Λατρεμένε μου,
Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να προλάβω το κακό πριν γίνει. Το στέλνω για να σε προλάβω πριν δεις τα κακόβουλα νέα που κυκλοφορούν από σήμερα παντού. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι θα δω το προσωπάκι σου, αυτό το τόσο παιδικό, να σουφρώνει και να ρυτιδιάζεται από την απογοήτευσή σου στη θέα των κοινών μας φωτογραφιών από το Μιλανέλο.
Το ήξερες και το ήξερα -το είχαμε συζητήσει άλλωστε- ότι αργά ή γρήγορα κάποιος αναθεματισμένος paparazzo θα την ψυλλιαζόταν τη δουλειά και θα μας (συγχώρεσέ μου το πικρό μου χιούμορ) «έβγαζε στη σέντρα». Και ναι, ξέρω πως είχαμε συμφωνήσει να μη δίνουμε τροφή σε σχόλια, τουλάχιστον στο χώρο της δουλειάς μας. Αλλά, cazzo, ποιος μπορεί να κρυφτεί όταν η χαρά δεν τον αφήνει; Εσύ, μια φορά, δεν κρύφτηκες, φαίνεται καθαρά στο κοντινό πλάνο. Πως όμως να σου κρατήσω κακία εγώ, ο εγκρατής; Εγώ που δεν τολμώ ν’ αρπάξω το μικρόφωνο στο Σαν Σίρο και να πω το «αν είναι η αγάπη αμαρτία θα βγω να το φωνάξω με λατρεία, θα βγω να το φωνάξω, να το πω, πως ειμ’ αμαρτωλός που σ’ αγαπώ»;
Εγώ φταίω, μονάκριβέ μου, όχι εσύ. Εσύ το έχεις ξαναπεράσει αυτό το μαρτύριο, πρόσφατα μάλιστα. Τότε που αυτή η ξελογιάστρα η Κολομβιανή πήρε μέσα από την αγκαλιά σου ό,τι πιο πολύτιμο είχε μέχρι τότε στον κόσμο. Καταλαβαίνω τον πόνο, συναισθάνομαι τον οδυρμό. Σε ποδοπάτησε, σε ξεφτίλισε, σε εκμηδένισε η προδοσία αυτή. Τυφλωμένος έψαχνες το δρόμο που οδηγούσε μακριά από τη Βαρκελώνη σ’ ένα άλλο, πιο απάνεμο λιμάνι, ένα μέρος για να ξαποστάσεις και να γλύψεις τις πληγές σου πριν εκτεθείς ξανά στα μάτια αυτού του κόσμου που σου φέρθηκε με τόση απανθρωπιά.
Μα να που έγινε κι αυτό! Να που ο δρόμος σου φωτίστηκε και σε οδήγησε σ’ εμένα, τον μικρό σου φάρο. Κι εγώ, να το ξέρεις, δεν μασάω από κουτσομπολιά και τέτοια. Μπορεί να μην είμαι 1.92, όπως «αυτός», κι έτσι να μην μπορώ να σε κοιτάξω απευθείας μέσα στα μάτια, τα δικά μου όμως εκπέμπουν μια ζεστασιά που αυτός ποτέ του δεν σου έδωσε. Μπορεί επίσης να μην είμαι τόσο όμορφος και λυγερόκορμος όσο ο ακατονόμαστος, η καρδούλα μου όμως είναι δοσμένη σε σένα χωρίς συμβιβασμούς. Γιατί εγώ -θυμάσαι;- γεννήθηκα στη Σαντ’ Αγκάστα ντε Γκότι, μια κωμόπολη της επαρχίας της Καμπανίας, 35χλμ. βορειοανατολικά της Νάπολι. Από τους Ναπολιτάνους γείτονές μου έμαθα τη σημασία της Ομερτά, όταν κακόβουλοι μας κυνηγάνε με σκοπό να μας πληγώσουν, κι από την Καμπανία έμαθα το κρασί. Αυτό, που ένα του ποτήρι γεμάτο από ‘σένα έφτασε να με μεθύσει για μια ζωή.
Δικός σου για πάντα, ολάνθιστο ρόδο της δικής μου άνοιξης
Ιγκνάτσιο
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.