Η συνεργασία του Φερνάντο Σάντος με την Εθνική μας ομάδα άφησε πίσω της μια… ουρά από ποικίλα σχόλια. Αρκετοί, ίσως οι περισσότεροι, από τους ακραιφνείς οπαδούς του Πορτογάλου τεχνικού, από όλους αυτούς που τον αποθέωσαν έστω και καθυστερημένα στη διάρκεια της τριετούς θητείας στον ΠΑΟΚ, υποχώρησαν.
Όταν διαπίστωσαν ότι η συμφωνία του Σάντος με την ΕΠΟ και ειδικότερα με τον πρόεδρο Πιλάβιο, στον οποίο χρεώνουν τις «αντίρροπες» διαιτησίες της περσινής σεζόν, είχε προκύψει πριν από αρκετούς μήνες, θορυβήθηκαν, τον απέσυραν από την κορυφή των πιο αγαπημένων προπονητών.
Του Γιώργου Ζαχαριάδη
zahariadis@sday.gr
Έκαναν του υπολογισμούς τους, διαπίστωσαν ότι κάτι έτρεξε με τον Φερνάντο όσο ήταν στον πάγκο της ομάδας τους και το συνδύασαν με συμπεριφορές και δηλώσεις.
Δεν χρειάστηκε πολύ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Σάντος δεν θα πρέπει να παραμείνει για πολύ ακόμη στην καρδιά τους και, με συνοπτικές διαδικασίες, τον αντικατέστησαν.
Ο Μάριο (ο Μπερέτα) κέρδισε ανέλπιστα πόντους, κι όχι μόνο γιατί αποτελεί επιλογή της λατρευτής διοίκησης και αυτομάτως γίνεται «σούπερ-Μάριο», αλλά, συγκυριακά έχει ξεκινήσει από ευνοϊκή αφετηρία. Σε αυτό βέβαια, είχε συμμετοχή κι ο προκάτοχός του, ο Σάντος που «εκπαίδευσε» τους ΠΑΟΚτσήδες για να γίνουν υπομονετικοί περιμένοντας την ημέρα της επιτυχίας. Άντεξε στις φουρτούνες και το τελικό αποτέλεσμα είχε θετικό πρόσημο, ακόμη κι αν προηγήθηκε οδυνηρός αποκλεισμός στην Ευρώπη (τον οποίο ακόμη πληρώνουν στον ΠΑΟΚ…) και το κύπελλο των ιθαγενών.
Όταν ο Φερνάντο οριστικοποιούσε την αποχώρησή του από τον ΠΑΟΚ, υποστηρίζοντας ότι έχει κουραστεί και διευκρινίζοντας ότι οι ρυθμοί μιας ομάδας που συμμετέχει σε τρεις διοργανώσεις δεν τον ενθουσιάζει, είχαν ήδη γραφεί πολλά για το ενδεχόμενο να εργαστεί στην Εθνική μας. Ο ίδιος το επιβεβαίωσε μιλώντας για την προοπτική να εργαστεί σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι υπήρχε από πίσω και για τον Φερνάντο ανοίχθηκαν νέες προοπτικές καταξίωσης.
Βέβαια, η καταξίωση, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, εδώ στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε από τη στιγμή που ο ΠΑΟΚ έπαιζε στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας και ο Σάντος έβαζε την υπογραφή του σε μια εντυπωσιακή πορεία πρωταθλήματος.
Η εμπιστοσύνη του Ζαγοράκη στις ικανότητες του Σάντος, ήταν αυτή που του άνοιξε διάπλατα το δρόμο, όποιας επιτυχίας προέκυψε. Αυτό για να μην ξεχνιόμαστε…
Ο Σάντος δεν ήρθε στον ΠΑΟΚ πριν από ένα χρόνο. Προηγήθηκαν ακόμη δύο.
Κι ο Ζαγοράκης, στις κρίσιμες περιόδους, τον αγκάλιασε για να αποκρούσει τα πυρά ακόμη και των συνεργατών του, που με αφορμή την εικόνα και την αποτελεσματικότητα των δύο πρώτων χρόνων (κυρίως του πρώτου), στράβωναν με τον Πορτογάλο.
Τώρα, οι ψίθυροι από τη διοίκηση για τη συμφωνία με την ΕΠΟ, όσο ήταν στον πάγκο της ομάδας και μάλιστα σε περίοδο καθοριστικών αναμετρήσεων, δεν αποτελούν ευθείες βολές και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να περιμένουμε επίσημη τοποθέτηση. Θα ακούσουμε να του δίνουν ευχές για ότι καλύτερο και το πολύ-πολύ, να αφήσουν ένα υπονοούμενο.
Ας πούμε, «όταν πρόκειται για την εθνική μας ομάδα, ευχόμαστε καλή επιτυχία, όποιος κι αν είναι ο προπονητής». Μια τέτοια δήλωση, που δεν ξεχωρίζει τον Σάντος, κι ας έχει περάσει τρία χρόνια στον ΠΑΟΚ, ίσως να την ακούσουμε.
Πάντως, πιστεύω ότι αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές και η συμφωνία με την ΕΠΟ δεν άφηνε πίσω της ερωτηματικά, που πιθανότητα θα μείνουν αναπάντητα για τους ΠΑΟΚτσήδες, δεν αποκλείεται η ΠΑΕ ΠΑΟΚ να έστελνε ήδη συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Σάντος. Κάτι τέτοιο δεν προέκυψε, μέχρι σήμερα τουλάχιστο.
Παρόλα αυτά, η προσωπολατρεία εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε ενθουσιώδους αντίδρασης για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Τίποτε δεν άλλαξε με τον Πάμπλο Γκαρσία που εξακολουθεί να αποτελεί σύμβολο για την κερκίδα και εμβληματική φυσιογνωμία στις τάξεις οπαδών κάθε μορφής. Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, διαπιστώνουμε για ορισμένους ακόμη: υπερβολική δόση αποθέωσης που αποτελεί μεν «καύσιμο» για πολλούς ποδοσφαιριστές, αλλά, δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στο πραγματικό μέγεθος της προσφοράς του στην ομάδα του.
Στην περίπτωση του Σάντος, η αποθέωση που γνώρισε τους τελευταίους μήνες στην Τούμπα, κατέληξε στην αποχώρησή που σχεδίαζε εδώ και αρκετό καιρό.
Ολοκληρώνοντας, σας θυμίζω το εξής γιατί είναι χρήσιμο: Ο Σάντος είχε συζητήσει περί της ανανέωσης της συνεργασίας του με τον Ζαγοράκη, πριν αποχωρήσει από τη διοίκηση ο τελευταίος. Μετά από μερικούς μήνες, πολύ διπλωματικά, ο Σάντος έλεγε ότι η συμφωνία του για την ανανέωση είχε γίνει με τον Ζαγοράκη και εφόσον δεν είναι πρόεδρος, δεν υφίσταται συμφωνία.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζαγοράκης επέστρεψε, αλλά, για την ανανέωση του Σάντος, ούτε κουβέντα. Ούτε από τη μια, ούτε από την άλλη πλευρά.
Μέχρι που φτάσαμε στο τέλος της σεζόν και παρουσιάστηκε ο Σάντος ως πρωταγωνιστής στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» των Πρετεντέρη-Γιαλαμά, λέγοντας το περιβόητο «κουράστηκα» για να βάλει τέλος στη συνεργασία με τον ΠΑΟΚ.
Από την άλλη, βέβαια, αν θέλετε να μην απομονώνουμε γεγονότα και να τα χρησιμοποιούμε όπως μας βολεύει, οφείλουμε να συμφωνήσουμε στο εξής:
Όλοι, είτε παίκτες, είτε προπονητές, πριν ολοκληρωθεί η συνεργασία τους, πριν λήξει το συμβόλαιό τους, ψάχνουν για την επόμενη στάση. Αυτό έγινε και με τον Σάντος.
Σημαντικότερο είναι το εξής: πήγε και τον βρήκε ο Πιλάβιος ή ο Σάντος προτάθηκε από μάνατζερ;
Εδώ σας θέλω.
Κι αν ο Σάντος δεν έχει μάνατζερ, μήπως ο ίδιος ο Πορτογάλος είχε φροντίσει για το κονέ, μέσω κοινών γνωστών ή κοινών εμφανίσεων με τον πρόεδρο της ΕΠΟ;
-Κατά τα άλλα, γερός και δυνατός να είναι ο Φερνάντο, να τον βλέπουμε με το παραδοσιακό καμηλό δερμάτινο και το τζιν του υδραυλικού που σκύβει να φτιάξει τις βρύσες και έχουν φαγωθεί τα γόνατα. Να κάνει ένα κουράγιο και αυτός και εμείς που φαντάζομαι ότι θα συνεχίσουμε να ταλαιπωρούμαστε από το θέαμα που προσφέρει η Εθνική και να αποζημιωνόμαστε με τις επιτυχίες της.
-Δύο πράγματα με εκνευρίζουν αυτό τον καιρό: Το ένα έχει να κάνει με το Μουντιάλ και είναι το… προφανές.
Όσοι νόμισαν ότι με την απεργία είχαν απαλλαγεί από την ενοχλητική περιγραφή των απεσταλμένων της ΕΡΤ (εγώ δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με τους ανθρώπους), δεν υπολόγισαν τις βουβουζέλες που συνόδευαν τον ήχου χώρου, όπως μεταδίδεται από τη Νότια Αφρική μέσα από τους δέκτες μας.
Αλλοι το «κλείνουν» εντελώς και περιορίζονται στην εικόνα. Άλλοι δεν δίνουν σημασία και αδιαφορούν για τον εκνευριστικό ήχο της βουβουζέλας και εγώ ανήκω στους «πολλούς» που δεν την αντέχουν από λίγο έως καθόλου.
Το δεύτερο που με ενοχλεί είναι αυτό το «Τυχαίο; Δεν νομίζω». Αυτή η ανοησία που στηρίζει διαφημιστικές καμπάνιες και έγινε σλόγκαν στο στόμα μικρών και μεγάλων, δεν αναμορφώνει, αλλά, αντίθετα απαξιώνει την πλούσια ελληνική γλώσσα. Το νόημα δε της έκφρασης, καταδεικνύει φθηνή ειρωνεία και φείδεται ουσίας.
Σε ορισμένους, συχνά ραδιοφωνικούς παραγωγούς, έχει γίνει έμμονη ιδέα το πώς θα καταφέρουν να συνδυάσουν τις προτάσεις τους ώστε να καταλήγουν στο «Τυχαίο; Δεν νομίζω», με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι φτωχό.
Σύντομα θα έρθει μια άλλη φράση που θα ξεσηκώσουμε από τους τηλεοπτικούς αστέρες, κυρίως μικρού βεληνεκούς, θα φορεθεί ότι το… «τυχαίο» και θα κολλήσει στους καθημερινούς μας διαλόγους, φτάνοντας μέχρι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Εκεί «βγαίνουν» τα σλόγκαν της… μοδός, για να συνδυαστούν με διάφορες ειδήσεις (προπάντων στα αθλητικά φύλλα) και με προφανή σκοπό να εναρμονιστούν με το πνεύμα της εποχής.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.