Εγώ με τον Νίκο Γκάλη μεγάλωσα. Εξαιτίας του άρχισα να παίζω μπάσκετ και γράφτηκα στον Τριφυλλιακό αμέσως μετά το Ευρωμπάσκετ του ‘87. Τα παιδάκια στην «παιδική» δίπλα από τη «Λεωφόρο» στον Γκάλη προσπαθούσαν να μοιάσουν - όποιος έκανε σπάσιμο μέσης ή έμενε στον αέρα λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους, άκουγε να του λένε «έλα ρε Νικ!». Ο φίλος μου ο Μανώλης, μετέπειτα συμπαίκτης μου στον Αστέρα Πολυγώνου, είχε κοπιάρει μέχρι και το περπάτημα του Γκάλη και τα PONY παπούτσια που φορούσε, μας έλεγε ότι ήταν ειδική παραγγελία ίδια με του Νικ.
Πρότυπο ήταν ο Γκάλης για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Και το ελληνικό μπάσκετ του χρωστάει όχι τόσο για το 1987 και το 1989, για τα όσα κατάφερε με τον Άρη και τον Παναθηναϊκό, αλλά κυρίως διότι ενέπνευσε τα παιδάκια να πιάσουν την πορτοκαλί μπάλα και όχι αποκλειστικά την ασπρόμαυρη. Και διότι η δική του λάμψη, φώτισε τη γενιά των χθεσινών και σημερινών αθλητών, ώστε να φτάσουν εκεί που έφτασαν μέχρι σήμερα. Μπορεί ο ίδιος να μην πανηγύρισε ποτέ κατάκτηση ευρωπαϊκού, παρόλο που την άξιζε όσο ελάχιστοι, αλλά εκείνος έσπειρε τον σπόρο που θέρισε ο Αλβέρτης, ο Σιγάλας, ο Οικονόμου, ο Τσαρτσαρής, ο Φώτσης, ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης...
Δεν μπόρεσα και δεν θα μπορέσω ποτέ να μπω σε διαδικασία σύγκρισης ανάμεσα στον Γκάλη και οποιονδήποτε άλλον. Όπως δεν μπορώ να συγκρίνω τον Τζόρνταν με κανέναν άλλον, όσα πράγματα κι αν καταφέρει μέχρι το τέλος της καριέρας του ο Κόμπε. Δεν μου πάει. Όχι απλά διότι το μπάσκετ τότε ήταν διαφορετικό, όπως ήταν και η ζωή μας και η κοινωνία και τα μυαλά μας, αλλά κυρίως διότι κάποιους μύθους δεν πρέπει να ρισκάρεις να τους απομυθοποιήσεις. Κάποια κάδρα πρέπει να μένουν ψηλά στη θέση τους - αν τα κατεβάσεις να τα ξεσκονίσεις, υπάρχει η κίνδυνος να σκιστεί ο πίνακας ή να σπάσει η κορνίζα.
Ο Γκάλης είναι ο Γκάλης και ο Διαμαντίδης είναι ο Διαμαντίδης. Το τι έκανε ο πρώτος, είναι γνωστό. Το τι έχει κάνει ο δεύτερος, επίσης - και έχει μπροστά του μερικά χρόνια ακόμα για να ολοκληρώσει το βιβλίο της δόξας του. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι όχι να τους συγκρίνω, αλλά να βρω κάτι στο οποίο διαφέρουν: τα παιδιά στις «παιδικές», στα ανοιχτά γηπεδάκια, στον Γκάλη ήθελαν να μοιάσουν. Στον Διαμαντίδη και να θέλουν, δεν μπορούν. Δεν έχει καμία «γοητεία» για έναν πιτσιρικά που ξεκινάει να μπιστάει τη μπάλα να παίζει άμυνα, να βγάζει ασίστ και να σηκώνεται «στον Θεό» για να ταπώσει. Όλοι θέλουν να βάζουν καλάθια, να πάρουν τη δόξα, να κάνουν τη «λεζάντα» τους.
Αυτό που έχει ο Διαμαντίδης, σαν άνθρωπος πρώτα και μετά σαν αθλητής, είναι πιο σπάνιο κι από το ταλέντο του. Σπουδαίοι παίκτες βγαίνουν συχνά, τόσο σπουδαίοι σπανιότερα. Άνθρωποι όμως χαρισματικοί και ξεχωριστοί, με τόσο μεγάλη αυταπάρνηση και διάθεση να προσφέρουν πρώτα και μετά να πάρουν ό,τι τους αναλογεί, δεν βγαίνουν σχεδόν ποτέ. Γι’ αυτό ας έχουμε τη φωτογραφία του Νίκου Γκάλη ψηλά και δίπλα της αυτή του Δημήτρη Διαμαντίδη. Ακριβώς δίπλα, ούτε μισό πόντο πιο πάνω, ούτε πιο κάτω. Κι ας προσευχόμαστε μια μέρα, να έχουμε την τύχη να ξαναδούμε τέτοιους παίκτες στα ελληνικά γήπεδα, ώστε το μπάσκετ κι ό,τι αντιπροσωπεύει, να είναι πάντα ζωντανό και αγαπητό σε όλους.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.