γκλάντμπαχ ήταν οι μόνες διεκδικήτριες με την Κολωνία και το Αμβούργο να μπαίνουν ως σφήνα.
Εκείνη η άνθιση του αγγλικού ποδοσφαίρου έφερε την ανάλογη επιτυχία και στην Ευρώπη. Ολες οι ομάδες που προαναφέραμε μαζί και με άλλες (Μπέρμιγχαμ, Γουέστ Χαμ, Νιούκαστλ) διακρίθηκαν στα Κύπελλα Ευρώπης, κατακτώντας τίτλους ή φθάνοντας σε τελικούς, μέχρι τη νύχτα του Χέιζελ, στις 29 Μαΐου του 1985. Τα όσα τραγικά συνέβησαν έριξαν το αγγλικό ποδόσφαιρο στη μαύρη τρύπα του χουλιγκανισμού.
Πέρασαν αρκετά χρόνια, μετά την επιστροφή το 1990 στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις για να μπορέσουν να ξαναβρούν τα πατήματά τους οι Αγγλοι. Το Κύπελλο Κυπελλούχων που πήραν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (1991) και η Αρσεναλ (1994) ήταν μόνο σταγόνες σε έναν ωκεανό επιτυχιών των Ιταλών και των Ισπανών. Στο διάστημα της πενταετούς τιμωρίας η ποιότητα έπεσε, οι σταρ λιγόστεψαν και η ανταγωνιστικότητα των αγγλικών κλαμπ κατρακύλησε αφού δεν υπήρχαν κίνητρα.
Η έναρξη της Πρέμιερ Λιγκ το 1992 -τα πολλά χρήματα από την τηλεόραση, τα ολοκαίνουργια γήπεδα και η προσέλκυση των μεγαλύτερων ονομάτων, που κάποτε προτιμούσαν την Primera Division ή τη SERIE A- άλλαξε τη ροή των πραγμάτων και σαν ημερομηνία σημάδεψε το ποδόσφαιρο. Οι κυνικοί λένε πως ουσιαστικά το κατέστρεψε αλλά η υπερβολή ποτέ δεν βοήθησε. Η Λίβερπουλ πήρε από το 1976 έως το 1990 έντεκα πρωταθλήματα και μετά την αποχώρηση Νταλγκλίς ο μονάρχης έγινε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Το ότι μόνο η Αρσεναλ και η Τσέλσι (με την εξαίρεση της Μπλάκμπερν) της έχουν στερήσει τίτλους δεν έχει να κάνει με τη δομή της λίγκας όσο κυρίως με τα χρήματα από το Τσάμπιονς Λιγκ. Και φυσικά αυτά τα 20 χρόνια οι αγγλικές ομάδες άλλαξαν μαζί με την Πρέμιερ Λιγκ πολύ, αφού πολλές ομάδες έπαψαν να είναι βρετανικές στην κουλτούρα και τη νοοτροπία.
Κλασικότερο παράδειγμα ήταν η Αρσεναλ του Βενγκέρ που έκανε επιτυχίες και πήρε τίτλο μέχρι και αήττητη το 2004. Πιο εύκολα ωστόσο θα έβλεπες χιόνια στη Σαχάρα παρά Αγγλο στο ρόστερ της για μεγάλο διάστημα και πια δεν διαθέτει σπουδαίες προσωπικότητες πλην του Φαν Πέρσι. Αλλη περίπτωση ήταν η Λίβερπουλ. Για χρόνια αλλοιώθηκε η φυσιογνωμία της με τον Ουγέ πρώτα και τον Μπενίτεθ κατόπιν. Η τακτική οργάνωσή της θύμιζε ισπανική ομάδα και ακόμη και με την επιστροφή Νταλγκλίς που προσπαθεί (σωστά για μένα) να κάνει πιο βρετανικό το ρόστερ το νούμερο ένα περιουσιακό της στοιχείο (όπως παλιά ήταν ο Τόρες) είναι ο Σουάρεζ.
Η Τσέλσι είναι μια πολυεθνική δύναμη που εκτοξεύτηκε στην κορυφή από τα λεφτά του Αμπράμοβιτς και από έναν Πορτογάλο προπονητή (Μουρίνιο) και με την... κοινωνία των Εθνών στο ρόστερ, με όλα τα προβλήματα να στοιχειώνουν πια τον φιλόδοξο Αντρέ Βίλας-Μπόας. Η ομάδα δεν διαθέτει εκείνο το αγγλικό πνεύμα που έβγαζε στο τερέν με τη μόνιμη παρουσία των Τέρι, Λαμπάρντ και Κόουλ και το πληρώνει αγωνιστικά. Η Μάντσεστερ Σίτι έχει Ιταλό τεχνικό, τον Μαντσίνι, πανάκριβους σταρ από τον Αγκουέρο και τον Μπαλοτέλι έως τον Τζέκο, τον Τουρέ και τον παροπλισμένο Τέβεζ και με μόνο Αγγλο σταρ τον γκολκίπερ Χαρτ. Αν δεν είχαν ξοδευτεί δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, ακόμη θα έβλεπε πλάτες!
Η πιο πετυχημένη ομάδα αυτής της 20ετίας είναι εκείνη που δεν αλλοίωσε την κουλτούρα της και κοντράρεται με την άλλη πιο βρετανική από τις πρωταγωνίστριες αύριο στο «Γουάιτ Χαρτ Λέιν». Είναι η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του σερ Αλεξ Φέργκιουσον και η γηπεδούχος Τότεναμ του Χάρι Ρέντναπ. Ωστόσο το γεγονός πως στο «Ολντ Τράφορντ» ακόμη είναι σημαντικότατοι ο Γκιγκς με τον Σκόουλς, όπως φάνηκε και με τη Νόριτς πριν από μία εβδομάδα, δημιουργεί ανησυχία. Στο Λονδίνο τη διαφορά δίπλα στον Μόντριτς και τον Φαν Ντερ Φάαρτ κάνει ένας 31χρονος, ο Σκοτ Πάρκερ, που μεσοβδόμαδα έγινε και αρχηγός στην εθνική Αγγλίας. Πέρυσι ήταν ο κορυφαίος παίκτης του πρωταθλήματος παρά τον υποβιβασμό της Γουέστ Χαμ και συνεχίζει να είναι καθοριστικός και στο Βόρειο Λονδίνο.
Ο Φέργκιουσον, που ξέρει πως οι τίτλοι κρίνονται από τέτοια ματς, στα 25 χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι στο «Ολντ Τράφορντ» πίστευε και πιστεύει πως ο κόσμος δένεται πιο πολύ με γηγενείς ποδοσφαιριστές. Επίσης θεωρεί (και η πράξη τον δικαιώνει) πως οι ομάδες με βρετανική καρδιά αντιλαμβάνονται περισσότερο τις ιδιαιτερότητες του αγγλικού πρωταθλήματος. Επέλεγε ξένους μόνο αν τα στοιχεία τους ήταν δυσεύρετα στη Βρετανία, όπως κάποτε τον Καντονά, αργότερα τον Φαν Νιστελρόι, τον Ρονάλντο και πιο μετά τον Φαν Ντερ Σάαρ ή τον Βίντιτς. Ο Ρέντναπ ξέρει επίσης πως αν δεν έχει βρετανικό στοιχείο η ομάδα του, δύσκολα θα συγκινήσει το απαιτητικό κοινό της. Μπορεί η Τότεναμ να μην έχει κατακτήσει το πρωτάθλημα από (τη χρονιά του πρώτου νταμπλ στον 20ό αιώνα) το 1961, αλλά πάντα είχε στόχο να παίζει καλή μπάλα.
Η αλήθεια πάντως είναι πως αν και έχουμε φέτος πολύ πιο ανοιχτό πρωτάθλημα και τουλάχιστον τρεις ομάδες που παλεύουν για την τέταρτη θέση που οδηγεί στο Τσάμπιονς Λιγκ, η ποιότητα των ομάδων δεν είναι όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Κάθε εβδομάδα η εικόνα της Πρέμιερ Λιγκ φτάνει ζωντανά σε 200 χώρες του πλανήτη και αυτό δημιουργεί πάμπολλα έσοδα, ωστόσο για πρώτη φορά από το 1996, όταν η Μπλάκμπερν έφαγε τα μούτρα της στη μοναδική της εμφάνιση στο Τσάμπιονς Λιγκ, η Αγγλία κινδυνεύει να μείνει χωρίς εκπρόσωπο στην οκτάδα. Τίποτα δεν είναι τελικά τυχαίο. Και το ότι τρεις αγγλικές ομάδες έφταναν κάθε χρόνο στα ημιτελικά για μία τετραετία δημιούργησε μία ψευδαίσθηση υπεροχής που ωστόσο μέσα στο γήπεδο μετουσιώθηκε μόλις σε δύο Κύπελλα από το 1999 και ύστερα.
Το απίστευτο (λόγω εξέλιξης αγώνα και σκορ) της Λίβερπουλ το 2005 στην Πόλη και εκείνο στα πέναλτι της Γιουνάιτεντ επί της Τσέλσι το 2008 στο μοναδικό all english τελικό της ιστορίας. Συγκομιδή που σαφέστατα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη ελλείψει της φοβερής και τρομερής Μπαρτσελόνα, αλλά και πάλι είναι ένας αριθμός (δύο σε 13 σεζόν) που δεν σε κάνει και να ανοίγεις τα μάτια με θαυμασμό.
Ας μη λησμονούμε ότι στην επταετία 1977-1984, όταν οι Αγγλοι πήραν με τη Λίβερπουλ τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, άλλα δύο με τη Νότιγχαμ Φόρεστ, και ένα με την Αστον Βίλα η καρδιά και η ψυχή των ομάδων ήταν καθαρά βρετανικές. Και στον πάγκο οι προπονητές που σήκωσαν τα έξι Κύπελλα (Πέισλι, Κλαφ και Μπάρτον) επίσης ήταν Αγγλοι! Συνεπώς ο απογαλακτισμός από βασικές αρχές και ιδεώδη που πρέσβευε το ποδόσφαιρο στο νησί, προκειμένου οι ομάδες να ξαναγίνουν κυρίαρχοι ύστερα από τη ζημιά του Χέιζελ, μάλλον δεν άξιζε τελικά τόσο κόπο.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.