Όχι ότι δεν το ξέραμε κι από πριν, αλλά να, κάθε επιβεβαίωση είναι τόσο ευχάριστη όσο και οι προηγούμενες:
Η εθνική μας ομάδα έχει διαφορετικό DNA απ’ αυτό των συλλόγων που μετέχουν στο εγχώριο πρωτάθλημα.
Είναι η μαγιά αυτή που πήραν στα χέρια τους οι διεθνείς, της έδωσαν μορφή το 2004 και έκτοτε διατηρούν τα χαρακτηριστικά της λίγο-πολύ αναλλοίωτα.
Βεβαίως, και σκαμπανεβάσματα υπάρχουν, και ο προπονητής άλλαξε, και «μπόλιασμα» -είτε από επιλογή είτε από ανάγκη- γίνεται συχνά. Τίποτα από αυτά όμως δεν είναι ικανό να «μαγαρίσει» τη βασική σύσταση, αυτή είναι μασίφ.
Στην αρχική ενδεκάδα που παρατάχθηκε για να αντιμετωπίσει το Ισραήλ -14 συνολικά με τις τρεις αλλαγές που έκανε ο Σάντος- υπήρχαν μόλις δύο παίκτες που αγωνίζονται στο εξωτερικό, ο Σαμαράς και ο Κ. Παπαδόπουλος. Είναι άραγε αυτοί που μεταλαμπαδεύουν τη διαφορετική νοοτροπία που ζουν στους συλλόγους τους τόσο, ώστε να αλλάξουν κάτι εκ βάθρων στην ομάδα; Προφανώς όχι, αυτό δεν συμβαίνει τώρα, ούτε και συνέβαινε ποτέ, ακόμα και τις εποχές που το ρόστερ της ομάδας αποτελούνταν κατά 50% από «λεγεωνάριους». Ποιος, λοιπόν, κρατάει άσβεστη τη φλόγα, ποιος ξέρει να εκτελεί τη συνταγή με τόση ακρίβεια;
Η απάντηση έχει τρία σκέλη, όχι ισάξια αλλά εξίσου πολύτιμα για την επίτευξη του παραγόμενου αποτελέσματος: Ξεκινώντας αντίστροφα, συναντάμε τον παράγοντα «προπονητής». Αν ο Φερνάντο Σάντος δεν ήταν τόσο μετρημένος, ακριβοδίκαιος και προσεκτικός στον ανθρώπινο και αγωνιστικό χειρισμό, σίγουρα δεν θα βλέπαμε αυτό που βλέπουμε. Αμέσως μετά έρχεται η «σκυταλοδρομία των παλιών».
Είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε τους κρίνουμε με κοντόφθαλμα κριτήρια είτε όχι, είτε συγχέουμε το ρόλο που έχουν στην ομάδα τους με αυτόν που εκπληρώνουν στην εθνική είτε όχι, ο Καραγκούνης και ο Κατσουράνης είναι κατά βάσιν αυτοί που συνεχίζουν να «ρίχνουν κάρβουνα στη φωτιά» -άλλοτε με την παρουσία τους και μόνο, άλλοτε με τα λόγια και άλλοτε με την αγωνιστική τους παρουσία. Τις δύο αυτές απαραίτητες προϋποθέσεις έρχεται να «δέσει» σαν καταλύτης αυτό το μοναδικό μίγμα περηφάνιας και φιλότιμου, που κάνει όλους όσοι καλούνται στην εθνική ομάδα να αποδίδουν σ’ ένα διαφορετικό, «ανώτερο» επίπεδο, βγάζοντας συνήθως στο γήπεδο τον καλύτερο και πιο συγκεντρωμένο εαυτό τους.
Επί του πρακτέου, η εθνική μας δεν «θαμπώνει» τον θεατή όταν αγωνίζεται. Ποτέ δεν το έκανε. Έχοντας αφομοιώσει, όμως, τις διδαχές της πειθαρχίας -η πιο δύσκολη ίσως κατάκτηση, μια και η απειθαρχία είναι εγγενές χαρακτηριστικό του λαού μας- μεταδίδει στο γήπεδο στον αντίπαλο την αίσθηση ότι είναι σχεδόν ανίκητη. Το ίδιο και στον θεατή, πράγμα που συνήθως αποδεικνύεται αληθές. Και παρότι η αισθητική ικανοποίηση είναι παντοτινή και κυρίαρχη επιδίωξη του θεατή ποδοσφαιρικών αγώνων, οι παίκτες της εθνικής μας μπορούν να είναι περήφανοι διότι έχουν κερδίσει το δικαίωμα να τους αγαπάμε για την εικόνα ομοψυχίας και ενότητας που βγάζουν στο γήπεδο, την εικόνα αυτή της κοινής προσπάθειας που μιλάει στην καρδιά μας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.