Οι κανονισμοί είναι για να βοηθούν και όχι για να καταδυναστεύουν το παιχνίδι.
Αυτό ελάχιστοι από τους σημερινούς διαιτητές έχουν τη δυνατότητα να το αντιληφθούν
Το ποδόσφαιρο είναι γεμάτο από λάθη. Των ποδοσφαιριστών, των προπονητών, των οπαδών. Αλλά και των διαιτητών. Με τη διαφορά πως για τους τελευταίους γίνεται μεγαλύτερη συζήτηση. Και αυτό επειδή συνήθως τα σφυρίγματά τους επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό την εξέλιξη ενός αγώνα, ώστε να μιλάμε για αλλοίωση. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Για να ακριβολογούμε, δεν είναι μόνο πρόβλημα στη χώρα μας. Στην Ιταλία, ο τίτλος της «Gazzetta dello Sport» τα έλεγε όλα χθες: «Ετσι δεν μπορεί να γίνει». Εννοώντας πως με διαιτησίες τόσο φιλικές για τη Γιουβέντους δεν υπάρχει τρόπος να τη φτάσει η Ιντερ. Εννοούσε ταυτόχρονα –με τη διπλή σημασία της φράσης– ότι ουσιαστικά δεν πάει άλλο! Το οφσάιντ που έβγαζε μάτια και δεν υποδείχθηκε έδωσε στον Ντελ Πιέρο την ευκαιρία να λυγίσει την αντίσταση της Ουντινέζε, κρατώντας τους πρωταθλητές οκτώ βαθμούς μπροστά. Δεν είναι η πρώτη φορά που η «Βέκια Σινιόρα» παίρνει τα σφυρίγματα τα τελευταία χρόνια. Και για να μη στεκόμαστε μόνο σε εκείνη, η Ιντερ που φωνάζει –δικαιολογημένα σήμερα– είχε ευνοηθεί από τον ίδιο διαιτητή κόντρα στην Κάλιαρι.
Στην Αγγλία, ο ρέφερι τα έκανε... θάλασσα στο Τσέλσι - Λίβερπουλ, όπως πριν από αυτόν πολλοί άλλοι. Οι «μπλε» έχουν πάρει αρκετούς βαθμούς από τα διαιτητικά λάθη. Το χέρι του Τέρι με την Αστον Βίλα, που ήταν πέναλτι και αποβολή. Οι δύο παραβάσεις του ίδιου στο ματς με τη Φούλαμ, το καθαρό γκολ που δεν μέτρησε υπέρ της Αρσεναλ, το πέναλτι υπέρ της Εβερτον στο 1-1 του «Γκούντισον Παρκ». Πάντα αυτός που είναι μπροστά στη βαθμολογία μοιάζει να... τραβάει σαν μαγνήτης την εύνοια των διαιτητών.
Το ζητούμενο -επαναλαμβάνω- δεν είναι ποιος επωφελείται. Διότι εξίσου έχουν ωφεληθεί σε ανάλογες περιπτώσεις φέτος τόσο η Λίβερπουλ όσο και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπως και σε προηγούμενες σεζόν η Αρσεναλ. Το ερώτημα αφορά στην επάρκεια ή όχι αυτών που διευθύνουν τους αγώνες. Και εδώ μπαίνει ένα τεράστιο ερωτηματικό.
Στην Ισπανία, όλο και πιο πολλές είναι οι γκρίνιες και σε σύγκριση με άλλες χρονιές υπάρχει η αίσθηση πως το επίπεδο έχει πέσει σε επικίνδυνο σημείο. Στη Γερμανία παρατηρούμε τη μοναδική βελτίωση, την οποία όμως έγκυροι παρατηρητές αποδίδουν στις συνέπειες της αποκάλυψης του «σκανδάλου Χόιτσερ». Λένε πως δεν βελτιώθηκε το επίπεδο, αλλά αυξήθηκε στο έπακρο η προσοχή των διαιτητών, οι οποίοι γνωρίζουν ότι ο κόσμος δεν θα συγχωρέσει το οποιοδήποτε λάθος, με την καχυποψία που επικρατεί.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Μια εξήγηση είναι αυτή που δώσαμε. Πιθανότατα οι διαιτητές είναι χειρότεροι απ’ ό,τι δέκα χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, αυτό θα αποτελούσε και το πιο εύκολο άλλοθι, για να μην αναζητηθούν οπουδήποτε αλλού οι ευθύνες. Το γεγονός πως το παιχνίδι από τη φύση του έγινε πιο γρήγορο σίγουρα δεν βοηθάει. Οι φάσεις έγιναν πολύ περισσότερες, όχι κατ’ ανάγκην προς το ποιοτικότερο, συνεπώς απαιτείται και γρηγορότερη αντίληψη. Επίσης ο αριθμός των αγώνων στην περίπτωση των διαιτητών είναι κάτι που λειτουργεί εις βάρος τους. Σε αντίθεση με έναν παίκτη που θέλει να παίζει για να είναι σε καλή κατάσταση, όσα περισσότερα ματς σφυρίζει ένας διαιτητής υπάρχει ο κίνδυνος ένα λάθος να είναι τόσο σημαντικό που να στιγματίσει την καριέρα του.
Και, βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα συγκριτικά με το παρελθόν είναι ο απείρως μεγαλύτερος αριθμός αγώνων που μεταδίδονται τηλεοπτικά. Αν υποθέσουμε πως στη δεκαετία του '70, σε ολόκληρη χρονιά, η τηλεόραση μετέδιδε όσα ματς βλέπουμε τώρα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο, γίνεται αμέσως αντιληπτό το μέγεθος της πίεση που βιώνουν οι «άνθρωποι με τα μαύρα». Και πάρα πολλά παιχνίδια έχουν δέκα και δεκαπέντε κάμερες, με άπειρα replay, που κάνουν τρισευτυχισμένους σε κάθε χώρα τους όποιους διαιτητολάγνους!
Προσθέστε σε όλα αυτά την υπερβολή από τον οπαδικό τύπο και έχετε έτοιμο το κοκτέιλ. Εννοείται πως δεν θέλω να αθωώσω τους διαιτητές. Και συμφωνώ απόλυτα πως στην Ιταλία δεν έχουν διάδοχο του Κολίνα (που και αυτός ουκ ολίγα λάθη έκανε) ή στην Αγγλία, εδώ και πολλά χρόνια, κανείς δεν πλησίασε στο παραμικρό τον Τζακ Τέιλορ. Ενα πράγμα πιστεύω πως κυρίως λείπει, και αυτό είναι η ανθρώπινη προσέγγιση στην ψυχολογία των παικτών την ώρα του αγώνα. Οι κανονισμοί είναι για να βοηθούν και όχι για να καταδυναστεύουν το παιχνίδι. Αυτό ελάχιστοι από τους σημερινούς διαιτητές έχουν τη δυνατότητα να το αντιληφθούν.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.