Επειδή πολλή συζήτηση γίνεται ύστερα από κάθε ματς στην Ελλάδα για το σύστημα ενός προπονητή, η ερώτηση που έκανα προς τον Ζίκο μετά το 2-1 του Ολυμπιακού με τη Σταντάρ είχε σκοπό να πάρω την απάντηση που άκουσα. Τον ρώτησα αν έχει σημασία μία ομάδα να πρεσάρει ψηλά ή να πρεσάρει σωστά και στους κατάλληλους χρόνους.
Επειδή είναι πάντα στην καρδιά ποδοσφαιριστής και όχι εγκλωβισμένος στα συστήματα προπονητής, είπε το αυτονόητο. Πως ανάλογα με το τι παίκτες έχεις μπορείς και διαλέγεις, αλλά το να πιέζεις ψηλά και συνέχεια είναι αδύνατο, άρα ο χρόνος που το κάνεις φέρνει τη διαφοροποίηση.
Στην Ελλάδα, από τακτικής άποψης, ακολουθούσαμε με μεγάλη καθυστέρηση τις όποιες αλλαγές. Και είναι εύκολο στο μάτι να δει ένας δημοσιογράφος ή ένας οπαδός το πρεσάρισμα ψηλά, αλλά το πότε αρχίζει μία ομάδα να κλείνει χώρους και αν αυτό γίνεται κλιμακωτά, το απαίδευτο μάτι δυσκολεύεται να το αντιληφθεί.
Αλλωστε, στην Ελλάδα δεν ήμασταν ποτέ πρωτοπόροι στα συστήματα. Ολα τα τεχνικά χαρακτηριστικά έρχονταν από το εξωτερικό, πλην μιας φοράς: το 1986 το καλοκαίρι, όταν στον Παναθηναϊκό η ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του Τόμισλαβ Ιβιτς επιχείρησε να εφαρμόσει το 3-5-2, κάτι πρωτόγνωρο ακόμα και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Το αποτέλεσμα εκείνης της ποδοσφαιρικής επανάστασης το έχετε διαβάσει ή το θυμάστε, υποθέτω.
Ο Κροάτης τεχνικός απομακρύνθηκε από τον (αδημονούντα για αποτελέσματα) Γιώργο Βαρδινογιάννη μέσα σε 99 μέρες από την πρόσληψή του! Ο Ιβιτς πήγε στην Πόρτο, στην οποία διαδεχόμενος τον Αρτούρ Ζορζ (τον τεχνικό που μόλις είχε κατακτήσει με τους «δράκους» το Κύπελλο Πρωταθλητριών) τους πήγε ακόμα πιο μακριά, κατακτώντας έξι τίτλους σε περίοδο 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένου του Διηπειρωτικού, του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ και δύο νταμπλ στην Πορτογαλία.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι έδειξε σε όλο τον πλανήτη πώς παίζεται σωστά αυτό το σύστημα και με ευθεία στην άμυνα και όχι μόνο με λίμπερο, όπως το γερμανικό μοντέλο του Λάτεκ και του Βαϊσβάιλερ.
Οταν όλοι έπαιζαν με 4-2-4, εμείς ακόμα είχαμε στη δεκαετία του '50 το κλασικό WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν που κρατούσε πριν από τον πόλεμο! Υστερα η Ευρώπη αγωνιζόταν με 4-3-3, αλλά εμείς περιμέναμε την έλευση του Στέφαν Μπόμπεκ στον Παναθηναϊκό το 1963 για να προσαρμοστούμε.
Το πείραμα του λίμπερο, που ήδη ευδοκιμούσε με τον Χερέρα στην Ιντερ, σε εμάς τόλμησε να το δοκιμάσει ο Μπούκοβι σε κάποια ματς στον Ολυμπιακό, αλλά η εξέδρα γκρίνιαζε. Ο Μπράνκο Στάνκοβιτς στην ΑΕΚ, μαζί με την καλοκαιρινή επαγγελματική προετοιμασία το 1968-69, χρονιά που η «Ενωση» έφτασε (πρώτη φορά για ελληνικό σύλλογο) στην προημιτελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, επιχείρησε να παίξει στην άμυνα με βάθος, οπισθοχωρώντας τον Βασιλείου στο ματς-πρόκριση με την Ακαντέμικα στη Δανία.
Αργότερα ο Λες Σάνον στον ΠΑΟΚ εφάρμοσε το 4-4-2 του σερ Αλφ Ράμσεϊ, που οδήγησε την Αγγλία στον μοναδικό της τίτλο το 1966, με τον σέντερ φορ να οπισθοχωρεί και να γίνεται χαφ. Ο χαρισματικός Κούλης Αποστολίδης ήταν καταλυτικός σε αυτόν τον σημαντικό ρόλο.
Η πρώτη πραγματικά επαναστατική τομή στα μέρη μας ήρθε από τον Φράντισεκ Φάντρονκ το 1974. Ο Τσέχος τεχνικός, που ήταν ο βοηθός του Ρίνους Μίχελς στη «διαστημική» Ολλανδία του Κρόιφ, προσλήφθηκε από τον αείμνηστο Λουκά Μπάρλο και άλλαξε όχι μόνο την ΑΕΚ, αλλά συνολικά την εικόνα του ποδοσφαίρου μας, με το ανελέητο πρέσινγκ, το τεχνητό οφσάιντ και τους μπακ που έβγαιναν στην επίθεση.
Ταυτόχρονα «έπλασε» τον πρώτο κλασικό λίμπερο στην Ελλάδα, μετατρεποντας τον Λάκη Νικολάου σε αμυντικό από σέντερ φορ. Ο Ουρμπέν Μπραμς στον Πανιώνιο στη δεκαετία του '80 εφάρμοσε άψογα το 4-5-1 των Γάλλων του Ινταλγκό, με μοναδικό κυνηγό τον Μαυρίκη, την πρώτη χρονιά και την επόμενη μετέβαλε το κλασικό 4-4-2 που εφάρμοζε κάθε ελληνική ομάδα σ' ένα 4-4-2 με ρόμβο, μόδα εκείνη την εποχή λόγω εθνικής Βελγίου που είχε βγει τέταρτη στο Μουντιάλ του Μεξικού. Ακριβώς γιατί από σεζόν σε σεζόν είχε διαφορετικά εργαλεία στα χέρια του.
Πριν από τρία χρόνια ο Φερέρ στην ΑΕΚ και ο Βίκτορ Μουνιόθ στον ΠΑΟ δοκίμασαν να περάσουν μια πολύ δύσκολη νοοτροπία, αυτή της άμυνας ζώνης και στις στημένες φάσεις. Ο Ελληνας παίκτης μαθαίνει από παιδί να αμύνεται πιάνοντας αντίπαλο και όχι καλύπτοντας χώρο. Φυσικά η Εθνική μας με τον Ρεχάγκελ, που επέμεινε στο προσωπικό μαρκάρισμα και στα στημένα, μπόρεσε να φτάσει στην κατάκτηση του Euro, αλλά η αλήθεια είναι πως το μέλλον του ποδοσφαίρου περνάει από την τακτική χώρου.
Πολύ μπροστά από την εποχή της η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, το έκανε πριν από δύο δεκαετίες. Ακόμη, το σύστημα αυτό είναι στο εδώλιο, αφού η Λίβερπουλ, που το χρησιμοποιεί κατά κόρον, δέχεται συχνά γκολ, με αποκορύφωμα αυτό της ισοφάρισης προχθές από τη Λιόν, με πέντε παίκτες να κοιτούν τον Ρέινα να κάνει τριπλή απόκρουση! Ο Μουρίνιο λέει πως το καλύτερο είναι να αμύνεσαι στα στημένα ανάλογα με τον αντίπαλο, αλλά κι αυτός με την Ιντερ δεν τα πάει καλύτερα, φτάνοντας τα οκτώ ματς στο Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς νίκη!
Και ξαναρχόμαστε στον Ζίκο. Υπήρξε σπουδαίος παίκτης, ένας από τους κορυφαίους στην ιστορία του σπορ. Εκείνο που έλεγαν στην Τουρκία γι' αυτόν φαίνεται να ισχύει: πως δεν έχει την παράλογη απαίτηση οι ποδοσφαιριστές που προπονεί να κάνουν ό,τι έκανε ο ίδιος. Είναι αδύνατο και αδιανόητο. Κατανοεί πλήρως τις ιδιαιτερότητες και δεν φοβάται να ρισκάρει.
Ομως ήδη δουλεύει με το επιτελείο του και αυτό φάνηκε σε θέματα φυσικής κατάστασης, ώστε να τρέχει περισσότερο η ομάδα, η οποία επί Κετσπάγια είναι ολοφάνερο πως αγκομαχούσε μετά το 70', και επίσης είχε αποφασιστικότητα στο να τηρήσει το πλάνο του, προτιμώντας τον Μαρέσκα και τον Ντουντού από τον Λεντέσμα.
Δεν έχει σημασία αν όλα βγαίνουν ή όχι σ' έναν προπονητή, επειδή κάθε ματς είναι αληθινή διεργασία και όχι virtual στο football manager. Εχει, ωστόσο, τεράστια διαφορά στους παίκτες να αντιλαμβάνονται πως κάποιος έχει πλάνο. Κι αυτό αυξάνει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και την αυτοπεποίθηση στην ομάδα. Τόσο απλά.
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.