Τι μπορεί να μας καθηλώσει για σχεδόν δύο ώρες, αν και εκ των προτέρων ξέρουμε πως δεν αξίζει τον κόπο;
Πόσες φορές έχετε αναρωτηθεί γιατί μπήκατε στον κόπο να δείτε ένα ματς; Πόσες φορές, επίσης, είπατε πως αποκλείεται να υποβάλετε ξανά τον εαυτό σας σε αυτή την ταλαιπωρία; Και θυμηθείτε πόσες φορές αυτή την υπόσχεση την... ξεχάσατε μόλις πλησίαζε ένα ακόμα ντέρμπι. Όποια απάντηση κι αν δώσετε, να είστε βέβαιοι πως δεν είστε οι μοναδικοί. Παρ' ότι αυτή τη σεζόν το ποδόσφαιρο που βλέπουμε στην Ελλάδα είναι –όπως πολύ εύστοχα έγραψε χθες ο Αντώνης Καρπετόπουλος- το χειρότερο που θυμάται άνθρωπος, ένα είναι βέβαιο: πως την Κυριακή θα παρακολουθήσουμε το ματς!
Αυτή η συμπεριφορά της μάζας συναντάται μόνο στα σπορ. Και ειδικότερα στο ποδόσφαιρο. Ο Ντέσμοντ Μόρις, στο βιβλίο-επιτομή για το προφίλ του οπαδού «Η φυλή του ποδοσφαίρου», υποστηρίζει πως αυτό το παιχνίδι αποτελεί από μόνο του ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Και έχει δίκιο. Κανείς δεν μπορεί να δώσει πειστική εξήγηση για το τι είναι αυτό που μπορεί να τον καθηλώσει για σχεδόν δύο ώρες, αν και εκ των προτέρων γνωρίζει πως αυτό που θα δει δεν αξίζει τον κόπο. Και μην προλάβει κάποιος να μιλήσει για τη λογική του οπαδού, γιατί τα ντέρμπι τα βλέπουν συνήθως όλοι! Και οι περισσότεροι είναι οπαδοί άλλων ομάδων, συνεπώς το επιχείρημα πως κάποιος μπορεί να υπομείνει τα πάντα για να δει την ομάδα του να νικά καταρρίπτεται πριν καν τοποθετηθεί απέναντι!
Το θέαμα στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ καλό, αν πιστέψουμε τα κατά καιρούς δημοσιεύματα των εφημερίδων! Τη δεκαετία του '60 υπήρχαν κείμενα με υπογραφές κολοσσών της ελληνικής δημοσιογραφίας, όπως του Γιάννη Βανδώρου, που αποκαλούσαν αυτό που έβλεπαν στα ελληνικά γήπεδα «θλιβερή καρικατούρα του εξωτερικού». Τη δεκαετία του '70 οι συγκρίσεις γίνονταν με τα ματς του εξωτερικού που έδειχνε η τηλεόραση. Κείμενο του 1974 από τον Βαγγέλη Φουντουκίδη στο καλύτερο περιοδικό της εποχής, τον «Πρωταθλητή», υποστήριζε πως η τεχνική των δικών μας αστέρων ήταν σαφέστατα κατώτερη αυτής των ξένων! Και μιλάμε για μια εποχή που στην Ελλάδα έπαιζαν ο Δεληκάρης, ο Δομάζος, ο Παπαϊωάνου, ο Κούδας, ο Μαύρος, ο Ελευθεράκης, ο Κρητικόπουλος, ο Αϊδινίου, ο Δαβουρλής!
Τη δεκαετία του '80 οποιοσδήποτε σταρ (ο Σαραβάκος, ο Αναστόπουλος, ο Μητρόπουλος, ο Βλάχος, ο Αποστολάκης) είχε άλλο πρόβλημα να αντιμετωπίσει: τη σύγκριση με τα «ιερά τέρατα» του παρελθόντος! Αυτούς δηλαδή που την προηγούμενη δεκαετία δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τους ξένους! Φαύλος κύκλος. Τη δεκαετία του '90 είχαμε τα σχόλια για παίκτες όπως ο Τσιάρτας, ο Ζαγοράκης, ο Αλεξανδρής, ο Νικολαΐδης, ο Μαχλάς, ο Νταμπίζας, ο Γιαννακόπουλος, ότι δεν είναι ικανοί για μεγάλα πράγματα, ενώ ειδικά στον Παναθηναϊκό οι Γκουμομπασινάδες και ο Καραγκούνης, από λέξεις του... σατανά έγιναν παραδείγματα για αναφορά και πρωταθλητές Ευρώπης.
Τι σημαίνουν, λοιπόν, όλα αυτά. Πως, αν και τώρα η μπάλα που βλέπουμε είναι πολύ κακή, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τις συνήθειες. Και ποιος ξέρει αν σε δέκα χρόνια την όποια αναφορά στον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ ή τον ΠΑΟΚ του 2005-06 δεν θα τη συνοδεύει και ένας νοσταλγικός τόνος; Αλλωστε, τις μελοδραματικές εξιστορήσεις για το παρελθόν συνήθως τις υπαγορεύει το μνημονικό μας, κυρίως γιατί αφορούν σε μια εποχή που ήμασταν νεότεροι.
Σε κάθε εποχή, για κάθε άνθρωπο, αυτός είναι απαράβατος κανόνας. Ας τον έχουμε υπ' όψιν όταν προσπαθούμε με λογικοφανή και καθαρά υποκειμενικά κριτήρια να εξηγήσουμε ανθρώπινες συμπεριφορές!
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.